
Από τον Γιώργο Καρακασίδη
Σκόπευα να γράψω αναλυτική κριτική για την —πιθανότατα— ταινία της χρονιάς, One Battle after Another, αλλά με πρόλαβε η εξαιρετική «συγκάτοικος» στον Εξώστη Φανή Εμμανουήλ (διαβάστε την εδώ).
Χωρίς να είμαι γονιός (γι’ αυτό θα ήθελα να ακούσω και τη γνώμη φίλων-γονιών), πάντα πίστευα ότι ο πιο ριζοσπάστης ή ακτιβιστής γονιός μπορεί να επηρεάσει το παιδί του ιδεολογικά, αλλά κατά βάθος δεν θέλει να το δει να ακολουθεί τον ίδιο —κυριολεκτικά μάχιμο— δρόμο. Ίσως από ένστικτο προστασίας. Πόσο μάλλον όταν υπήρξε βομβιστής. Κοινώς, το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά· αλλά μέχρι ένα σημείο.
Στην ταινία, βλέπουμε αυτή τη σύγκρουση εις διπλούν: από τη μία ο πατέρας Μπομπ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) προσπαθεί να προφυλάξει την κόρη του ώστε να ακολουθήσει μια πιο «κανονική» ζωή, ενώ από την άλλη η μητέρα Περφίδια (Τεγιάνα Τέιλορ) την εγκαταλείπει από μωρό για να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα της.
Παίζει ρόλο άραγε και η (στερεοτυπική;) σχέση πατέρα-κόρης; Ή μήπως η στάση της μητέρας —γυναίκας και δη μαύρης— σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, είναι η πιο αυθεντική μορφή ακτιβισμού; Κι εκεί που εγείρονται —αδιαμφισβήτητα— θέματα ηθικής, ποιος θα συνεχίσει εν τέλει τον αγώνα;
Έναν αγώνα που ίσως φαίνεται κρίσιμος στο δίπολο της σύγχρονης Αμερικής (αλλά και του κόσμου): από τη μία η ακραία συντηρητική και ρατσιστική τάξη και από την άλλη η αντιδραστική που ακόμα κι όταν πέφτει στο λούμπεν λήθαργο, είναι έτοιμη να ξυπνήσει από τη χειμερία νάρκη. Κάπου εκεί, προσπαθώντας να μην κάνω spoiler, αχνοφαίνεται ένας σύγχρονος —εν αγνοία του γονέα— «Κύκλος με την Κιμωλία» του Μπρεχτ: ένας ύμνος στην πατρική, αυτή τη φορά, αγάπη.
Ο Paul Thomas Anderson σκηνοθετεί μια μαύρη κωμωδία με σουρεαλιστικό ρυθμό, ρίχνοντας ειρωνικά βλέμματα στον Big Lebowski των Κοέν (μέσω της ρόμπας του Ντι Κάπριο ως άλλος Dude), και έναν —αγνώριστο— Σον Πεν-καρικατούρα να ολοκληρώνει το σύμπαν του. Η σκηνή καταδίωξης στην έρημο μπαίνει αυτόματα στην ανθολογία του είδους, θυμίζοντας το Duel του 24χρονου τότε Σπίλμπεργκ, ενώ με τον αλλόκοτο ρυθμό της φέρνει στο νου και το Death Proof του Ταραντίνο.
Στην εποχή της διάσπασης προσοχής, είχα καιρό (ίσως από το The Brutalist) να μείνω αποσβολωμένος από μια σχεδόν τρίωρη ταινία. Γυρισμένη σε VistaVision 35mm, δε χρειάζεται ντε και καλά να τη δεις σε IMAX αίθουσα για να τη νιώσεις. Σίγουρα όμως πρέπει να τη δεις στο σινεμά.


