Τίτλος: After Hours
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε
Έτος: 1985
Διάρκεια: 97’
Μεταφρασμένος τίτλος: Μετά τα Μεσάνυχτα
Από Renegades of Youth
Το “After Hours” μπορεί επάξια να φέρει τον τίτλο μιας εκλεκτής και συναρπαστικής στιγμής στην πολυποίκιλη φιλμογραφία του Marty. Περιγράφεται συχνά τόσο ως μια από τις πλέον αστείες κινηματογραφικές απεικονίσεις της μεταμεσονύκτιας Νέας Υόρκης όσο και ως μια βαθιά υπαρξιακή δημιουργία που εμβαθύνει στις παρανοϊκές φαντασιώσεις του να υπομείνεις το χειρότερο πρώτο ραντεβού που μπορείς να φανταστείς. Στον πυρήνα της, η ταινία μας συστήνει τον Paul Hackett, έναν χαρακτήρα που ενσαρκώνει τον μέσο Αμερικανό πολίτη κουρασμένο από την καθημερινότητα και τη ανιαρή ρουτίνα και την λαχτάρα που σιγοκαίει μέσα του για περιπέτεια.
Ο Paul Hackett, τον οποίο υποδύεται έξοχα ο Griffin Dunne, χρησιμεύει ως πρόσωπο συσχετισμού, ένας διάκονος για όσους έχουν κουραστεί από τη μονοτονία της καθημερινής τους ζωής, ειδικά όταν μοιάζουν αλυσοδεμένοι σε ανέμπνευστες δουλειές που φαίνεται να μην οδηγούν πουθενά, πεζές και αδιάφορες σαν ένα πετραδάκι που κλωτσας στο δρόμο. Στο κυνήγι του ενθουσιασμού, θεωρεί ότι έχει εντοπίσει όλα όσα αναζητούσε στην αινιγματική Marcy(Rosanna Arquette), μόνο για να συνειδητοποιήσει λίγο αργότερα πως δεν ανταποκρίνεται καθόλου στα εξιδανικευμένα πρότυπά του. Αυτή η αρχική απογοήτευση θέτει τις βάσεις για ένα εφιαλτικό ταξίδι στο σκοτεινο κέντρο της Νέας Υόρκης που σταδιακά μεταμορφώνεται σε μια ελεύθερη πτώση προς την κόλαση.
Αυτό που κάνει το “After Hours” εξαιρετικά αστείο είναι το πώς απολαμβάνει απροκάλυπτα την απόλυτη αξιολύπητη συμπεριφορά του Paul Hackett. Γίνεται ένας καθρέφτης που αντανακλά τους υπαρξιακούς αγώνες της εργατικής τάξης των Αμερικανών, ατόμων που συχνά μουδιάζουν από τον κόπο της δουλειάς τους και αισθάνονται έρμαια σε έναν κόσμο που στερείται νοήματος. Η ταινία τονίζει τον παραλογισμό των περιπετειών του, αντιπαραβάλλοντας την καθημερινή του ζωή με τους εκκεντρικούς και απρόβλεπτους χαρακτήρες που συναντά κατά τη διάρκεια της σουρεαλιστικής οδύσσειας του κάτω από τον νυχτερινό μανδύα της Νέας Υόρκης.
Η Νέα Υόρκη μόλις την αγκαλιάσει το σκοτάδι, όπως απεικονίζεται στην ταινία, γίνεται μια σουρεαλιστική παιδική χαρά όπου όλοι φαίνεται να μεταμορφώνονται σε εντελώς διαφορετικές μορφές ζωής. Αυτές οι παράξενες συναντήσεις, που κυμαίνονται από εκκεντρικούς καλλιτέχνες μέχρι αλλόκοτους εγκληματίες, αμφισβητούν κάθε εικασία του Hackett και τον ωθούν σε όλο και πιο παράξενες και παράλογες καταστάσεις. Η αντιπαράθεση της κοινοτόπης ζωής του με αυτές τις σουρεαλιστικές εμπειρίες αποτελεί την ουσία του χιούμορ της ταινίας.
Ο Scorsese, γνωστός για την εξερεύνηση σκληρών, αστικών περιβαλλόντων και ηθικά πολύπλοκων χαρακτήρων, πλοηγείται αριστοτεχνικά στον σκοτεινό και χαοτικό κόσμο του “After Hours”. Η ταινία αναδεικνύει την ικανότητά του ως σκηνοθέτη, ιδιαίτερα στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που ταλαντεύεται μεταξύ μαύρης κωμωδίας και ψυχολογικού τρόμου. Η χρήση της κάμερας, του φωτισμού και της μουσικής από τον Σκορσέζε συμβάλλει στην ανησυχητική και απόκοσμη ατμόσφαιρα της ταινίας. Και μιας και είπαμε για «φωτισμό» να έχετε τον νου σας για το καθιερωμένο cameo του Marty στη σκηνή που ο Hackett στροβιλίζεται στην άναρχη ενεργεια ενός κλαμπ γεμάτο πάνκηδες.
Σε γενικές γραμμές, το “After Hours” είναι αναμφίβολα μία από τις πιο μοναδικές και υποτιμημένες ταινίες του Martin Scorsese. Συνδυάζει στοιχεία κωμωδίας, τρόμου και υπαρξιακής εξερεύνησης για να δημιουργήσει μια αξέχαστη κινηματογραφική εμπειρία. Μέσα από τον χαρακτήρα του Paul Hackett, προσφέρει ένα σατιρικό σχόλιο για την ανία της σύγχρονης ζωής και το απροσδόκητο χάος που μπορεί να προκύψει κατά την αναζήτηση του ενθουσιασμού ενώ ταυτοχρόνως αποτελεί απόδειξη της ευελιξίας του Σκορσέζε ως σκηνοθέτη και παραμένει ένα κλασικό καλτ φιλμ που δικαίως θεωρείται ως μία από τις καλύτερες κωμωδίες στην ιστορία του κινηματογράφου.