HomeCinemaΚριτική ταινίαςMacbeth | ​Κατά πόσο είναι θεμιτό να...

Macbeth | ​Κατά πόσο είναι θεμιτό να πει κανείς πως ένα έργο με τέτοιο θέμα παρα-παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά;

Σαφώς, όταν μπαίνεις σε διαδικασία να το πεις αυτό, δεν είναι το ζήτημα πως η τραγωδία του Μακβέθ παραείναι σοβαρή, αλλά πως η κινηματογραφική μεταφορά της είναι αρκετά αδύναμη ώστε να προσέξεις την σοβαροφάνεια του εγχειρήματος, αντί να σε απορροφήσει αρκετά για να βιώσεις την βαρύτητα μίας τέτοιας τραγωδίας.Το μεγάλο πρόβλημα του έργου συνοψίζεται πολύ απλά στην εξής ερώτηση: που είναι η δράση;

Η έλλειψη δράσης στο ζουμί του έργου, που είναι η σχέση του Μακβέθ με την γυναίκα και τους ανταγωνιστές του, φανερώνει από την πλευρά του σκηνοθέτη μία εμφανής αδυναμία απέναντι στο κείμενο και, κακά τα ψέματα, πρόκειται για ένα κείμενο κολοσσός που δύσκολα τιθασεύεται. Το να μεταφέρεις ένα τόσο πυκνό και περιγραφικό γραπτό σε ένα μέσο του οποίου ο νούμερο ένα κανόνας είναι show, don't tell (μην το πεις, δείξε το) εύκολο δεν είναι, συγκεκριμένα είναι να αναρωτιέσαι, γιατί ο Σαίξπηρ είναι εν τέλει ένας από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς που έχουν μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη. Από την άλλη, βεβαίως, από την στιγμή που επιλέγεις να αναλάβεις να γυρίσεις το Μάκβεθ πρέπει να κολυμπήσεις εντός του.

Στον Θρόνο του Αίματος, ο Ακίρα Κουροσάβα παίρνει το ίδιο κείμενο και γυρίζει τα πάνω κάτω εντός του. Αντί να μείνει πιστός στο περίβλημα της γλώσσας του Σαίξπηρ (που πολλοί θα θεωρούσαν ότι εκεί βρίσκεται η ουσία του έργου) το γδύνει απόλυτα από το αγγλοσαξονικό στοιχείο, παντρεύοντας την Σκωτική μυθολογία με την Ιαπωνική και το Σαιξπηρικό θέατρο με το θέατρο Νο. Εν' ολίγοις έκανε ένα εγχείρημα που στέκεται έναντι σε όλους τους κανόνες μεταφοράς μίας αγγλικής τραγωδίας τέτοιου βεληνεκούς. Γιατί όμως πέτυχε; Η απάντηση βρίσκεται μάλλον σε δύο στοιχεία: Το πρώτο βρίσκεται στην επαφή του σκηνοθέτη με το πρωταρχικό υλικό, αλλά και στη δική του κουλτούρα. Η βαθύτατη γνώση του πάνω σε αυτά τα δύο στοιχεία του επέτρεψε να ξέρει ακριβώς πως και που μπορεί να τα δέσει, επιτυγχάνοντας το ασύλληπτο πάντρεμα του, να κάνει παράλληλα κάτι τόσο ξεκάθαρα ιαπωνικό και, παραδόξως, τόσο ξεκάθαρα Σαίξπηρ. Το δεύτερο στοιχείο βρίσκεται στο γεγονός ότι έκανε ξεκάθαρα κινηματογράφο, κάτι που συχνά ξεχνάνε όσοι επιδιώκουν να μεταφέρουν τον συγκεκριμένο συγγραφέα στην μεγάλη οθόνη. Με την χρήση του θεάτρου Νο αλλά και με την συνολική ματιά του, μετέφερε ολόκληρους μονολόγους σε πράξεις αποδίδοντας ενίοτε εσωτερική και ενίοτε εξωτερική δράση στους ήρωες, δημιουργώντας ένταση, ταύτιση και αμεσότητα.

Για καλό και για κακό το σινεμά (και με πονάει που το λέω) είναι μέσο δράσης, χρειάζεται να γίνονται πράγματα και χρειάζεται να είναι ρεαλιστικό ή έστω άμεσο – ειδάλλως πάμε για κάτι το τελείως διαφορετικό και διαμορφώνουμε την δική μας γλώσσα. Θεμιτό, αλλά το Μάκβεθ του Kurzel δεν το έκανε, αντ' αυτού το έργο ήταν ένα κολάζ από ανισότητες οι οποίες είχαν την εξής ακολουθία: εφετζίδικη σκηνή μάχης, καλλιτεχνικό πλάνο τοπίου, μονόλογος, μονόλογος, διάλογος, μονόλογος (από δύο γεμάτους ένταση μεν, αλλά κέρινους ηθοποιούς), καλλιτεχνικό τοπίο, εφετζίδικη σκηνή μάχης, μονόλογος, σκηνοθετική απόπειρα για μοντέρνο εντυπωσιασμό που θυμίζει λίγο την Joan of Arc του Besson, τέλος.

Σκηνικά – Κοστούμια, Μουσική, Φωτογραφία όλα εξαιρετικά, ερμηνείες αξιοπρεπείς, αλλά η σκηνοθεσία αμήχανη. Ο ρυθμός της ταινίας κούρασε λίγο, δίνοντας όμως την αίσθηση πως γίνονται άλματα στην δράση και βιαζόταν να ειπωθεί η ιστορία. Αναγκαίο κακό μεν, είναι Σαίξπηρ, υπό κανονικές συνθήκες θα κρατούσε αιώνες, αλλά από την άλλη από την κακή διαχείριση του χρόνου της η ταινία έχασε την ταύτιση του θεατή και συνακόλουθα την ένταση που τόσο επιδιώκει.

Αισθητική σκανδιναβική (πολύ σωστή επιλογή στην προκειμένη) που όμως δεν αφήνεται να αναπνεύσει υπό το αμερικανικό μοντάζ, που δεν αντέχει να παραμείνει σε ένα πλάνο για πάνω από τρία δευτερόλεπτα και, ω Θεέ μου, τα κοντινά! Τόσα μα τόσα κοντινά και μόνο κοντινά στους μονολόγους σε κάνουν να αισθάνεσαι πως βλέπεις θέατρο με μονοκυάλι. Καλά και ωραία όλα αυτά τα στοιχεία ξεχωριστά, αλλά είτε πρέπει να αποφασίσεις να επιλέξεις δύο και να τα πας μέχρι τέλους, ή αν θες να τα συνδυάσεις όλα πρέπει να έχεις την σκηνοθετική ωριμότητα να το κάνεις οργανικά. Δηλαδή θέλεις να έχεις το καλλιτεχνικό σου πλάνο; Κάνε το μέχρι τέλους, δώσε του δική του υπόσταση, ειδάλλως είναι απλά εκεί για να ομορφαίνει το κάδρο σου, θέλεις η υποκριτική να είναι όλη εσωτερική; (Έχει ήδη γίνει τόσες φορές στο σινεμά και στο θέατρο αλλά εντάξει προχώρα), ακολούθησε το σκανδιναβικό πρότυπο και κάνε τα όλα εσωτερικά. Τελικά όμως τα θέλεις όλα, μία εμπορική ταινία με καλλιτεχνικά στοιχεία, η οποία μπορεί να λειτουργούσε αν είχες την απαραίτητη οικειότητα με το κείμενο. Και εδώ είναι το μεγάλο έγκλημα του έργου. Όπως είπα, ο σκηνοθέτης φανερώνει μία εμφανής αμηχανία απέναντι σε αυτό το γιγαντιαίο κείμενο. Είναι λες και όταν μπαίνουν οι διάλογοι στο έργο δεν ξέρει τι να κάνει τους ηθοποιούς και απλά τους τοποθετεί σε έναν χώρο και τους αφήνει να το πουν. Ωραία το λένε αλλά (για τον Θεό!) στους διαλόγους βάλε δράση. Δεν γίνεται να περνάμε δύο ώρες ταινία βλέποντας έναν σκεπτικό άνθρωπο να λέει πράγματα σε μία δύσκολη γλώσσα και η μοναδική του δράση να είναι είτε ερωτική (πράγμα που την δεύτερη φορά χάνει τον σκοπό του), είτε καθόλου. Λειτουργεί στο θέατρο, λειτουργεί σε έναν άλλο κινηματογράφο, δεν λειτουργεί όταν κάνεις δημοφιλές σινεμά. Η όλη αξία της απραξίας του κεντρικού μας χαρακτήρα έρχεται όταν τίθεται σε αντίθεση με κάποια προηγούμενη του δράση, όταν ο πρωταγωνιστής αφότου έχει υπάρξει δραστήριος ξαφνικά δεν μπορεί παρά ή αποφασίζει να γίνει εσωτερικός. Το έργο (και λόγο του ότι έχει ένα θέμα που αρμόζει σε αυτόν τον σκοπό) ασχολείται περισσότερο με το να σοκάρει και να εντυπωσιάσει, παρά να αφηγηθεί, στην πραγματικότητα όμως, ούτε σοκάρει, ούτε αφηγείται.

Με μία Κοτιγιάρ αξιοπρεπέστατη ως Λαίδη Μάκβεθ, παρά την γαλλο-σκωτική προφορά της που στην αρχή σου προκαλεί ένα μειδίαμα, αλλά παραδόξως ξεπερνιέται γρήγορα, έχεις ένα δυνατό χαρτί, όμως την αδίστακτη αρχόντισσα εν τέλει δεν την χορτάσαμε, ούτε καταλάβαμε, ούτε προλάβαμε να λυπηθούμε ή και να φοβηθούμε, πρόβλημα που συνέβη και στον Φασμπέντερ, ο οποίος το πάλεψε αξιοπρεπώς και είναι ταιριαστός για τον ρόλο, αλλά τον τιθάσευσε συγκριτικά λιγότερο από την συμπρωταγωνίστρια, αφήνοντας μία- δύο στιγμές να βγει προς τα έξω μία ελαφριά και άκυρη αμερικανιά που για κάποιον λόγο μάλλον άρεσε στον σκηνοθέτη και την κράτησε. Στο έργο εισαγόμαστε σε μία ιστορία όπου εντός της υπάρχει η διαρκής μεταμόρφωση των ηρώων (καλός άνθρωπος μετατρέπεται σε δολοφόνο και από τον φόνο οδηγείται στην τυραννία για να καταλήξει στην τρέλα – γυναίκα αδίστακτη, κυριαρχημένη από τις φιλοδοξίες της, η οποία όμως μετατρέπεται σε τραγική φιγούρα όταν καταλαμβάνεται επίσης από την τρέλα) και παρά τις ελάχιστες διαφορές στις εκφράσεις του Φασμπέντερ, δεν υπάρχει τίποτα που να μας βυθίζει στην μετάβαση του αλλά επίσης (και ίσως περισσότερο) στη μετάβαση της Κοτιγιάρ, όταν καλούνται να περάσουν από εκατό φάσματα της ανθρώπινης φύσης. Ξεκινάει το έργο δυνατά για να κάνει άλματα, τα οποία δραματικά δεν υποστηρίζονται όσο θα έπρεπε σε μία κινηματογραφική ταινία. Είναι λες και ο σκηνοθέτης βασιζόταν στο γεγονός πως το κοινό, λόγο του έργου, ήδη ξέρει τι γίνεται συνεπώς αυτός μπορεί αντί να αφηγηθεί, να περιγράψει. Είναι δύσκολο να μην σκεφτείς πως οι δύο ταλαντούχοι ηθοποιοί, υπό μία πιο ώριμη σκηνοθετική καθοδήγηση, θα μπορούσαν να εκτοξευθούν υποκριτικά, ειδικά η Κοτιγιάρ που εντυπωσίασε με την κρύα παρουσία της.

Τέλος, δεν γίνεται αρνητική κριτική ως προς την σκηνοθεσία, χωρίς μία νότα αναγνώρισης στα θετικά της σημεία. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον σκηνοθέτη τρία πράγματα στην προκειμένη. Καταρχάς, είναι από τις σπάνιες φορές που το πλούσιο κείμενο και η περίπλοκη γλώσσα του Σαίξπηρ βγαίνει αβίαστα από τους ηθοποιούς και γίνεται δικό τους. Είναι τόσο σπάνιο να βλέπει κανείς σε μεταφορές στο σινεμά, αλλά και στο θέατρο, αυτές οι ιδιαιτερότητες της γλώσσας να μην φαίνονται ψεύτικες, φτιαχτές και ξένες στην ομιλία των ηθοποιών. Επιτέλους βρέθηκε ένα από τα ελάχιστα έργα που επιτυγχάνει ακριβώς αυτό και οι ηθοποιοί αντί να αποστηθίζουν ένα νεκρό κείμενο φαίνονται να ξέρουν τι σημαίνει η κάθε λέξη. Δεύτερον, η σκηνοθεσία προδίδει μία εμφανής μελέτη γύρω από την κουλτούρα και τις παραδόσεις της Σκωτίας εκείνης της εποχής, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό, που καταφέρνει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον το οποίο αν είχε αντιμετωπιστεί καταλλήλως θα στόλιζε την δράση ενισχύοντας την άψογα, παρότι σκηνογραφικά δεν υπάρχει απόλυτα πιστή αναπαράσταση, ενώ οι υπερβάσεις που κάνει δεν ενοχλούν, αντιθέτως προσθέτουν στο κλίμα του έργου. Τέλος, το έργο έχει τις δυνατές στιγμές του. Ο σκηνοθέτης ενίοτε γίνεται εφευρετικός κάνοντας δραματικές επεμβάσεις (όπως στον περιβόητο μονόλογο της Λαίδης Μακβέθ) που προσθέτουν μία ιδιαίτερη φρεσκάδα συχνά αναζωογονητική για ένα τόσο χιλιοπαιγμένο έργο. Οι προσπάθειες που κάνει να γίνει πιο καλλιτεχνικό, ακόμα και οι προσπάθειες του να εντυπωσιάσει, παρότι δεν το ανεβάζουν στο πάνθεον του κινηματογράφου, καταφέρνουν να του χτίσουν μία δυνατή ατμόσφαιρα που ανά στιγμές σε κερδίζει.

Δεν μετανιώσαμε που το είδαμε, αλλά δεν εκπλήρωσε και τις προσδοκίες μας.

Related stories

Ορόσημα του Ελληνικού Κινηματογράφου από το 1896 έως το 1940

Για τον Ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50, του...

Ο νέος αέρας της Εγνατίας και τα διαμάντια της Βενιζέλου

της Βιολέτας Λεμόνα aka thessalonicious Το πρόγραμμα της ημέρας σε...