Στις 3 Ιουνίου του 2016, μετά από μια αναπνευστική επιπλοκή συνδεόμενη με τη νόσο του Πάρκινσον που τον ταλαιπωρούσε από το 1983, Ο Μοχάμεντ Άλι φεύγει από τη ζωή. Το σινεμά αποτίει το δικό του φόρο τιμής σε μία από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες του αιώνα που μας πέρασε, καθώς γροθιές του κατορθώνουν ακόμη να αντηχούν βαθιά μέσα σου
Άλι (2001) του Μάικλ Μαν
Ο Μοχάμεντ Άλι (πρώην Κάσιους Κλέι) αποφασίζει να βγει για τζόγκιν στους δρόμους της Κινσάσα του Ζαίρ (τώρα πια Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) πριν τη μεγάλη αναμέτρηση με τον Τζόρτζ Φόρμαν το 1974. Καθώς η αεικίνητη κάμερα του Μάικλ Μαν άλλοτε ακολουθεί και άλλοτε προηγείται του μεγάλου πυγμάχου που τρέχει με τον πρωινό ήλιο να ανατέλλει, μια σπουδαία και βαθιά συμβολική σκηνή ξεδιπλώνεται μπροστά σου. Η παρέκκλιση από τον κεντρικό δρόμο της πάμφτωχης πόλης, οι αργοί ελιγμοί ανάμεσα από τις παράγκες, οι κλεφτές ματιές του αθλητή προς αυτούς που ζουν σε μια χώρα γονατισμένη από την ανέχεια, τα πολιτικά σκάνδαλα, τη βία. Οι φωνές που ξεκινούν από λίγα μικρά παιδιά και στη συνέχεια πληθαίνουν. Που ενώνουν νέους και γέρους σε ένα ποτάμι ανθρώπων, με τον ίδιο τον μποξέρ να χάνεται μέσα στο πλήθος. Που τον οδηγούν βαθιά μέσα στην καθημερινότητα της Αφρικής. Εκεί που η βροντή της ζούγκλας παύει πια να είναι ένα οποιοδήποτε αθλητικό γεγονός, όπως έξαλλου και ο πρωταγωνιστής της δεν υπήρξε ποτέ ένας οποιοδήποτε πυγμάχος. Όταν πια η ακολουθία καταλήγει μπροστά σε έναν τυχαίο τοίχο ενός τυχαίου μικρού σπιτιού (που μόνο τυχαίος τελικά δεν είναι) ο Άλι αρχίζει να καταλαβαίνει. Είναι ίσως η μοναδική στιγμή που ο ίδιος αισθάνεται δέος. Οι κραυγές Ali Boma Ye (Άλι σκότωσέ τον) δεν αφορούν μόνο τη διεκδίκηση και την κατάκτηση του τίτλου του πρωταθλητή βαρέων βαρών· απευθύνονται ως προφορικές σπονδές απέναντι σε ένα μυθικό πρόσωπο. Σε έναν Θεό που έχει τη δύναμη να κατατροπώσει τα τανκ και να διαλύσει τις βόμβες. Να σαρώσει με τις γροθιές του την πείνα και τον πόλεμο, να βγάλει το θάνατο νοκάουτ. Η εμβληματική προσωπικότητα παρουσιάζεται άτεχνα ζωγραφισμένη, με διαστάσεις όμως που θα τρόμαζαν τον καθένα. Το υπέροχο Tomorrow της φωνής της Αφρικής Σαλίφ Κειτά, ντύνει με επιβλητικότητα μια φιλμική αλληλουχία που μένει στην ιστορία, ο Γουίλ Σμίθ κυριολεκτικά θάβεται μέσα στον πυρήνα της ζωώδους δύναμης της τεράστιας περσόνας και ο ίδιος ο Μοχάμεντ Άλι μεταμορφώνεται από την ορμή της φύσης σε βασανισμένο ταξικό ίνδαλμα που καθορίζει με τη στάση του την απήχηση του έργου του. Ο σκηνοθέτης Μάικλ Μαν βρίσκει επιτέλους τον ήρωα που αναζητούσε σε όλη τη διάρκεια του φιλμ του και η ταινία μετατρέπεται από μια απλή καλογραμμένη βιογραφία σε έναν συγκλονιστικό φόρο τιμής απέναντι σε έναν άνθρωπο που ανέβλυζε θερμότητα. Που δεν δίσταζε να ξεχωρίζει από το σκοπίμως άσηπτο περιβάλλον των σπορ, θριαμβολογώντας για αυτό ακριβώς που ήταν ικανός να κάνει. Που αρνήθηκε το όνομα σκλάβου, που δεν πολέμησε στο Βιετνάμ, που αποδείκνυε με τις πράξεις του την αξία της πολιτικής συστράτευσης και την απέχθεια απέναντι στη βολική αλλά ταυτόχρονα δειλή, ίσως και επικίνδυνη στάση της ιδεολογικής ουδετερότητας.
Το Άλι είναι ξεκάθαρα η πρώτη μεγάλη συναισθηματική ταινία του Μαν. Επαναστατική για το δημιουργό, κυρίως ως προς τον τρόπο σκηνοθεσίας της, συγκρινόμενη με άλλες αρτιότατες δουλειές του σπουδαίου Αμερικάνου σκηνοθέτη (Ένταση, Ο τελευταίος των Μοϊκανών, TheInsider). Καλύπτοντας μια σχετικά ευρεία περίοδο στη ζωή του Αφροαμερικάνου πυγμάχου, από τον πρώτο του αγώνα εναντίον του Σόνι Λίστον το 1964 έως αυτόν ενάντια στον Φόρμαν, το φιλμ σταδιακά αποκαλύπτει μια από τις πιο φλογερές προσωπικότητες που υπήρξαν ποτέ, και όχι μόνο στο χώρο του αθλητισμού. Οι εικόνες εναλλάσσονται χωρίς ανάσα (ακόμη μια εξαιρετική δουλειά της ιδιοφυΐας της φωτογραφίας, Εμάνουελ Λουμπέσκι) και η μουσική, η μάλλον καλύτερα οι ήχοι, τόσο υποκειμενικοί όσο και μη διηγητικοί, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της κορύφωσης της έντασης αλλά και της τελικής ηθικής εξιλέωσης ενός ήρωα που δεν χαριζόταν ποτέ και σε κανέναν. Η διεισδυτική κατάτμηση των γεγονότων από τον σκηνοθέτη, σε συνάρτηση με ένα σενάριο που αναπτύσσεται ως επί το πλείστον ορθά και ολοκληρωμένα, δίνουν τέλος τη δυνατότητα σε αυτόν που αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της ενσάρκωσης του Άλι να δεσμευτεί προσωπικά με το εγχείρημα, μετατρέποντας τον Γουίλ Σμιθ, έναν γενικά συμπαθή ηθοποιό με περιορισμένες δυνατότητες, σε έναν ερμηνευτή που θα έχει να θυμάται (μαζί του και εμείς) το ρόλο αυτό για μια ζωή.
Η μεγαλειώδης ζωή του αθλητή αλλά και η έλλειψη ταπεινοφροσύνης που αψηφούσε το εδραιωμένο πρωτόκολλο συμπεριφοράς και κατέρριπτε τον καθωσπρεπισμό μαγεύοντας το πλήθος, εναλλάσσεται με σκοτεινές στιγμές ενός απομονωμένου και περιθωριοποιημένου συναισθηματικά ανθρώπου, παρατηρητή της ίδιας του της ζωής. Η ταινία παίζει πολλές φορές το παιχνίδι της αυτοαναφορικότητας αναζητώντας απαντήσεις μέσα από τους μεγαλόπρεπους επαναστατικούς λόγους, τα μαύρα εθνικιστικά παραληρήματα, την υπέρμετρη υπερηφάνεια και κυρίως της αίσθηση της ωμής δύναμης και εμφατικής υπεροχής που δεν άφηνε περιθώριο για αμφιβολία. Αυτό όμως που καταφέρνει πάνω απ' όλα (και ίσως θα έπρεπε να τονιστεί νωρίτερα από την αφήγηση) είναι η ιδεώδης αποτύπωση μιας προσωπικότητας που υπερέβη τα όρια του αθλητή, μπαίνοντας σε νέα πλαίσια, αυτά του αγωνιστή. Που διαλύει ορμητικά τις όποιες διαχωριστικές γραμμές και μετατρέπεται σε σύμβολο, με τον κόσμο κυριολεκτικά να κρέμεται από κάθε του λέξη. Μια οξύτατη βιογραφική ταινία -που πετά σαν πεταλούδα και τσιμπά σαν μέλισσα- για έναν άνθρωπο που κατόρθωσε να δημιουργήσει το δικό του μύθο. Στη ζωή, και τώρα πια και στο θάνατο.