Άσε με στη βαθειά σκοτούρα και μην αρχίζεις τη μουρμούρα
κόφ' το γαζί μην το τραβούμε σβήσε το φως να κοιμηθούμε.
(- χασάπικο των Βασιλειάδη/ Παπαϊωάννου)
Σβήστο γαμώτο. Θέλω να κοιμηθώ είπαμε… έλα ύπνε και πάρε με βάρα με πάτα με πνίξε με νάρκωσέ με στο πάτωμα στα μαξιλάρια στα ζεστά παπλώματα τα υφάναν ανεράδες και τα υφαδοπλουμίσασι του δράκοντα οι κόρες… προβατάκια ένα δυο δεκαεφτά διακόσια… έκλεισα το θερμοσίφωνο; κλείδωσα; Τι ξέχασα; Τι έχασα; Τι έχω να κάνω; πού να σαι αλήθεια το βράδυ αυτό… άντε γαμώ τον ύπνο μου γαμώ έλα θέλω να ξυπνήσω νωρίς αύριο να κάνω τι έχω να κάνω; Έλα ύπνε κούνησέ το και γλυκά αποκοίμισέ το έλα ύπνε υπναρά που κοιμίζεις τα παιδιά έλα ύπνε πάρε με πάρε με μέσα σου να κρυφτώ… ΈΛΑ.
Πόσο δυνατή οφείλει να’ ναι μια κραυγή; Κι όμως μ’ άκουσες; Ήρθες; Επιτέεελουzzzzzz…
Αποκοιμήθηκα. Όχι μόνη. Όλη η πόλη ξαφνικά βυθίστηκε στον ύπνο. Οδηγοί πάνω στο τιμόνι, πεζοί πάνω στους σηματοδότες, μαγαζάτορες στους πάγκους, πελάτες μέσα στα καλάθια με τις προσφορές, κλέφτες πάνω στα ταμεία, γιατροί πάνω σε σπλήνες συκώτια κι ανοιχτές καρδιές, πολιτικοί στο τζάμι της τηλεόρασης, δημοσιογράφοι στο autocue, μάγοι στα καπέλα, μουσικοί πάνω στο ρεφρέν, εραστές πάνω σε βογγητά. Διαδηλώσεις κοιμήθηκαν πάνω σε ίδια πανό. Γεννέθλια πάνω σε αναμμένα κεριά. Σκυλιά πάνω σε μισοδαγκωμένες γάτες. Ακόμη και οι ταινίες αποκοιμήθηκαν πριν από του θεατές. Υποσχέσεις πριν το θα, όρκοι πριν το να, ακόμη και τα αποσιωπητικά.
Συνωστίζονται τα όνειρα. Καβγαδίζουν στις ουρές. Αγανακτισμένα υποσυνείδητα, πόθοι, πάθη και προθέσεις στοιβαγμένα σαν μύγες πάνω σε σκατά. Να και τ’ όνειρο της σύνταξης, το μικρό σπίτι στο λιβάδι, το ελιξίριο του έρωτα της έμπνευσης και της ζωής. Να και τα ταξίδια, Κάιρο, Ναύπλιο, Χαρτούμ, Λιβάδι Ελασσόνας, Ελαφόνησος, Ινδία, ο χρωστούμενος καφές, η βόλτα σούρουπο στην Άνω Πόλη, η επίσκεψη στον οδοντίατρο, στον ψυχίατρο, στο ράφτη. Πού να πρωτοτρέξουν; Ποιον κοιμισμένο να πρωτοπρολάβουν; Ποια τρύπα να βουλώσουν;
Απορούν τα κτίρια, οι υπόνομοι κι οι σκουπιδοτενεκέδες. Απορούν και τα στοιχειά, οι μάγισσες, τα ξωτικά. Μέχρι και η Δόξα απορεί. Πώς και δεν βρέθηκε πάλι κανένας εθνικός ποιητής να την προσλάβει; Δεν θα ‘κανε τίποτα απλώς θα περπατούσε… μονάχη… στο παρόν στην ολόμαυρη ράχη μελετώντας… τα στάδια του ύπνου. Έστω. Με την αναδουλειά που έπεσε θα το έκανε και χωρίς στεφάνι. Μπα. Μόνο ένα τραγούδι μοιάζει να μην απορεί. Μόνο να επιβεβαιώνεται.
Μου 'χεις ζαλίσει το κεφάλι πάψε τη γκρίνια τη μεγάλη
σαν ξημερώσει θα τα πούμε σβήσε το φως να κοιμηθούμε.
Και ξημέρωσε. Και ξύπνησα. Μα ήταν μάλλον αργά. Ή μήπως όχι;