Σκηνοθεσία: Tom McCarthy
Ηθοποιοί: Mark Ruffalo, Michael Keaton, Rachel McAdams
Σε μια πόλη που ο καθολικισμός δεν είναι απλά ένα θρήσκευμα αλλά τρόπος ζωής, οι προσπάθειες λίγων παρείσακτων να ξεσκεπάσουν ένα σκάνδαλο που πολλοί γνωρίζουν άλλα κάνεις δεν παραδέχεται, μπορεί να μετατραπεί σε αγώνα επιβίωσης. Τολμηρά βασισμένο στην ευρέως αποδέκτη (ίσως ακόμη και σήμερα) θεωρία της φυσιολογικής κακοποίησης-νουθεσίας των κακών παιδιών, το δημοσιογραφικό δράμα του -ηθοποιού που έγινε κινηματογραφιστής- Τομ Μακάρθι, περπατώντας στα γνωστά αφηγηματικά μονοπάτια των μεγάλων πολιτικών φιλμ της δεκαετίας του 70, εισβάλλει στην αίθουσα σύνταξης της εφημερίδας Boston Globe στις αρχές του 2000 και πλέκει βαθμιαία τον ιστό μιας ιστορίας γύρω από την προσπάθεια της δημοσιογραφικής ομάδας Spotlight (ή προβολέας μεταφρασμένο στα ελληνικά) να ξεσκεπάσει ένα σεξουαλικό σκάνδαλο τεράστιων διαστάσεων στους κόλπους της τοπικής εκκλησιάς. Μπορεί η υπόθεση (και κυρίως η αισθητική) να μυρίζουν σχεδόν εξ αρχής Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου όμως οι όποιες συγκρίσεις μόνο θα υποβάθμιζαν το παρόν εγχείρημα. Εξάλλου, δεν είναι πολλά τα φιλμ που μπορούν να καυχώνται για την ύφανση της αίσθησης της παράνοιας και της ολέθριας αντίδρασης του ανίκητου θεσμού, την αδυναμία της προσωπικής αντίστασης απέναντι στο σύστημα μέσω μιας συμφωνίας παρακολουθήσεων και σκιών, με τον τρόπο που ο Άλαν Πάκουλα αποτύπωσε στο αριστούργημα του 1976.
Παρόλα αυτά, ο Μακάρθι αποδεικνύεται ικανότατος στο να μεταδίδει την πεποίθηση ότι μπορεί κάποιος να διατηρεί και να υποθάλπει ένα σκάνδαλο ολκής, ακόμη και χωρίς απειλές ή άσκηση βίας. Σίγουρα το χρήμα βοηθάει, όμως το οικοδόμημα της εξαπάτησης μπορεί να στηθεί κατεξοχήν μέσω της προσωπικής δικτύωσης, των κάλων σχέσεων και κυρίως του ωχαδερφισμού και της αδιαφορίας. Της αδυναμίας του να κάνεις κάτι γι αυτό που όλοι θεωρούν επιλήψιμο άλλα τελικώς λίγοι πραγματικά φρικιαστικό. Η αφήγηση, παρότι μοιάζει σε στιγμές περισσότερο ασφαλής απ' ότι θα χρειαζόταν, αποφεύγει τους εντυπωσιασμούς καταδεικνύοντας ως σημαντικά πρόσωπα της υπόθεσης όχι τους κληρικούς, αλλά τους ακούραστους ρεπόρτερ. Βέβαια, οι συμβάσεις που απαιτεί το είδος δεν αποφεύγονται, κάθε άλλο μάλιστα. Δεν φαίνεται σχεδόν πουθενά ότι οι απεριποίητοι εργένηδες, που δεν έχουν να πάνε πουθενά αλλού έκτος από τη δουλειά τους και το κοντινό μπαρ, είναι αναγκασμένοι να κάθονται με τις ώρες γράφοντας. Στην ταινία όλοι παίζουν περισσότερο το ρόλο του ερευνητή παρά του δημοσιογράφου. Σχεδόν κάνεις όμως δεν πρόκειται να επικρίνει το ίδιο το φιλμ γι αυτό. Ο γρήγορος ρυθμός, ιδιαίτερα μετά τα εισαγωγικά πρώτα λεπτά, το υψηλά διαλεκτικό και σφιχτοδεμένο σενάριο και η διεισδυτική δραματική ματιά που εντυπώνεται θαρρείς με μιαν ανάσα, χωρίς επεισόδια, κερδίζουν εύκολα τις εντυπώσεις. Το στιλ μπορεί σε στιγμές να φαντάζει τηλεοπτικό, όμως είναι σχεδόν ολοκάθαρο ότι πολλά σκοπίμως μπαίνουν ελαφρώς στην άκρη για χάρη της ουσίας. Μια ουσία που ξεσκεπάζει σταδιακά το βάθος του εφιάλτη, στο οποίο ούτε οι ίδιοι οι κεντρικοί χαρακτήρες δεν είχαν φανταστεί ποτέ ότι θα έφταναν.
Ο σκηνοθέτης αφήνει συνειδητά πολλά να εννοούνται και να υπαινίσσονται, γύρω από ένα σύστημα που ενίοτε μπορεί να νικηθεί, αλλά συνήθως όχι απλά κερδίζει αλλά και κατατροπώνει τους αντιπάλους του. Η απειλή δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη, αλλά πλανάται διαρκώς πάνω από τους ρεπόρτερ, σαν σκιά που εξουθενώνει και οδηγεί πιο αποτελεσματικά σε παραίτηση. Το καστ ενσωματώνει σχεδόν καθολικά την αίσθηση της πάλης με το δυσθεώρητο, με τον συνήθως εξαιρετικό Μαρκ Ράφαλο να επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά την ερμηνευτική του οξυδέρκεια και τον αναγεννημένο Μάικλ Κίτον να παρουσιάζεται άκρως πειστικός στο ρόλο του κουρασμένου αρχισυντάκτη που έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την αξιοπιστία της έρευνας αλλά και τις επιπτώσεις της. Σημαντική όπως αποδεικνύεται είναι και η συνεισφορά της Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, η οποία πρωταγωνιστεί στην πιο ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας, αυτή της άφελους εξομολόγησης ενός ηλικιωμένου κληρικού.
Το Spotlight είναι μια ταινία που λειτουργεί αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά. Πολλές φορές μοιάζει με απλή καταγραφή γεγονότων άλλα θα ήταν λάθος να ερμηνευτεί έτσι. Καταφέρνοντας να εστιάσει την προσοχή στη συλλογικότητα του εγχειρήματος και όχι στον περισσότερο αμερικάνικο προσωπικό ηρωισμό, διατηρεί την κομψότητα και την αξιοπρέπεια κάποιου που ξέρει πως έχει την αλήθεια με το μέρος του. Εντοπίζοντας τελικά την πραγματική υπόθεση (αυτήν που μια ολόκληρη κοινωνία γίνεται συνένοχος συγκαλύπτοντάς την) πίσω από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων, μοιάζει όμοια με τους χαρακτήρες της, στον αγώνα τους να ισορροπήσουν την βαθιά κρίση της πίστης τους με το θάρρος της αποφασιστικότητας.