Γράφει η Φανή Εμμανουήλ
Εκ πρώτης όψεως το The Brutalist είναι μια ταινία για την αρχιτεκτονική, που διαφέρει όμως από παλαιότερα έργα όπως The Fountainhead και, πιο πρόσφατα, το Megalopolis, τα οποία αναπαράγουν τετριμμένες αφηγήσεις για τον αρχιτέκτονα ως ηρωικό οραματιστή που παλεύει ενάντια σε έναν κόσμο που δεν κατανοεί τη μεγαλοφυΐα του. Του αρμόζει καλύτερα να το συγκρίνουμε με άλλες μεγάλες ταινίες όπως Once Upon a Time in America, There Will Be Blood, Killers of The Flower Moon, όχι μόνο διάρκειας αλλά κυρίως λόγο δομής και επικού scale. Παράλληλα όμως είναι μια υπερβολικά αλληγορική και ανα διαστήματα κλειστοφοβική και anxiety inducing ταινία που διατηρεί τέλεια τις ισορροπίες μεταξύ της προσωπικής ζωής και του έργου του Laszlo Toth. Και για να μην μπερδευτείτε όπως και εγώ, ο πραγματικός Laszlo Toth αν και επίσης γεννημένος στην Ουγγαρία, δεν ήταν αρχιτέκτονας αλλά γεωλόγος, ευρύτερα γνωστός ως αυτός που αποφάσισε το 1972 να καταστρέψει την Πιετά με ένα σφυρί, καταδικάζοντας μας να την βλέπουμε για πάντα πίσω από το προστατευτικό. Ένα πολύ συγκεκριμένο όνομα που ενώ δεν ξέρουμε κατά πόσο η επιλογή του ήταν τυχαία, μπορούμε εύκολα να το δούμε ως μια αλληγορία μεταξύ δημιουργίας και καταστροφής, ένα δίπολο που το βλέπουμε να κυριαρχεί καθ’όλη την -μακρά- διάρκειά της ταινίας.
Η πλοκή ακολουθεί τον χαρακτήρα του Adrien Brody απο την στιγμή που φτάνει στην Νέα Υόρκη. Ο Brady Corbet μας προσφέρει μια συναρπαστική λήψη από πλάγια γωνία του Αγάλματος της Ελευθερίας, καθώς ο László αναδύεται από το υγρό και ασφυκτικά γεμάτο εσωτερικό του πλοίου. Μια αισθητική επιλογή που κάνει από την αρχή έκδηλο το οτι η ελευθερία, η δημοκρατία και η ελπίδα που συμβολίζει το άγαλμα, θα είναι πολύ δυσκολότερα απ’ότι νομίζουν ο Laszlo και οι συνταξιδιώτες του. Παράλληλα, αυτός ο οπτικός συμβολισμός μας προδιαθέτει για το τι προμηνύεται αφηγηματικά για την νέα του ζωή στην Αμερική. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ο πρωταγωνιστής παλεύει εσωτερικά με το τι περίμενε πως θα βρει εκεί, και την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει. Το φιλμ κάνει φοβερή δουλειά στο πως περιγράφει την πραγματικότητα των μεταναστών αλλά και το πως βλέπουν οι ίδιοι τον εαυτό τους σε σχέση με την νέα χώρα και κουλτούρα μέσα στην οποία προσπαθούν να αφομοιωθούν.
Σύντομα θα συναντήσει τον ξάδερφο του Attila, έναν πρώην Εβραίο -πλέον καθολικό- επιπλοποιό, που έχει καταλάβει πως για να επιβιώσει πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, ακολουθώντας ότι του επιβάλλει, κοινωνικά και θρησκευτικά, η γυναίκα του Audrey. Ο χαρακτήρας του Attila είναι η τέλεια αντιπαράθεση στην χαρακτήρα του Laszlo καθώς κατά κύριο λόγο συμβολίζει την αφομοίωση και αλλοίωση της προσωπικότητας και κουλτούρας των μεταναστών. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς αυτοπεποίθηση και σιγουριά στον εαυτό του, γι’αυτό και μπορεί να σβήσει το παρελθόν του με τόσο μεγάλη ευκολία. Παράλληλα θαυμάζει και φθονεί τον Laszlo και την ικανότητα του να παραμείνει πιστός στις πεποιθήσεις, την θρησκεία και την οικογένεια του αλλά και στον τρόπο που διατηρεί την ιδιαιτερότητα και ανεξαρτησία του, χωρίσ να προσπαθεί να ενστερνιστεί απόψεις αλλωνών και να πείσει για κάτι που δεν είναι. Παράλληλα η Audrey συμβολίζει άλλη μια πτυχη του Αμερικάνικου ονείρου, αυτή της τέλειας και all american καθολικής γυναίκας η οποία ναι φαινομενικά είναι φιλόξενη και ευγενική, αλλά φροντίζει με την πρώτη ευκαιρία να δείξει πως είναι κατά των ξένων και να διώξει τον Laszlo απο το σπίτι της.
Πριν γίνει αυτό όμως, και όσο τα ξαδέρφια είναι ακόμα μαζί, αποφασίζουν να αναλάβουν ένα έργο που θα αλλάξει για πάντα τις ζωές τους, όταν ο Harry, ο γιος ενός πλούσιου μεγιστάνα, τους προσλαμβάνει για να μεταμορφώσει τη βαρετή, παλιά αίθουσα ανάγνωσης του πατέρα του σε μια σύγχρονη βιβλιοθήκη. To αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός εντυπωσιακού χώρου με κρυφά ράφια, έναν φεγγίτη και μια κομψή καρέκλα στο κέντρο, τόσο μοντέρνα που φαίνεται βγαλμένη απο μια μεταγενέστερη εποχή. Όταν ο πατέρας του Harry, o Harrison, στον οποίο δεν αρέσουν οι εκπλήξεις, ανακαλύπτει την ανακαίνιση, εξοργίζεται και διώχνει τον Laszlo και τον Attila από το σπίτι χωρίς να τους πληρώσει πλήρως.
Όπως μαθαίνουμε αργότερα, ο θυμός του οφείλεται στην ανάγκη του να ελέγχει τα πάντα και στο άγχος λόγω της επιθανάτιας κατάστασης της μητέρας του. Σύντομα όμως, η βιβλιοθήκη λαμβάνει την αναγνώριση που της αξίζει, το αναγνωστήριο του καταλήγει στις κοσμικές στήλες και ο Harrison ζητά να συναντήσει ξανά τον Laszlo – όχι μόνο για να τον πληρώσει, αλλά και για να του προτείνει μια συνεργασία: να χτίσουν κάτι μεγαλύτερο. Να σχεδιάσουν το μέλλον.
Για τα υπόλοιπα δύο parts που ακολουθούν, ένα από τα βασικά θέματα πάνω στα οποία βασίζεται η αφήγηση, είναι η καλλιτεχνική κουλτούρα του μπρουταλισμού, η επίδρασή του στην αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1950 και το πως χρησιμοποιεί το μήνυμα του αρχιτεκτονικού αυτού κύματος για να περάσει το μήνυμα της ταινίας. Ο μπρουταλισμός, με τα ωμά, ογκώδη κτίρια, αναδύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως πρακτική και οικονομική λύση για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων. Ωστόσο, οι μπρουταλιστές αρχιτέκτονες τον είδαν ως κάτι περισσότερο από πρακτικό μέσω. Μέσα από τον λιτό, ειλικρινή σχεδιασμό, συμβόλιζαν ένα όραμα ισότητας, ανθρωπιάς και προοδευτικού μέλλοντος, απορρίπτοντας την πολυτέλεια και τον υλισμό. Αυτή η τολμηρή αισθητική και τα σοσιαλιστικά της ιδανικά έκαναν τον μπρουταλισμό ιδιαίτερα διχαστικό, προκαλώντας αντιδράσεις τόσο υποστηρικτών όσο και επικριτών.
Ο σκηνοθέτης Brady Corbet χρησιμοποιεί τον μπρουταλισμό ως οπτικό και θεματικό θεμέλιο της ταινίας. Περιγράφει αυτό το ριζοσπαστικό συνδυασμό μινιμαλισμού και μαξιμαλισμού ως μεταφορά για τη σύνδεση της μεταπολεμικής ψυχολογίας με την αρχιτεκτονική. Η ταινία αντικατοπτρίζει αυτό το όραμα με τη φιλόδοξη δομή της: διάρκεια 3,5 ωρών, σαρωτική αφήγηση, ωμή μουσική επένδυση και κοφτό μοντάζ που θυμίζουν το μέγεθος, την απλότητα και τον αδιαπραγμάτευτο χαρακτήρα του μπρουταλιστικού σχεδιασμού.
Θεματικά, η ιστορία παραλληλίζει τις δυσκολίες των πραγματικών μπρουταλιστών καλλιτεχνών, που αντιμετώπισαν αντιδράσεις αλλά παρέμειναν πιστοί στο όραμά τους. Ο χαρακτήρας του Laszlo ενσαρκώνει αυτή την αντίσταση και την αντοχή, προωθώντας την κοινωνική πρόοδο παρά τις αντιξοότητες. Το ταξίδι του αντικατοπτρίζει πώς αυτοί οι καλλιτέχνες μετέτρεψαν τον προσωπικό πόνο και τις κοινωνικές προκλήσεις σε ένα τολμηρό κίνημα για αλλαγή, με την ταινία και τον πρωταγωνιστή της να υποστηρίζουν το μπρουταλιστικό ιδανικό για τη δημιουργία ενός καλύτερου, πιο ίσου μέλλοντος. Ο Brady επικρίνει την απανθρωπιά του καπιταλισμού, τονίζοντας πώς όσοι καθοδηγούνται από την ακραία απληστία για ανάπτυξη και ιδιοκτησία αποκτούν συχνά εξουσία, εξαναγκάζοντας τους υπόλοιπους να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια που αυτοί θέτουν. Αυτή η δυναμική εξερευνάται μέσα από τη σχέση του Lazlo και του Harrison.
Ο Harrison, τον οποίο υποδύεται ο Guy Pearce, χτίζει την ταυτότητά του γύρω από τον πλούτο, την επιτυχία και το status, αλλά αποκαλύπτεται ως βαθιά ανασφαλής πίσω από τη βιτρίνα του υλισμού. Αντίθετα, ο Laszlo εμφανίζεται με ακατέργαστη, ειλικρινή φιλοδοξία, διαμορφωμένη από τραύματα και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η πατερναλιστική γενναιοδωρία και η συναλλακτική συμπόνια του Harrison αποκαλύπτουν την ανάγκη του για έλεγχο, ειδικά πάνω στον Laszlo, συμβολίζοντας τη σκληρότητα του καπιταλισμού.
Η καθοριστική σκηνή του βιασμού, δείχνει πώς η δίψα του Harrison για ιδιοκτησία αναγκάζει τον Lazlo να θυσιάσει την ταυτότητά του για την τέχνη του. Η σκηνή, που λαμβάνει χώρα στην Carrara της Ιταλίας, μια περιοχή συνδεδεμένη με την εκμετάλλευση πόρων, αντιπροσωπεύει τη σκοτεινότερη πλευρά της ανθρωπότητας. Καθώς ο Laszlo χάνει όλο και περισσότερο τον εαυτό του για το έργο του—θυσιάζοντας την οικογένειά του, τα προς το ζην και την αυτοεκτίμησή του—γίνεται σαφές ότι το έργο του συμβολίζει τον πόνο, την ιστορία και την ελπίδα του για το μέλλον. Η σύζυγός του Erzsebet , αντιπροσωπεύει τη δύναμη που τον βοηθάει να διατηρήσει την ανθρωπιά του. Η επιστροφή της στο δεύτερο μισό της ταινίας υπογραμμίζει θέματα αλήθειας και ανθεκτικότητας, καθώς το κτίριο που χτίζει συμβολίζει τα τραύματα και το πνεύμα του.
Είναι μια αυθεντικά αμερικανική ιστορία μετανάστευσης και φιλοδοξίας, αλλά και μια εξερεύνηση του τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης. Παράλληλα, είναι μια αφήγηση για το τι σημαίνει να είσαι μετανάστης σε έναν κόσμο που αντιμετωπίζει τους μετανάστες με έντονη αμφιθυμία. Είναι και μια ταινία για το πως η επίτευξη προσωπικών ή καλλιτεχνικών στόχων απαιτεί συχνά τεράστιες θυσίες. Το ταξίδι του Laszlo αντικατοπτρίζει αυτή την αλήθεια—αν και επώδυνο, η τελική του ελευθερία δημιουργεί μια κληρονομιά ελπίδας και προόδου.