AH HA

Σα χώρα. [ 1 ] Δεν ξέρω πώς μοιάζει μια χώρα που χρεοκοπεί, πώς φέρεται η κοινωνία της (αν, δηλαδή, είναι πότε δυνατόν να φέρεται μια κοινωνία, μαζικά, το ίδιο — και τάχα ποια απ’ όλες; όλο αυτό που σχηματικά λέγεται «κοινωνία», ή «λαός», αυτή η αφαίρεση που, σα λέξη μηχανικά επαναλαμβανόμενη, απεκδύεται κάθε νοήματος όπως όλα τα ασαφή και άνωθεν επιβαλλόμενα σύνολα), αν οι πολίτες της (και πόσοι) μπορούν να συνειδητοποιήσουν όσα μέλλουν να χαθούν και ν’ αλλάξουν και να τους επιβληθούν και να ισχύουν στο εξής, και εντέλει αν τα υποδέχονται ίσως και με ανακούφιση, όπως ο χρόνια μελλοθάνατος την τελευταία ένεση — δεν ξέρω πώς νιώθω καν εγώ, ένας απ’ αυτούς που τρέμουν το ενδεχόμενο, ή μάλλον την ισχυρή πιθανότητα, να έχει ήδη δρομολογηθεί αναπόδραστα κάτι τέτοιο, όπως αναπόδραστη είναι κάθε φορά (εξαιρέσεις δεν έχει η ζωή) και η σύγκρουση ενός τρένου με ένα μακρινό εμπόδιο στις γραμμές, ακόμη κι αν τραβηχτεί με δύναμη το φρένο, από μιαν απόσταση και μετά — και, στην αφελή, δυστυχή περίπτωσή μας, την Ελληνική Περίπτωση, δεν τραβήχτηκε· κάθε άλλο: δόθηκε ίσως κάποια ασαφής σκιά εντολής να υπάρξει μέριμνα πέδησης· τίποτε παραπάνω. (Γιατί είναι η ώρα του τσαγιού στην τραπεζαρία του συρμού, και το φρενάρισμα θα το χύσει. Υποπτεύομαι πως πολλοί δε θέλουν να χυθεί το τσάι πριν την αναπόφευκτη σύγκρουση, πριν τη μεταλλική βία που θα τα σαρώσει ούτως ή άλλως όλα, με βια. Κατανοητό). [ 2 ] Ειλικρινά, δεν ξέρω καν πώς νιώθω εγώ.

εντολή στο χέρι σου να κάνει εκείνη την αρχαία κίνηση ορμής των 130° (που προτιμούν ανέκαθεν οι ακοντιστές) και στο στόμα σου να ασχημονεί επί τεθνεώτων ηρώων. Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω τι είναι να βάφεις με σπρέι έναν τοίχο, ένα άγαλμα, ένα σήμα κυκλοφορίας ή ένα φανάρι, γιατί η μπογιά θάλλει, βεβαίως, από εξεγερτική κάψα. Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω τι είναι να σπας στο ξύλο την υπάλληλο των διοδίων και να παρεμποδίζεις το ασθενοφόρο να τη διακομίσει στο νοσοκομείο: νιώθεται όλο αυτό. Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω τι είναι να κρατάς ομήρους δημοσιογράφους και τεχνικούς σ’ ένα ράδιο για να κάτσεις εσύ στο στούντιο και να απευθύνεις ένα κήρυγμα μίσους και χοχλακιστού αίματος και θραυσμάτων και φωτιάς από μεθυστική βενζίνη πάνω σε ύφασμα παντελονιού ή σε επιδερμίδα. Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω τι είναι να θες να κλείσουν εργοστάσια για να πεινάσουν οι εργάτες και να νιώσουν ότι πρέπει να βγουν με το ντουφέκι και την πατρόνα και το ούζι στο Βίτσι. Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω τι είναι να αποτρέπεις την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί αυτά είναι πράγματα που υποχρεούται ο κράτος να τα κουμαντάρει — κεκτημένα του λαού, πώς να το κάνουμε, που κάλλιο να πεθάνει παρά να τον σώσει ο όποιος γιατρουδάκος ή ο πάσα γείτονας. Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω τι είναι να κηρύσσεις τον Μεγάλο Φόνο, τη Νύχτα των Κρυστάλλων και (ολοκάθαρα αυτό, ευθέως) τον εθνικοσοσιαλισμό της προπολεμικής Γερμανίας φορώντας το προσωπείο τού Πιτσιρίκου,
 

Ξέρω άλλα πράγματα πιο καλά όμως, μία σειρά από άλλα πράγματα (σε μερικά είμαι όντως ξεσκολισμένος), όπως ας πούμε τι είναι να ασκείς βία εσύ — εσύ, κι όχι κάποιο τρένο. Όχι κάποιο τρένο. Το ξέρω καλά αυτό. Πιο καλά. Ξέρω πολύ καλύτερα από το πώς νιώθω σαν κομματάκι αυτής της χώρας-τρένου που πάει γραμμή για εκτροχιασμό στο παρελθόν (εγώ, που τρέμω στο ενδεχόμενο να ξανακούσω ντιντίνισμα από δραχμές μέσα στη γλιτσερή τσέπη, μα που είναι θολωμένο το μυαλό μου από το άγριο ενδεχόμενο, ή μάλλον την ισχυρή πιθανότητα, της χρεοκοπίας, τόσο που εντέλει κι αυτό το τρέμουλο το ξεχνώ, το μεταλλάσσω, το πετώ από πάνω μου — και χαμογελώ στο ίδιο καφενείο μέρα παρά μέρα, λέγοντας και καμώνοντας πως πιστεύω τα ίδια ψέματα και πίνοντας λαίμαργα την ίδια ρετσίνα), ξέρω, έλεγα, πολύ καλύτερα τι σημαίνει να αποφασίζεις την άσκηση της βίας ΕΣΥ (δηλαδή εγώ — όχι τα τρένα: εδώ μιλάμε μόνο για τους δυο μας): να τη μελετάς, να συναινείς, να ψηφίζεις: «Ναι». «Ναι» στη βία. Ξέρω, φέρ’ ειπείν, τι είναι να έχεις πάρει την απόφαση να αγοράσεις το αβγό. Να το κρατήσεις απαλά-απαλά, να το χουχουλιάσεις στην τσέπη σου μη σπάσει, να το μεταφέρεις στοργικά στο πεδίο: στο Στόχο. Γιατί αυτό το αβγό είναι το παιδί σου, είναι το γέννημά σου, η εξακτινωνόμενη μοίρα σου: ένα μέλλον δικό σου. Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω τι είναι να ζυγιάζεις καλά το γιαούρτι στη ζεστή σου παλάμη, να νιώθεις το ιστορικό βάρος του, τη μαγιά του να θροΐζει σα δάσα βουνίσια, να δίνεις την
 
και γελώντας πίσω από τη μάσκα σου με την αδαημοσύνη των αγαθοβιόλικων θηρίων που σε ακολουθούν αγεληδόν —αυτή τη χιτλερική νεολαία με τις χλαίνες και τα άρβυλα και τα τσαπράζια, την καημένη…—, θαρρώντας σε γλυκύν, καλόν και αθώο (και, φευ, πένητα…). Ξέρω τι παναπεί. Ξέρω ακόμα (το ξέρω καλά, ξέρω τι παναπεί: πίστεψέ με) τι είναι να παίρνεις το αλυσοπρίονο και να βουτάς τις γαλότσες σου στο αμπέλι του Άλλου μια νύχτα με κρύο. Να τραβάς τη μίζα με το κορδόνι και ν’ ακούς τον Ωραίο Πριονίσιο Ήχο. Να κοιτάς ψηλά στ’ αστέρια και να τα βλέπεις να επιδοκιμάζουν την (εντέλει) ήδη συντελεσθείσα πράξη σου. Να κοιτάς, κάτω, τους στρεβλωμένους κορμούς, ξηρούς και αποτρόπαιους και γρομπιασμένους, και να στάζει σάλιο στα χείλια σου. Να χαμηλώνεις την κοπτική αλυσίδα. Να νιώθεις τα πρώτα πριονίδια σαν πυροτεχνήματα εκτοξευμένα για σένα, για το Καλό, για το Αύριο. Να μπήγεις το όπλο στο ξυλώδες τμήμα του αποτρόπαιου φυτού και να το διαπερνάς αποφασιστικά και ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. Να είσαι αυτός που τσακίζει το αμπέλι. Αυτός που το τελειώνει. [ 3 ] Ξέρω τι παναπεί. [ 4 ] (Θα ’θελα να ’μουν ο κλέφτης του Πικάσο από την Εθνική Πινακοθήκη, για έναν λόγο: γιατί η Ελλάδα δεν ξανααντιστάθηκε στο φασισμό. Θα ’θελα να ’μουν ο κλέφτης του Πικάσο και να τον έκοβα λουρίδες-λουρίδες. Γιατί μάς είναι πολύ, και δε μας πρέπει. Και γιατί κι εγώ, σιωπώντας, εκτρέφω τη Βία. — Κυριάκος Αθανασιάδης.
 

Related stories

Ένα βράδυ στη ντίσκο που χορεύουν όλοι ακόμη ως το πρωί

Όλοι εμείς οι νοσταλγοί των 70s και 80s ξέρουμε...

Πού θα βρεις τα πιο νόστιμα τσουρέκια στην πόλη

Αναμφίβολα, τα τσουρέκια αποτελούν από τα πιο αγαπημένα γλυκά...

Ραντεβού στα λουλουδάδικα: Σε αυτή τη γειτονιά, είναι όλα ανθισμένα

γράφει η Έλλη Πελίτη/ Φωτογραφίες: Μαρία Ευσταθιάδου "Κρύβομαι μες στο...

Οι αρχιτέκτονες της πόλης στον Εξώστη | Στέφανος Σκαρλακίδης

Κάθε βδομάδα φιλοξενούμε στον Εξώστη αρχιτέκτονες της πόλης και...

Το Challengers αποτελεί την καλύτερη επιλογή στις αίθουσες αυτή την περίοδο που διανύουμε

γράφει ο Γιώργος Δημητρόπουλος CHALLENGERS (2024) του Λούκα Γκουαντανίνο Διάρκεια: 132’ Η...