HomeMind the artΚριτική Θεάτρου «Ο Επιθεωρητής» ξαναήρθε στο Βασιλικό...

Κριτική Θεάτρου «Ο Επιθεωρητής» ξαναήρθε στο Βασιλικό και πέρασε καλύτερα απ’ όλους

γράφει το Θεατρόφυλλο

Την πρεμιέρα της 2ης σεζόν του «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκόγκολ από το ΚΘΒΕ, παρακολουθήσαμε το Σάββατο στην απογευματινή του παράσταση στο Βασιλικό Θέατρο. Το έργο, που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, πρωτοπαρουσιάστηκε στις ρωσικές σκηνές το 1836. Το 1842 διασκευάστηκε ελαφρώς, καθώς η σκηνική του απόδοση ώθησε τον συγγραφέα στην εκ νέου επεξεργασία του, και από τότε ανεβαίνει στις σκηνές όλου του κόσμου. Στην Ελλάδα το πρώτο του ανέβασμα έγινε από το ΚΘΒΕ το 1964 (σκην. Μήτσου Λυγίζου) κι έκτοτε οι ελληνικές σκηνές έχουν δείξει ιδιαίτερη αγάπη στο συγκεκριμένο έργο και μάλλον όχι άδικα.

Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το έργο, περίπου 180 χρόνια μετά, παραμένουν τραγικά επίκαιρα. Ο έπαρχος κι οι αξιωματούχοι της τσαρικής Ρωσίας, δε διαφέρουν και πολύ από τους έχοντες μεγαλύτερα ή μικρότερα αξιώματα στη χώρα μας σήμερα. Διαφθορά, διαπλοκές, κομπίνες, ψέματα και υποκρισία, δωροδοκίες, φόβος και τρόμος του ανώτερου άρχοντα, απληστία κ.λπ., είναι μόνο κάποια από τα στοιχεία που κάνουν την εμφάνισή τους στους ήρωες του έργου. Κατανοούμε, λοιπόν, πως θα ήταν μάλλον εύκολο για το κοινό της Θεσσαλονίκης να συνδεθεί με τους ήρωες, να δει στη σκηνή την κοινωνία στην οποία ζει, να αναγνωρίσει δικούς τους τρόπους και συμπεριφορές.

Παρόλα αυτά, η έναρξη της παράστασης στόχευε μάλλον στο ακριβώς αντίθετο. Μέσα από ένα μουσικοχορευτικό θέαμα «από άλλο έργο»,  που θύμιζε περισσότερο γερμανικό καμπαρέ, ο σκηνοθέτης πιθανώς προσπάθησε να δείξει την τρυφηλότητα των αρχόντων, την κραιπάλη και την κατάπτωσή τους και να μας εισάγει στο έργο πιο ομαλά από ό,τι κάνει ο συγγραφέας. Ωστόσο, αυτό που πέτυχε κατά τη γνώμη μου είναι να μεταφέρει τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα σε έναν χώρο παραμυθιού, όπου όλα αυτά δεν είναι αληθινά, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι άνθρωποι που τους συναντάς κάθε μέρα πλάι σου κι όλα αυτά έχουν γίνει σε έναν κόσμο πολύ μακρινό και πολύ «θεατρικό». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, πιστεύω, την αποδυνάμωση της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής και σάτιρας στην οποία προχωρά το έργο στη συνέχεια. Ναι, οι ήρωες είναι γελοίοι με τον τρόπο που είναι γελοίος οποιοσδήποτε επιθυμεί να γλείψει τα ξεροκόκαλα του συστήματος και κάνει ό,τι μπορεί για να τα καταφέρει, αλλά αφού η δημιουργική ομάδα προχώρησε σε ενέσεις επικαιρότητας και ζωντάνιας στο κείμενο (πολύ επιτυχημένες), θα έπρεπε ίσως να κάνει το ίδιο και σκηνοθετικά. Να μην απομακρύνει αλλά να πλησιάσει στο κοινό, όχι με ευτελείς τρόπους (όπως π.χ. παλιότερες αριστοφανικές παραστάσεις επιθυμούσαν να αντιγράψουν την «εικόνα» από πολιτικά πρόσωπα της εποχής) αλλά με τρόπους σύγχρονους να κλείσει το μάτι στον θεατή.

Στην απομάκρυνση του τελευταίου συνέβαλε, βεβαίως, και το λευκό βάψιμο στα πρόσωπα των επαρχιωτών ηρώων του έργου, το οποίο ωστόσο είχε σημειολογικό ενδιαφέρον καθώς ιδιαίτερα στην αρχή και σε συνδυασμό με τους φωτισμούς θύμιζε νεκρούς. Άνθρωποι που πλέον έχουν χάσει κάθε έννοια και αίσθηση ανθρωπινότητας. Οι μόνοι που έχουν τα πρόσωπά τους άβαφα είναι οι δύο ήρωες που έρχονται από την Πετρούπολη και με τους οποίους το κοινό αισθάνεται πιο κοντά. Είναι νέοι και κοροϊδεύουν τον παλιό τρόπο ζωής, την υποταγή που δείχνουν οι ντόπιοι αξιωματούχοι στη δύναμη και το χρήμα. Όμως κι αυτοί δεν είναι καλύτεροι τελικά. «Από άλλο έργο», επίσης, δανείστηκε ο Κακλέας και τον μπάτλερ του σπιτιού του έπαρχου, μια ευθεία αναφορά στην Οικογένεια Άνταμς, επιλογή την οποία δεν μπορέσαμε να ξεκλειδώσουμε ερμηνευτικά.

Όσον αφορά στις υποκριτικές του έργου, εντοπίσαμε μία κοινή γραμμή που ακολουθεί ο Κακλέας για τους ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους των έργων που επιλέγει να ανεβάσει. Ο Επιθεωρητής του πολύ καλού Γιάννη Σύριου, έμοιαζε να βγήκε από το ίδιο καλούπι με τον Πάνο Βλάχο του Τυχαίου Θανάτου ενός Αναρχικού ή και με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο παλαιότερα. Θα ήθελα, ωστόσο, να διερευνήσω περισσότερο τη σχέση αυτή κι αν χρειαστεί να επιστρέψω, ωστόσο αυτό θα είχε ένα ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης «διαβάζει» τα πολιτικά-κωμικά-σατιρικά έργα και τους πρωταγωνιστές που φέρουν τις ιδέες του συγγραφέα. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς του θιάσου ξεχώρισε ο Γιώργος Καύκας που έχει αποδείξει επανειλημμένα την αξία του σε διαφορετικούς ρόλους, ενώ με μέτρο, διακριτικός αλλά χωρίς να είναι «μικρός» στη σκηνή, στάθηκε ο Χρήστος Τσάβος.

Όσον αφορά την όψη και τις ενδυματολογικές επιλογές, με εξαίρεση τα κοστούμια των Σύριου και Τσάβου, που συνομιλούσαν με παλιότερες δουλειές της ομάδας, έφεραν έντονα το στίγμα του ΚΘΒΕ. Τα κοστούμια εποχής είχαν, πρέπει να αναφέρουμε, κι έναν τόνο παιχνιδιάρικο που θύμιζε ελαφρώς τσίρκο για να συνάδει και με την παραμόρφωση στα πρόσωπα, και στις ψυχές ( ; ) των ηρώων. Η μουσική έκανε έντονη την παρουσία της μόνο στην αρχική σκηνή, η οποία όμως υπήρξε απωθητική για το γράφον ως σύνολο. Στα υπόλοιπα σημεία της παράστασης, πλην του χορού του προ-φινάλε, εάν υπήρχε δεν την αντιληφθήκαμε.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για μία παράσταση στην οποία αν ξεπεράσεις τον σκόπελο των πρώτων λεπτών, που θα περιέγραφα ως παλιό «θεατρικό θέατρο», θα περάσεις όμορφα και ίσως θα γελάσεις και σε στιγμές. Πέρα από αυτό ουδέν. Ένα ευχάριστο απόγευμα.

 

 

 

Related stories

Μεταξύ «συρμού» και αποβάθρας: Περιμένοντας τον άγγελο σαράντα χρόνια

Μεταξύ «συρμού» και αποβάθρας γράφει ο Άγγελος Μαλλίνης Ταξίδι στο κέντρο...

Η Δήμητρα έχει ένα από τα ομορφότερα καφέ της πόλης, μπροστά σε ένα από τα ομορφότερα μνημεία της Θεσσαλονίκης

συνέντευξη στη Μαρία Καρασπύρου Η Δήμητρα Γρηγοριάδου είναι η ιδιοκτήτρια...

Αποκάλυψη τώρα , το χάος γύρω από την παραγωγή του αντιπολεμικού έπους του Φρανσις Φορντ Κόπολα

γράφει η Φανή Εμμανουήλ Το βράδυ της Τετάρτης πραγματοποιήθηκε η...

Πού θα συναντηθούν πέντε επιτάφιοι για πρώτη φορά στα χρονικά, στην πόλη

Η Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο της θρησκευτικότητας και...

“Baby Reindeer” ή αλλιώς η πιο ειλικρινής σειρά για την κακοποίηση

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Σειρές και ταινίες που βασίζονται σε...