Δράμα, 2012, ΗΠΑ, 140 λεπτά
Σκηνοθεσία: Ντέρεκ
Σίανφρανς
Παίζουν: Ράιαν Γκοσλινγκ,
Μπράντλεϊ Κούπερ, Ρόουζ Μπερν, Εύα
Μέντες, Ρέι Λιότα
Ένας κασκαντέρ
ανακαλύπτει πως έχει έναν μικρό γιο,
γεγονός που τον οδηγεί να σταματήσει
τις περιοδείες του και να μείνει κοντά
σε αυτό που θεωρεί πλέον οικογένειά
του. Ψάχνοντας εύκολα και γρήγορα,
ληστεύει τράπεζες και έρχεται αντιμέτωπος
με αστυνομικό που παλεύει και αυτός να
δώσει στον γιο του ένα καλύτερο μέλλον.
Η σύγκρουσή των δύο θα αλλάξει για πάντα
το μέλλον τους, αλλά και το μέλλον των
παιδιών τους.
Ο Σίανφρανς
έκανε αρκετά χρόνια για να υλοποιήσει
τελικά το Blue
Valentine, όχι
τόσο για οικονομικούς λόγους, αλλά γιατί
προσπάθησε να βιώσει περισσότερο χρόνο
ως σύζυγος πρώτα και ως πατέρας αργότερα,
καταθέτοντας τελικά στο σενάριο ένα
μέρος από τις φοβίες του που είχαν να
κάνουν με την αποτυχία σε αυτούς τους
ρόλους. Το νεύρο στη σκηνοθεσία του
άλλωστε πρόδιδε αυτή την ανάγκη να
ξορκίσει τις φοβίες, να δείξει στο κοινό
πράγματα για τα οποία θα ευχόταν να μην
του τύχουν ποτέ, σαν ένα είδος ψυχανάλυσης.
Εκεί πάντως αφιέρωσε το μεγαλύτερο
κομμάτι του φιλμ πάνω στη συζυγική
αποτυχία. Στο Τέλος του Δρόμου,
οι φοβίες του αφορούν κυρίως το θέμα
της πατρότητας.
Εδώ οι δύο ήρωες,
που είναι ταυτόχρονα και γονείς,
αντιλαμβάνονται πως ο ρόλος τους στον
κόσμο αλλάζει και πως πρέπει να παρέχουν
κάτι (που στην αρχή μοιάζει γενικό,
αόριστο και μάλλον άγνωστο) στα πρόσωπα
αυτών που βλέπουν πλέον ως διαδόχους
τους. Η ανάγκη αυτή της παροχής είναι
που τους οδηγεί σε βιαστικές αποφάσεις
που σχετίζονται με το χρήμα ή την
κοινωνική ανέλιξη, θεωρώντας πως με
αυτό ικανοποιείται μερικώς το συναίσθημα
της ευθύνης. Η απόφαση του Σίανφρανς να
τραβήξει την ιστορία ως την επόμενη
γενιά, δείχνει μερικώς και το σφάλμα
αυτής της επιλογής, όπως επίσης και τις
αληθινές φοβίες του ίδιου. Ότι δηλαδή
η πατρότητα γεννά ταυτόχρονα ανησυχίες
όπως το τί χαρακτήρα παραδίδει κάποιος
μετά από χρόνια στην κοινωνία (ειδικότερα
στην περίπτωση που το παιδί είναι γιος
και λειτουργεί περισσότερο ως προέκταση
του πατέρα) και ποια σχέση θα έχει μαζί
του με το πέρασμα των χρόνων. Βέβαια η
πλοκή που επιλέγεται ακροβατεί ανάμεσα
στην ηθικολογία και την αρχαία τραγωδία,
όμως η οπτική του σκηνοθέτη στο τελευταίο
κομμάτι γέρνει την ιστορία του προς το
δεύτερο σκέλος, προσδίδοντας διαχρονικότητα
στα ζητήματα που σχολιάζει.
Αυτό πάντως
που λειτουργεί περισσότερο υπέρ του
φιλμ είναι πως δε προσπαθεί να ορίσει
ξεκάθαρα το σωστό και το λάθος, κοιτώντας
με συμπάθεια τους δυο πρωταγωνιστές
του, που με το πέρασμα των χρόνων παίρνουν
το ρόλο και του ήρωα και του αντιήρωα.
Ένας συνεχής κύκλος δηλαδή, σαν αυτούς
που κάνει ο Γκόσλινγκ με τη μηχανή του
στη διάσημη πλέον εναρκτήρια σκηνή της
ταινίας, που τελικά λέει πολλά περισσότερα
απ’ ότι νομίζουμε στην αρχή.