«Κανένας πόλεμος και καμία κρίση δεν μπορούν να «ευνουχίσουν» την ανάγκη του ανθρώπου να ζήσει, να αναζητήσει, να ερωτευτεί».
Μετά το πρώτο της μυθιστόρημα «Αθώοι στον έρωτα», η Βανέσα Αδαμοπούλου επιστρέφει πιο ώριμη συγγραφικά με το βιβλίο της «Από ζάχαρη κι αλάτι» από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Με φόντο την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου ξεδιπλώνεται η προσωπική ιστορία του Αντρέα, ο οποίος είναι και ο αφηγητής της. Μέσα στη συνθήκη των πολέμων και το κρίσιμο του θανάτου, η συγγραφέας αναζητά εκείνες τις βαθύτερες ανθρωπιστικές αξίες, που αποτρέπουν την αποκτήνωση του ατόμου. Στη ζωή εντός του βιβλίου η ενδοοικογενειακή αλληλεγγύη αναμετράται με τον φόβο του πολέμου. Ο πρωταγωνιστής αισθάνεται και, παράλληλα, προσπαθεί να κατανοήσει. Η αναζήτηση της αλήθειας αφορά τόσο τη βία της εξουσίας όσο και το πολυπόθητο της αγάπης, χαράσσοντας τη δυνατότητα αλλαγής από το προσωπικό στο κοινωνικό.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η Βανέσα Αδαμοπούλου μιλάει, μεταξύ άλλων, για το ιστορικό πλαίσιο του βιβλίου, τη δυναμική των οικογενειακών δεσμών και τον ρόλο του ιστορικού μυθιστορήματος.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν τον τίτλο του βιβλίου, γιατί επιλέξατε να χρησιμοποιήσετε τα δύο αντιθετικά σύμβολα «ζάχαρη» και «αλάτι»;
Δεν τα θεωρώ απαραίτητα αντιθετικά. Εξαρτάται πώς το βλέπει κάποιος. Για παράδειγμα, το αλάτι για πολλούς νοστιμίζει τα φαγητά και το χρησιμοποιούν σε μεγάλες ποσότητες. Από την άλλη, η ζάχαρη σε άλλους αρέσει και άλλοι την αποφεύγουν. Θέλω να πω πως η ζωή είναι το νόημα που της δίνουμε και ο τρόπος που την αντιμετωπίζουμε εν γένει. Απλουστεύοντας, βέβαια, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο τίτλος αυτός δηλώνει ότι η ζωή κάθε ανθρώπου δεν είναι μόνο το ένα ή το άλλο. Έχει και τις χαρές και τις λύπες, και τα πάνω και τα κάτω, και τα θετικά και τα αρνητικά. Κι αυτό ισχύει για όλους.
Γιατί επιλέξατε ένα αγόρι ως τον βασικό πρωταγωνιστή του βιβλίου σας;
Δεν ξέρω. Νομίζω πως, μάλλον, δεν το επέλεξα εγώ, αλλά εκείνος. Και ήταν μεγάλη πρόκληση για εμένα να μιλάω και να σκέφτομαι ως αρσενικό.
Τι σας ώθησε να γράψετε ένα μυθιστόρημα εντάσσοντάς το στο πλαίσιο της Κατοχής και του Εμφυλίου;
Πάντα στριφογύριζε στο μυαλό μου αυτή η ιδέα. Να φτιάξω μια ιστορία ζωής και να την εντάξω στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Με γοητεύει πολύ η συγκεκριμένη περίοδος γιατί έχει μπόλικο υλικό για μυθοπλασία και πολλούς λόγους για να αναβιώνει και στο σήμερα.
Βλέπουμε ότι ακόμα και εντός της βάρβαρης συνθήκης του πολέμου ο άνθρωπος δεν παύει να ερωτεύεται και να αναζητεί.
Φυσικά. Κι αυτό είναι κάτι που κι εγώ το αντιλήφθηκα στη διάρκεια της συγγραφής. Όσο βουτούσα στην ιστορία και στους χαρακτήρες, τόσο ένιωθα πως ο άνθρωπος έχει διαχρονικά στοιχεία ανεξαρτήτως εποχής και χρόνου. Κανένας πόλεμος και καμία κρίση, για να το φέρουμε και στο σήμερα, δεν μπορούν να «ευνουχίσουν» την ανάγκη του ανθρώπου να ζήσει, να αναζητήσει, να ερωτευτεί. Ίσα, ίσα που θεωρώ πως, ειδικότερα σε δύσκολες ιστορικά συγκυρίες, οι ανάγκες αυτές μεγαλώνουν και ορθώνονται επιτακτικότερα.
Μία από τις βασικές πτυχές του βιβλίου σας είναι οι οικογενειακοί δεσμοί. Πιστεύετε ότι η δυναμική της οικογένειας έχει εξασθενήσει στη σημερινή εποχή;
Ίσως κάποια πράγματα να έχουν υποτιμηθεί και άλλα όμως να έχουν ανθίσει. Παλαιότερα οι άνθρωποι πίστευαν με σθένος στον θεσμό της οικογένειας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο σεβασμός ανάμεσα στα μέλη της ήταν πάντα ανυπόκριτος και πως υπήρχε αληθινή και ουσιαστική αγάπη σε κάθε οικογένεια. Οι άνθρωποι κρατούσαν τα προσχήματα και τους τύπους. Στις μέρες μας διαπιστώνω πως οι γονείς πασχίζουν πλέον να καταλάβουν τα παιδιά τους, να διορθώσουν, πάνω από όλα, τους εαυτούς τους, να πορευτούν χέρι-χέρι μαζί τους και όχι να προπορευτούν.
Ποια είναι η άποψή σας για τον ρόλο που μπορεί να επιτελέσει το ιστορικό μυθιστόρημα;
Καταρχάς, να γνωρίσει ο αναγνώστης μια ιστορική περίοδο και γεγονότα της ιστορίας που ίσως αγνοεί. Ο τρόπος που μαθαίνουμε την ιστορία είναι πάντα λίγο βαρετός. Γεγονότα και στείρες ημερομηνίες. Όταν στην ιστορία εντάξεις έναν πυρήνα ζωής με ήρωες και «ζωντανή» μυθοπλασία, ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί ευκολότερα. Προσωπικά, λατρεύω τα ιστορικά μυθιστορήματα γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Μαθαίνω την ιστορία μέσα από φλούδες ζωής «χειροπιαστών» ανθρώπων.
Ποιες είναι οι βασικές λογοτεχνικές σας επιρροές;
Προτιμώ κατά βάση την ελληνική λογοτεχνία. Κι αυτό γιατί διαβάζω ένα έργο στη γλώσσα που γράφτηκε. Στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, αισθάνομαι πως χάνω στην ουσία, την αξία της μητρικής γλώσσας του συγγραφέα. Νομίζω πως ο πρώτος συγγραφέας που διάβασα στην εφηβεία μου ήταν ο Ξενόπουλος πέρα από την Πηνελόπη Δέλτα και τη Ζωρζ Σαρρή που όλοι διαβάσαμε ως παιδιά. Από εκεί και έπειτα, λάτρεψα την πρωτοποριακή για την εποχή «προφορική» γραφή του Κώστα Ταχτσή, με τους ιδιωματισμούς, την αμεσότητα και τη ζωντάνια της. Επίσης, ανάλογα έργα συγγραφέων, στα πλαίσια του ηθογραφικού μυθιστορήματος εποχής, όπως του Παύλου Μάτεσι, της Άλκης Ζέη, της Διδώς Σωτηρίου. Από πιο σύγχρονους, θυμάμαι ότι είχα ενθουσιαστεί όταν πρωτοδιάβασα την Ιωάννα Καρυστιάνη, με την ευρηματική και ορμητική γραφή της.
Πώς εκτιμάτε τη σχέση των Ελλήνων με το βιβλίο;
Έχει δρόμο ακόμα νομίζω. Σίγουρα δεν είναι, όπως φαίνεται, μέρος της κουλτούρας μας, όπως για παράδειγμα είναι στον Ευρωπαίο. Νομίζω πως ο Έλληνας διαβάζει κυρίως το καλοκαίρι στην ξαπλώστρα του. Πάνω σε αυτό, μου έκανε εντύπωση μια πρόσφατη φωτογραφία που είδα, τραβηγμένη σε μετρό ευρωπαϊκής χώρας, όπου όλοι ανεξαιρέτως διαβάζουν ένα βιβλίο καθισμένοι ή όρθιοι στο βαγόνι τους δίχως την παραμικρή υποψία smartphone στον χώρο. Με ανακούφισε για να πω την αλήθεια.
Θα δοκιμάζατε μελλοντικά να γράψετε ποίηση και διηγήματα;
Ποίηση δεν νομίζω. Το διήγημα είναι πολύ κοντά στο μυθιστόρημα και δεν σε δεσμεύει χρονικά όσο μια μυθοπλασία διακοσίων και παραπάνω σελίδων. Ίσως να το επιχειρούσα, ναι.