Δεν
ξέρω πόσα χρόνια έχω να περπατήσω στην
Παραλία
. Πολλά. Δεκαετίες. Σχεδόν σα να
αποφεύγω να κοιτάξω πίσω, ή σα να θέλω
να ξεφύγω από κάτι.
Θα
ήθελα να είχα προλάβει τον καιρό που η
Σαλαμίνα (στο τέρμα τής Μπότσαρη) ήταν
παραλία-παραλία,κι
έκανες μπάνιο ανάμεσα στις βάρκες τα
καλοκαίρια.
Αλλά πρόλαβα τη μακρά περίοδο
με τις ταβέρνες εκεί, τότε που οι
σερβιτόροι είχαν ένα ψιλό μουστάκι όλοι
τους, να κάνει αντίστιξη με το λευκό
πουκάμισο, κι ο κόσμος πολύς και
στριμωγμένος κι όλοι φώναζαν συνέχεια
και αγόραζαν, βουλιμικά, λαχεία.
Έπειτα,
ξαφνικά, ήρθαν οι μέρες που την
περιδιαβαίναμε μέρα παρά μέρα, ακούραστοι,
πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, από τα θάμνα όπου
θα χτιζόταν χρόνια μετά το Ποσειδώνιο
μέχρι την Αριστοτέλους, για να πάμε στου
Τόττη και να δούμε πώς ζούσαν και πώς
διασκέδαζαν εκεί ο κόσμος, ή απλώς για
να καπνίσουμε στα παγκάκια, ή για να
κάνουμε χάζι τους ψαράδες: πιάνανε
κεφαλόπουλα εκεί όπου άδειαζαν οι
υπόνομοι, ή έτσι:
για να βλέπουμε το
νερό.
Πιο
μετά, *ζούσαμε* εκεί, τις νύχτες, στο
πρεζά και στα πέριξ αυτού. Όλες τις
νύχτες.
Και, ασφαλώς, πρέπει να γράψουμε
γι' αυτό: συμμετείχαμε, σαν παραζαλισμένοι
θεατές, στα πρώτα drag queen show τής πόλης, μ'
όλους εκείνους τούς υπέροχους τύπους.
Τον Γ., τον Γ., τον Τ., τον Ευ., τον Μ.: Μίλβα,
Μινέλι, Αλίκη, αλλά και, «Τα σολντά μας,
τα σολντά μας, τα καλύτερα τεκνά, / του
Νταλίπη, Καρατάσου, και τ' ωραίου Παύλου
Μελά. / Σούρουπο σαν κατεβαίνει στο
πρεζάντε το χακί / με τη Μίτση πρώτη-πρώτη
να τους λέει, Αλτ! τις ει;» Ωραία
ήταν, κι ας τρώγαμε πολύ κυνήγι. (Πρέπει
να γράψουμε γι' αυτά).
Έπειτα,
καβγάδες, φιλιά, έντονες κουβέντες,
σπρωξίματα, οι συγκεντρώσεις, τα
συνθήματα, κι άλλα φιλιά (κι όχι μόνο),
αναμμένες εφημερίδες στα γυμνά δάχτυλα
των ψευδοαστέγων (πυροφάνια τα λέγαμε),
βιβλία και ανάγνωση στο γρασίδι, κρύο,
βροχές, καύσωνες, φιλιά, κι άλλα κυνηγητά,
πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, από το Ποσειδώνιο
που μαράζωνε γρήγορα μέχρι το Αχίλλειο
— και πάλι πίσω: πάνω-κάτω, όλο πάνω-κάτω.
Κι
έπειτα ήρθε ένα μπουρίνι και τα σάρωσε
όλα μα όλα.