HomeMind the artΚριτική Βιβλίου | Kim Hye-Jin «Η κόρη...

Κριτική Βιβλίου | Kim Hye-Jin «Η κόρη μου»

Εκδόσεις Ίκαρος, 2023, Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη, Σχεδιασμός/εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου

γράφει η Φανή Χατζή

Οι σύγχρονες συγγραφικές φωνές από τη Ν. Κορέα που έχουν φτάσει στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι αρκετές. Κοινός τόπος μάλιστα της πένας των γυναικών από την ασιατική χώρα είναι μεταξύ άλλων η κατάδειξη της βαθιά σεξιστικής και πατριαρχικά καταπιεστικής νοτιοκορεατικής κοινωνίας. Σε αντίθεση ωστόσο με το συμβολικό «Η Χορτοφάγος» της Χαν Κανγκ (Καστανιώτης, 2020, μτφρ Αμαλία Τζιώτη) ή το ριζοσπαστικά φεμινιστικό «Κιμ Τζιγιάνγκ, Γεννημένη το 1982» (Μίνωας, 2022, μτφρ Αλεξάνδρα Κονταξάκη) της Τσο Ναμ-Τζου, το ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα «Η κόρη μου» της Κιμ Χιε-Τζιν καταγγέλλει την πολιτική αδιαφορία και τις διακρίσεις με πολύ πιο υπόκωφο και λιτό τρόπο.

Η ανώνυμη αφηγήτρια του βιβλίου, η μητέρα, μια εβδομηντάχρονη γυναίκα που εργάζεται ως φροντίστρια σε έναν οίκο ευγηρίας, αναγκάζεται να συγκατοικήσει με την κόρη της, που εργάζεται ως ωρομίσθια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο και αντιμετωπίζει σημαντικά οικονομικά προβλήματα. Η άφιξη της κόρης αλλά και της συντρόφου της στο σπίτι της αφηγήτριας θα προκαλέσει συγκρούσεις και αναστάτωση στην ηλικιωμένη γυναίκα. Η μητέρα ανησυχεί για όλες τις εκφάνσεις της προσωπικής ζωής της κόρης, ειδικά όταν μαθαίνει ότι αυτή διαδηλώνει ενάντια στις αυθαίρετες απολύσεις ακαδημαϊκού προσωπικού λόγω της ομοφυλοφιλίας της.

Η επιλογή της συγγραφέως να μην ακολουθήσει την εύκολη οδό, υιοθετώντας την ίσως βιωματική οπτική της κόρης, είναι αξιοθαύμαστη. Αντιθέτως, σαν άσκηση ενσυναίσθησης, επιλέγει τη σκοπιά μιας ηλικιωμένης, συντηρητικής γυναίκας που, προσκολλημένη εμφανώς στις οπισθοδρομικές απόψεις μιας μεγάλης μερίδας της κορεατικής κοινωνίας, όχι απλά δεν αποδέχεται την κόρη της, αλλά δεν κατονομάζει καν την λεσβιακή της ταυτότητα. Αρνούμενη παρωπηδικά την κατανόηση της μακροχρόνιας σχέσης της κόρης της ως μια μορφή οικογένειας, η μητέρα οραματίζεται ένα ετεροκανονικό πρότυπο μητρότητας και συντροφικότητας για εκείνη. Μάλιστα, μολονότι χήρα πολλά χρόνια, η αφηγήτρια αδυνατεί να αποτάξει την τεκμαιρόμενη ντροπή που θα έφερε ο σύζυγός της αν μάθαινε για την κόρη του. Μέσα σε ένα σπίτι με τρεις γυναίκες, η φιγούρα του νεκρού πατέρα δεσπόζει μόνο στο δικό της μυαλό, υπόμνηση των πατριαρχικών αντιλήψεων που δεν μπορεί να αποτάξει.

Ταυτόχρονα, ωστόσο, η αφηγήτρια εξομολογείται με δισταγμό τις ομοφοβικές τις αντιδράσεις, πασχίζει να δικαιολογηθεί, σαν να γνωρίζει ότι έχει άδικο και ότι ως γονιός οφείλει να παρέχει άνευ όρων αποδοχή στο παιδί της. Πέρα από αυτό το επίπεδο όμως, η μητέρα αντιλαμβάνεται ότι την ξεπερνά η εποχή και αυτό τη θλίβει. Όσο η δημόσια σφαίρα την αποκλείει και την απομονώνει, τόσο μεγαλύτερο χώρο διεκδικεί ιδιωτικά, εκεί που νιώθει ότι έχει λόγο. Εφόσον λοιπόν η κόρη της απαξιεί αυτά που έχτισε και αδιαφορεί για τις συμβουλές της, η μητέρα νιώθει ότι χάνει τον έλεγχο, την εξουσία, και ουσιαστικά το νόημα της ζωής της.

Ευτυχώς γι’ αυτήν, υπάρχει ένας άνθρωπος που εξαρτάται από αυτήν και τη φροντίδα της, ένα υποκατάστατο κόρης. Πρόκειται για την υπέργηρη Τζεν, την άλλοτε σπουδαία ακτιβίστρια που η άνοια πλέον την έχει καταβάλει. Η Τζεν στην αρχή λειτουργεί σαν παράδειγμα προς αποφυγήν για την αφηγήτρια, ενώ δίνει άλλοθι στην ομοφοβία της. Προβάλλοντας τους δικούς της φόβους στο παιδί της, η αφηγήτρια διατείνεται ότι ανησυχεί για τη μοναξιά των γηρατειών, φοβάται μην καταλήξει η κόρη της σαν την Τζεν. Σταδιακά, όμως, ο ρόλος της ηλικιωμένης γυναίκας αλλάζει. Η σχέση φροντίδας και στοργής που αναπτύσσεται μεταξύ αυτής και της αφηγήτριας παραβαίνει τους κανόνες του οίκου ευγηρίας, οι δεσμοί τους συσφίγγονται και η αφηγήτρια αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη διευρυμένη υφή της οικογένειας.

Η Τζεν, τελικά, εμπνέει στην αφηγήτρια την αντίδραση απέναντι σε ένα σύστημα που δεν αποδέχεται τη φροντίδα και την αξιοπρεπή διαβίωση ως συστατικά του. Όσο διαφαίνεται σταδιακά η ευρύτερη πολιτική κατάσταση, που ξεπερνά τις ιδιωτικές δυσλειτουργικές σχέσεις, το χάσμα μεταξύ μάνας και κόρης γεφυρώνεται. Πέρα από την οικονομική ανέχεια που εξ αρχής μαστίζει και τις δύο γυναίκες, φαίνεται ότι και οι δύο επαναστατούν, η κάθε μία με το δικό της τρόπο, απέναντι σε ένα εργασιακό σύστημα που στραγγίζει τα σώματα χωρίς να ανταποδίδει οικονομικά, απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που αδιαφορεί για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα βασικά πανανθρώπινα δικαιώματα, ενάντια σε ένα απόν κράτος πρόνοιας.

Με μια γλώσσα απέριττη αλλά ωμή, που δεν διστάζει να υπεισέρθει σε ρεαλιστικές περιγραφές του παρακμάζοντος σώματος, των εκκρίσεων και εκδορών του, μεταφορές της κοινωνικής σήψης πολύ συχνές στη νοτιοκορεατική λογοτεχνία, το μικρό αυτό διαμαντάκι από την Νότια Κορέα αφορά τελικά πολλά παραπάνω από τη σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης. Συνιστά μια εύστοχη διαλογική πάνω στο θάνατο, το γήρας, τη μοναξιά, τη φροντίδα και τις αποχρώσεις της πολιτικής απάθειας, ένα σχόλιο για την σύγχρονη Νότιο Κορέα και ένα συγγραφικό ταξίδι που φέρνει τους αναγνώστες και τους ήρωες πιο κοντά στην ενσυναίσθηση.

Related stories

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου “Ίρις” 2024 – Οι Υποψηφιότητες

γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Ανακοινώθηκαν χθες, οι υποψηφιότητες για τα...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Νάσια Σπυριδάκη

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Αστικοί Θρύλοι | Ο Μεσσίας Σαμπατάι Σεβί

γράφει η Μαρία Ράπτη Λένε πως έρχεται ο Μεσσίας, πως...

Το σπίτι του Δημήτρη Αμελαδιώτη είναι ένα έργο τέχνης σε εξέλιξη

WHO IS WHO: Μου αρέσει να παρουσιάζομαι ως εικαστικός,...

Οι ταινίες της εβδομάδας 25.04-01.05.2024

Γράφει ο Λάζαρος Γεροφώτης Η κατρακύλα στα εισιτήρια των κινηματογράφων...