Ιωάννης Μανωλεδάκης (1937-2011)
«Σύμφωνα με το μύθο, ο οποίος τροφοδοτεί τους πανηγυρικούς λόγους των Ευρωπαίων πολιτικών, οι λαοί της ευρωπαϊκής ηπείρου, διδαγμένοι από τις πικρές εμπειρίες, μπήκαν επιτέλους στο δρόμο και ενσάρκωσαν σε οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς τη βούλησή τους για ειρηνική συμβίωση. Η εδραίωση των θεσμών τούτων ισοδυναμεί λοιπόν με εργασία προς χάριν της ειρήνης, ενώ η υπονόμευσή τους με την επιστροφή σε εποχές απαίσιας μνήμης. Ο μύθος είναι αυτάρεσκος, γιατί προϋποθέτει την ικανότητα των δρώντων υποκειμένων (ή πάντως των ρητόρων) να διδάσκονται από το παρελθόν και να ενεργούν με βάση ηθικά και ορθολογικά κίνητρα. Η αλήθεια είναι πεζότερη και οδυνηρότερη. Οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μεγάλα έθνη της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης έγιναν στις μέρες μας αδιανόητες επειδή η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, ούτως ώστε οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί δεν έχουν πλέον καθοριστική κοσμοϊστορική σημασία· γι’ αυτό και η έντασή τους κατ’ ανάγκη έπεσε κατακόρυφα. Στην ιμπεριαλιστική εποχή ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών Δυνάμεων όχι μόνον δεν εμπόδισε τη συνολική ευρωπαϊκή επέκταση, αλλά και την επέτεινε, γιατί καμιά από τις Δυνάμεις αυτές δεν ήθελε να υστερήσει σε σχέση με τις άλλες. Στην εποχή της ευρωπαϊκής παγκόσμιας κυριαρχίας, λοιπόν, ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω από τον άξονα των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, ενώ τώρα τα ευρωπαϊκά έθνη οφείλουν να συνομαδωθούν ή να συνασπισθούν ενόψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Τούτη η κοσμοϊστορική τομή συνιστά την προϋπόθεση της αναδιάρθρωσης της Ευρώπης. Συνάμα απετέλεσε για την Ευρώπη μια κατάσταση ανάγκης, η οποία βέβαια, λόγω της έκρηξης της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης μετά το 1950 καθώς και λόγω των τεράστιων αποθεμάτων της ιμπεριαλιστικής εποχής, δεν έγινε αισθητή ως τέτοια από υλική άποψη, όμως η πολιτική της πλευρά έγινε ορατή στο καθοριστικό γεγονός ότι ανάδοχοι της ευρωπαϊκής ενότητας υπήρξαν, θετικά ή αρνητικά, ακριβώς οι δύο εκείνες μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες μετά το 1945 διαδέχθηκαν την Ευρώπη σε πλανητικό επίπεδο. Θετικά η κηδεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και αρνητικά ο φόβος μπροστά στη σοβιετική αυτοκρατορία έθεσαν σε κίνηση μία διαδικασία, την οποία, έστω και μετά από τις πρόσφατες καταστροφές, διόλου δεν θα κινούσε από μόνος του ο καθαρός Λόγος των Ευρωπαίων, αν είχαν αφεθεί μόνοι τους και δεν διέτρεχαν κινδύνους εκ των έξω. Το ότι η κοσμοϊστορική τομή που αναφέραμε συνιστούσε κατάσταση ανάγκης γίνεται πρόδηλο και σε μιαν άλλη προοπτική. Το τέλος της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης συνέπεσε χρονικά με το τέλος των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων, όπως άλλωστε και η αρχή των Νέων Χρόνων σήμανε την αρχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης. Τούτο σημαίνει: οι Νέοι Χρόνοι δεν ήσαν μονάχα (στην προοπτική της ιστορίας των ιδεών) ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο με την ειδοποιό έννοια του όρου, αλλά και (από οικονομική και πολιτική άποψη) ένα ευρωκεντρικό φαινόμενο. Η υπερφαλάγγιση του ευρωπαϊκού συντελεστή από τον πλανητικό και, συναφώς, του ολιγαρχικού και ιμπεριαλιστικού φιλελευθερισμού από τη μαζική δημοκρατία (ως τον πρώτο κοινωνικό σχηματισμό πλανητικού βεληνεκούς στην ίσαμε τώρα ιστορία) συμβάδισε έτσι αναγκαστικά με την εξασθένιση ή τον εξανεμισμό των ιδεών των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων και απέληξε σε μια ουσιωδώς καινούργια παγκόσμια κατάσταση. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ τα καθέκαστα, τις ιδιαίτερες μορφές και τις επί μέρους συνέπειες της κοσμοϊστορικής αυτής τροπής. Όμως η υπόμνηση της διαδικασίας στο σύνολό της παραμένει απαραίτητη προκειμένου να συλλάβουμε σ’ όλη της την έκταση την ευρωπαϊκή κατάσταση ανάγκης το αργότερο μετά το 1945. Και οφείλουμε να την έχουμε συνεχώς κατά νουν».
Η περίπτωση του Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998) είναι αρκετά γνωστή τώρα πλέον και στην ίδια την Ελλάδα (χάρη και στην επιτυχία που σημείωσαν Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας από τις εκδόσεις «Θεμέλιο») και μάλλον δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις: κλασικός φιλόλογος, διδάκτωρ νεότερης φιλοσοφίας, πολιτικός στοχαστής, ιστορικός των ιδεών, αλλά και σπουδαίος μεταφραστής και σχολιαστής, διευθυντής και επιμελητής σημαντικών εκδόσεων που πλούτισαν τα ελληνικά γράμματα από το 1970 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του. Προπαντός όμως συγγραφέας έργων που, ενώ στην αρχή ανοήτως παρερμηνεύθηκαν ή απλώς δεν διαβάστηκαν και λοιδορήθηκαν, σήμερα αντιμετωπίζονται με την ίδια ανόητη αντίληψη ως προφητικά. Ωστόσο ο Π. Κονδύλης δεν υπήρξε προφήτης ούτε ασφαλώς και μελλοντολόγος· υπήρξε ένας ψύχραιμος αναλυτής, μεταξύ άλλων και των διεθνών σχέσεων, σε καιρούς ξέφρενου ανταγωνισμού, αβάσιμου ενθουσιασμού και κενής ρητορείας.
[ Το ανωτέρω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Από τον 20ό στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000 («Θεμέλιο», Αθήνα 1998) ].