Έχω έναν ακατάσχετο βήχα τελευταία που μάλλον έρχεται απ' τα έγκατα της καρδιάς- δεν μπορεί όλη αυτή η συννεφιά να κοιμάται στους πνεύμονες, και όλο με πνίγει. Κι όταν ο βήχας με πιάνει το απομεσήμερο, πιάνω από αντίδραση τα σέρτικα στα χέρια. Ανάβω ένα τσιγάρο, εκεί στα κλεφτά –γιατί μου αρέσει να κρύβομαι πίσω απ' το δάχτυλό μου και ξεκινώ χωρίς όνειδος να μισώ κι άλλο τον λαιμό μου.
Έτσι έμαθα. Πάντα να σβήνω τη φωτιά με τον καπνό. Το στριμώχνω έπειτα σε γύψινα βαζάκια πίσω από την ξυλόγλυπτη εταζέρα. Το ξέρει καλά η μάνα. Δε γελιέμαι πια.
Με πιάνει τότε μια νέα συνειρμική ακατασχετολογία. Εσωτερική, ανασκουμπωμένη και μονόχνοτη. Πάντα. Και τούτη, ξέρεις, ανεβαίνει από ακόμα πιο βαθιά-σάμπως τι ζει πιο βαθιά απ' την καρδιά; Μήτε και εγώ ξέρω.
Σκέφτομαι πρόσωπα σε προφίλ και σε ανφάς. Δε μοιάζουν ποτέ ίδια. Αγγίζω νοητά τις φλέβες τους, τους καταρράχτες πάνω από τα βλέφαρα που χύνονται πλάι από τα μάτια. Μου φαίνεται πως καταλήγουν στο λαιμό. Μοιάζει ζεστός και ιδρωμένος. Μα δε τον αναγνωρίζω.
Σκέφτομαι πώς θα ήταν αν… Αν το ένα ή το άλλο. Αν δεν μοιάζαμε έτσι, αν δεν είχαν αυτήν την απόχρωση τα μάτια, αν δε σχημάτιζαν λακκάκια τα μάγουλα όταν γελάς. Αν δε γελούσες καθόλου. Αν δε μάθω πότε τελικά να μαγειρεύω. Τότε θα γελάς; Αν τάισα απόψε τον σκύλο μου κι αν κι εκείνος γελάει μαζί μου; Αν μοιάζω τελικά εντελώς τρελή.
Είναι μάλλον το δυσκολότερο έργο να κατανοήσεις τη φύση του ανθρώπου. Να αντιληφθείς πώς σκέφτεται ή γιατί πράττει αυτό και όχι το άλλο. Όσα κι αν γνωρίζουμε άλλωστε για τη γλώσσα του σώματος ή τη γλώσσα ως λόγο, δε θα είναι ποτέ αρκετά. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ίσως βέβαια εκεί ακριβώς να βρίσκεται και όλο το μυστήριο κατά τη σύναψη σχέσεων. Η προσπάθεια να αποκωδικοποιήσεις τον απέναντι σου. Ποιος ξέρει!
Ξάφνου, όλα σβήνουν ξανά. Μένει μόνο ο βήχας να τιμωρεί εμένα και τους πνεύμονες. Μένω μόνο εγώ. Να τιμωρώ τελικά με βήχα τους πνεύμονες. Να αφήνω εντελώς εκτεθειμένη την καρδιά. Να την καθυποβάλλω για πολλοστή φορά πίσω από εμπριμέ καπνούς και ατέρμονες λογοδιάρροιες…