(ένα νοσταλγικό παραλήρημα)
Σάββατο πρωί στην κουζίνα. Μπροστά μου ένας καφές –σκέτος- δίπλα,στο τασάκι,σιγοκαίει ένα στριφτό –σχεδόν ποινικοποιημένο πια – τσιγάρο….
Πάντα με μάγευαν αυτές οι βρώμικες κορδέλες του καπνού που ανεβαίνουν
νωχελικά ψηλά και σκορπάνε……
Να ξεπλύνω από πάνω μου ότι με βαραίνει μα δεν μπορώ….
Να’μαι σήμερα εδώ,σχεδόν τριάντα τρία (τα χρόνια του Χριστού θα έλεγε η μάνα μου και εγώ θα γελούσα) και έχω στη φθαρμένη βαλίτσα μου τα παιδιά,τα σκυλιά και τα άγχη μου.Που είμαι η υπόλοιπη;
Ήλιος τρυπώνει από το παράθυρο μου. Ένας ήλιος ευεργέτης,με τυφλώνει,μισοκλείνω τα μάτια και ξάφνου χάνεται όλη η βρωμιά,μπορεί να μην είναι το επιθυμητό αλλά είναι κάτι.
Κλείνω τα μάτια λοιπόν και από το μυαλό μου περνά μια εικόνα γρήγορη,σαν σφαίρα και…..σαν θαύμα,βλέπω μέσα μου τώρα.
Είμαι απέναντι από τον κινηματογράφο Ναυαρίνον,κάθομαι στο τοιχάκι και κουνάω τα πόδια χαρούμενα.Η αφίσα του Trainspotting με τρελαίνει…το περίμενα τόσο καιρό.
Η πλατεία γύρω μου ζει την δική της ζωή. Με τα παιδιά της,τα φρικιά της,τα μαγαζιά της,τις κακοτοπιές και τους μύθους της.Είμαι εδώ,περιμένω τους φίλους μου,περιμένω να πάρω το μαγικό χαρτάκι,να ερωτευτώ τον Renton,να οργώσω τη Σκωτία,να με κυνηγήσουν στο Λονδίνο.
Είναι 1997……
Είμαι εδώ, δεκαοχτώ χρονών με όλη τη δύναμη του κόσμου συγκεντρωμένη στα χέρια μου,με το μέλλον να ανοίγεται μπροστά μου συναρπαστικό,το δέρμα μου σφιχτό και το στήθος μου περήφανο.Είμαι εγώ..
Ξαφνικά μια φωνή…δεν με φωνάζει με τ’ όνομά μου….τι φωνάζει;
Μαμά,μαμά φωνάζει.
Ανοίγω τα μάτια μου,πρέπει.Γύρω μου σβήνει σαν φάντασμα η πλατεία….
Είμαι πάντα σ’ αυτή τη κουζίνα και η Θεσσαλονίκη μου είναι χιλιόμετρα μακριά και μου λείπει,δεν ξέρεις πόσο…..
Ευτυχώς έχω αποσκευές,εικόνες,αναμνήσεις.Όταν το σήμερα είναι ανυπόφορο,κοινότοπο,αδιατάραχτο από κάθε έκπληξη,όταν παρακαλάς μια αχτίδα ηλίου να σε τυφλώσει για να κλείσεις τα μάτια τότε ξεπηδάνε σε πλημμυρίζουν και γαληνεύεις…
Θεσσαλονίκη περίμενέ με,θα ξανάρθω….
Μέχρι τότε όμως θα κοιτάω κλεφτά στο τότε μας,θα «τσακώνω» μια στιγμή μας,θα γίνομαι….μωρό,παιδί,έφηβη και θα προχωράω.
Είσαι πάντα ο τόπος μου και – τι τύχη!– κανείς δεν έφαγε τα ψίχουλα που έριχνα πίσω μου,δεν έχω χάσει τον δρόμο…..