καινούργια (ταραγμένα) όνειρα
Οι λέξεις δεν αλλάζουν τον κόσμο χωρίς την πάντα αργοπορημένη συνδρομή του χρόνου. Ωστόσο δε μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτές. Εγώ (κι εσύ) ζω με τις λέξεις, και μ’ αυτά που πασχίζουν να δείξουν, να κρύψουν, λίγο να αποκαλύψουν, λίγο να αποξεχάσουν. Επίσης (ή: κυρίως), με τα συναισθήματα που γεννούν μέσα μου — και μέσα σου. Τα κείμενα που ακολουθούν είναι κείμενα, θαρρώ, μελαγχολικά. Ίσως γιατί ό,τι μένει να γραφεί θα είναι ακριβώς αυτό: φορέας ευγενούς μελαγχολίας.
Πέντε κείμενα λοιπόν για τις 17 Ιουνίου, για τον καιρό που προηγήθηκε, για τις μέρες που θα έρθουν, για προσωπικές σκέψεις μες στο χαλασμό. Γράφουν η Βένα Γεωργακοπούλου («Ελευθεροτυπία»), η Ρούλα Γεωργακοπούλου («Τα Νέα»), η Άννα Δαμιανίδη (αρθρογραφεί στο protagon.gr, στην «Athens Voice», στο «The Books’ Journal»), ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος (συνεργάζεται με τη «Μεταρρύθμιση» και το «The Books’ Journal») και ο μπλόγκερ Ελληνάκι (ellinaki.blogspot.com).
Και η βάρκα γύρισε μόνη
Ρούλα Γεωργακοπούλου
Βρεθήκαμε ακυβέρνητοι μέσα στη φουρτούνα, και το τραγικότερο είναι ότι οι καπετάνιοι νομίζουν ότι κόβουν ακόμη βόλτες πάνω στη γέφυρα με το τσιμπούκι αναμμένο.
Το έλλειμμα ηγεσίας, και το κενό εξουσίας που παρήγαγε, φάνηκε κιόλας από την εποχή των Αγαναχτισμένων. Τότε που ο Γιώργος Παπανδρέου, πιεσμένος από τα γιουρούσια στη Βουλή, παραιτήθηκε της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας και άφησε τον Αντώνη Σαμαρά να φλερτάρει με την ακροδεξιά ατζέντα και να κυοφορήσει τον διάβολό του, δηλαδή τον Πάνο Καμμένο.
Τα περίφημα ηγετικά προσόντα του Ευάγγελου Βενιζέλου χρειάστηκαν ένα ταξιδάκι στο Eurogroup και ένα γεύμα εργασίας με την Τρόικα για να γίνουν εν μια νυκτί η κολοκυθένια άμαξα της Σταχτοπούτας. Το μοντέλο Κουβέλη για μια ήπια προσωπολατρική Αριστερά ξεθώριασε τότε που τα δυο τρίτα της κοινοβουλευτικής του ομάδας και ολόκληρη η εκλογική του βάση προσευχόταν κατά μόνας να περάσει το Μνημόνιο 2 και να ψηφιστεί η κυβέρνηση Παπαδήμου, ενώ εκείνος «ξέφευγε» καβάλα σε ένα αμφίβολο δημοσκοπικό ενδεχόμενο.
Γιατί να περιμένουμε περισσότερα από τον Τσίπρα, που δεν είναι ούτε εμπειρότερος ούτε ικανότερος; Το γεγονός ότι είναι προθυμότερος δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Διαβάζοντας την ιστορία από σκονάκι και την πολιτική από τα SOS, δεν ήθελε πολύ για να βάλει το ελαφρύ κεφαλάκι του στο ντορβά πολυκαιρισμένων πολιτικών δυνάμεων και των σκοτεινών επιδιώξεών τους που επωάζονται από τις πρώτες ώρες της Μεταπολίτευσης. Το πρόσφατο ατύχημά του με τον λεγόμενο Ιφικράτη μόνον οξύνοια και ηγετική προσωπικότητα δεν μαρτυράει.
Την ίδια ώρα, ο υπερεκτιμημένος φιλελεύθερος χώρος σκορπίζει τις στάχτες του στα πέλαγα της ιστορικής του γκαντεμιάς.
Να τα βάψω μαύρα, ή να ορκίσω τη δική μου κυβέρνηση; Παρακαλώ τούς αδιαμφισβήτητους ηγέτες αυτής της ιστορικής στιγμής, τον Δημήτρη Χαντζόπουλο, σκιτσογράφο των «Νέων», και τον Ανδρέα Πετρουλάκη, σκιτσογράφο της «Καθημερινής», να συνεχίσουν να βουτάνε το πενάκι τους στο μελανοδοχείο της εθνικής μας αφροσύνης. Η Πατρίς ευγνωμονούσα.
Ίσως δεν έχουμε φτάσει ακόμα
Άννα Δαμιανίδη
Είναι κρίμα που τα υποψήφια κόμματα δε θέλησαν να δώσουν ένα κοινωνικό υπόδειγμα συμπεριφοράς παραιτούμενα από την κρατική επιδότηση. Με κρατικά λεφτά ξανακάνουν καμπάνια και προβάλλουν κατευθύνσεις βουτηγμένες στην παρεξήγηση.
Η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται φιλοευρωπαϊκή, σα να είδε όραμα τον γέρο Καραμανλή. Τι Ευρώπη θέλουν οι εθνικιστές, μαζεμένοι εκεί μέσα; οι άνθρωποι που δημιούργησαν (και άρμεξαν) το Μακεδονικό; Η Ευρώπη είναι ζωντανή ελπίδα πολιτικής ένωσης — πώς θα συνομιλήσουν οι στενόμυαλοι δήθεν πατριώτες τής ΝΔ για την παραίτηση των κρατών από μέρος της κυριαρχίας τους υπέρ της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας;
Αυτό που προβάλλει η ΝΔ, το πολέμησε λυσσασμένα μέχρι πριν λίγους μήνες. Δεν ξέρει να το κάνει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ίσως καταλληλότερος, αφού οι μαρξιστές κάποτε ήταν διεθνιστές και αντεθνικιστές. Αλλά τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γίνει εθνικιστής όπως παραδοσιακά η Δεξιά. Έχει αγκαλιάσει από καιρό κάθε οπισθοδρομική αντίδραση σε εκσυγχρονιστικές προσπάθειες. Ο ένας βρίσκεται στο ρόλο του άλλου. Τρελαίνεσαι.
Συμφωνώ με τον ΣΥΡΙΖΑ όταν υπερασπίζεται τους μετανάστες, συμφωνώ με τη ΝΔ όταν δηλώνει πως χρειαζόμαστε την Ευρώπη και πρέπει να τηρήσουμε τη συμφωνία με τους δανειστές. Θα ψήφιζα κόμμα που θα συνδύαζε τα δύο, σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, ουσιαστικό, όχι χρήση της δυστυχίας των μεταναστών για ανατροπές, και πάλη για παραμονή στην Ευρώπη και στο ευρώ. Ψηφίζω μάλλον ΠΑΣΟΚ, για όλες τις εκσυγχρονιστικές μάχες που έδωσε και πολεμήθηκε λυσσαλέα. Φοβάμαι ότι τιμωρείται περισσότερο γι’ αυτές παρά για τα λάθη που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Δυστυχώς δεν τις υπερασπιζόταν ποτέ αποφασιστικά. Ο προεκλογικός Βενιζέλος κάνει ό,τι μπορεί για να ακυρώσει τη δουλειά του επί κυβέρνησης Παπαδήμου.
Η κατάσταση είναι χειρότερη από ό,τι στις προηγούμενες εκλογές, και τα δυο πρώτα κόμματα είναι χειρότερα από τα δυο πρώτα κόμματα όλων των προηγούμενων εκλογών. Το πιο αισιόδοξο σενάριο είναι η συνεργασία. Έστω σαν υπόδειγμα συμπεριφοράς, τώρα που έχουμε φτάσει στον πάτο.
Εκτός αν δε φτάσαμε ακόμα.
…Κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις…
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012 είναι η τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να παραμείνει οργανικό τμήμα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση δεν είναι μόνο το κοινό νόμισμα. Είναι, πρώτα και κύρια, ένα πρωτόγνωρο ιστορικό εγχείρημα που μετέτρεψε μια ήπειρο αιματηρών συγκρούσεων και δύο παγκοσμίων πολέμων σε επίκεντρο παγκόσμιας σταθερότητας, ανεκτικότητας και συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. Ακόμα και με την πρωτοφανή κρίση που βιώνει στις ημέρες μας, η Ευρώπη δεν παύει να διατηρεί αυτά τα χαρακτηριστικά.
Με την έννοια αυτή, το δίλημμα ευρώ ή δραχμή δεν είναι μονοδιάστατα οικονομικό. Αντίθετα, συμπυκνώνει δραματικά το ερώτημα σε τι είδους κοινωνία επιθυμούμε να ζήσουμε. Η ζωή στην Ελλάδα της δραχμής θα είναι αβίωτη. Οι λόγοι δεν είναι μόνον οικονομικοί, δηλαδή η φτώχεια και η εξαθλίωση. Είναι επιπρόσθετα η αφήγηση της Ελλάδας της δραχμής, δηλαδή η αυτοεικόνα που θα αναπτυχθεί και θα επικρατήσει σε μια τέτοια χώρα.
Η Ελλάδα της δραχμής θα είναι μια βαθιά φοβική χώρα. Θα έχει πεισθεί και θα πείθει τα παιδιά της ότι είναι το θύμα των «κακών». Θα κραδαίνει ως λάφυρο τους «εχθρούς» της, εσωτερικούς και εξωτερικούς, αφού εξ ορισμού είναι Έθνος ανάδελφον. Ο ανορθολογισμός θα έχει την απόλυτη ηγεμονία. Ένας τεράστιος ζουρλομανδύας στερεοτύπων θα κυριαρχεί στη χώρα. Δημαγωγοί θα περιφέρονται ως κύμβαλα αλαλάζοντα για να πείσουν ότι «εσείς κι εμείς δε φταίμε σε τίποτα» για ό,τι μάς συμβαίνει.
Τη φτώχεια μπορεί κάποιος να την υπομείνει με αξιοπρέπεια. Αντίθετα, την απουσία αυτογνωσίας, το σύνδρομο του αδικημένου που όλοι τον επιβουλεύονται, τις θεωρίες συνωμοσίας, τη φαντασιακή απόδραση από την πραγματικότητα, δε θα μπορείς να τα αντιμετωπίσεις. Ο Λόγος θα είναι ανίσχυρος απέναντι στον Μη Λόγο.
Για όλους αυτούς τούς λόγους, πρέπει να κλείσουμε τα αυτιά στους δημαγωγούς που υπόσχονται αντιμνημονιακούς παραδείσους με δανεικά που δεν υπάρχουν. Για να σωθεί αυτή η χώρα, δεν αρκεί να επιλέξουμε εκείνους που μιλάνε τη γλώσσα της αλήθειας. Είναι απαραίτητο, ταυτόχρονα, να αλλάξουμε και εμείς οι ίδιοι. Η Ελλάδα χρειάζεται μια ριζική αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών. Χρειάζεται μια νέα Αφήγηση.
Για πολλές δεκαετίες πιστέψαμε ότι ήμασταν κάτι το εξαιρετικό, το ιδιαίτερο, το μοναδικό. Ότι ήμασταν οι Παράκλητοι της Ιστορίας. Σήμερα, ο κίνδυνος είναι να μείνουμε, για πολλά χρόνια, εκτός Ιστορίας.
«Και νά, αδελφέ μου, που δε μάθαμε τίποτα…»
Ελληνάκι
Η οικονομική φούσκα που έσκασε πριν δύο χρόνια λίγο-πολύ ήταν προβλέψιμη. Το σκάσιμο της κοινωνικής φούσκας όμως που ακολούθησε ήταν πραγματικά κάτι το ασύλληπτο! Κι αν με ρωτήσεις πώς το κυρίαρχο κοινωνικό δίλημμα κατέληξε να είναι μεταξύ μίας παραδοσιακής, παλαιοκομματικής, συντηρητικής, ξενοφοβικής, λαϊκίστικης Αριστεράς και μίας παραδοσιακής, παλαιοκομματικής, συντηρητικής, ξενοφοβικής, λαϊκίστικης Δεξιάς, έχω εύκαιρη την απάντηση. Η ελληνική κοινωνία ήταν πάντα και παραμένει βαθιά συντηρητική. Προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στα μοντέλα που συνήθισε τα τελευταία τριάντα χρόνια, με αποτέλεσμα να απορρίπτει οποιαδήποτε εξέλιξη ή μεταρρύθμιση. Όσο γελοίο είναι να παρακολουθούμε έναν πλήρως πασοκοποιημένο ΣΥΡΙΖΑ να μιλάει για «φρέσκο αέρα», τόσο γελοίο είναι να βλέπουμε τη ΝΔ να μαζεύει ό,τι σκουπίδι υπάρχει για να επιβιώσει.
Ο τριαντάχρονος δικομματισμός που φάγαμε στη μάπα δεν έθρεψε μόνο βολεμένους συνδικαλΗστές και υψηλόβαθμα λαμόγια του δημοσίου και επιχειρηματικού κόσμου. Έβαλε το πραγματικό πρόσωπο της κοινωνίας μας κάτω από το χαλάκι, αφού το ύψιστο επίπεδο πολιτικής σκέψης που μπορούσε κάποιος να φτάσει ήταν να βρει τον περιβόητο μπάρμπα στην Κορώνη για να γίνει «πρασινοφρουρός» ή «στρουμφάκι». Η ανοησία, ο φασισμός, ο ολοκληρωτισμός, η οχλοκρατία και η αυτοδικία δε μας άφησαν ποτέ, και στις επερχόμενες εκλογές έχουν βρει τους κατάλληλους πόλους για να εκφραστούν και να επικρατήσουν άνετα αντί οποιασδήποτε μετριοπαθούς, ορθολογικής και προοδευτικής πολιτικής.
Το χαστούκι του Κασιδιάρη δεν ήταν τρομακτικό μόνο για το βίαιο της υπόθεσης. Ήταν τρομακτικό, επειδή την επόμενη μέρα ανάμεσα στα σούσουρα στα καφενεία άκουγες και το κλασικό: «Ε, κι αυτή τα άξιζε, εδώ που τα λέμε». Η ευκολία της βίας που μας συνήθισαν οι κρεμάλες στο Σύνταγμα, τα γιαούρτια, οι προπηλακισμοί και όλη αυτή η τσαμπουκαλεμένη φασαρία που βιώσαμε τον τελευταίο χρόνο μάς έφεραν αναπάντεχα στο προαναφερθέν δίλημμα. Τώρα η βία είναι διάχυτη τόσο στον δημόσιο, όσο και στον πολιτικό λόγο. Το μούδιασμα σ’ αυτή τη «μεσο-εκλογική» περίοδο είναι απλά η μετουσίωση αυτής της βίας σε μορφή πολιτικών σχηματισμών και η ανικανότητά μας ως κοινωνία να διαχειριστούμε αυτόν το διασυρμό.
Το άλλο πρόσημο της Κόλασης
Βένα Γεωργακοπούλου
Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν έχω ζήσει με τέτοιο πάθος προεκλογική περίοδο. Κι όμως δεν ξεκόλλησα από το σπίτι μου, ενώ κάποτε ούρλιαζα σε συγκεντρώσεις, μοίραζα φυλλάδια, χτύπαγα πόρτες και πάντα είχα ένα κόμμα να υποστηρίξω με θέρμη (όχι πάντα το ίδιο, ο Σημίτης με έσωσε από τον Συνασπισμό που λαφαζανοποιείτο).
Σ’ αυτές όμως τις εκλογές το πάθος μου ήταν αντιστρόφως ανάλογο με τις βεβαιότητές μου. Και να πεις ότι δεν ήξερα πόσο κρίσιμες είναι; Στην αρχή δεν είχα πάρει τόσο στα σοβαρά την ακυβερνησία και την ανάδειξη σε ρυθμιστική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, από τον οποίο με χωρίζει ιδεολογική άβυσσος. Φλέρταρα διαδοχικά με τρία διαφορετικά κόμματα (ΔΗΜΑΡ, Δράση, ΠΑΣΟΚ), ψήφισα το τρίτο και τώρα ετοιμάζομαι να ψηφίσω ένα… τέταρτο. Που μού ανακατεύει τα άντερα.
Ναι, δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω και δημοσίως ότι ανήκω σ’ αυτούς τούς Έλληνες που, καμένοι από την κρίση και την ύφεση (είμαι άνεργη εδώ και 8 μήνες), πιστεύουν ότι μεγαλύτερο κακό από το μνημόνιο είναι η κατάργησή του. Ότι μικρότερο κίνδυνο αποτελούν για τη χώρα τα μεγάλα, παντελώς ανίκανα και υπεύθυνα για την κατάρρευσή της μεγάλα κόμματα, παρά οι μαθητευόμενοι μάγοι του Αλέξη Τσίπρα. Άλλωστε, δεν τους άκουσα κι αυτούς τόσα χρόνια να φωνάζουν ένα «μπάστα» στην κατασπατάληση του δημοσίου, δανεικού χρήματος. «Δώσε κι άλλα, μπάρμπα», έλεγαν. Δεν τους είδα να στηρίζουν μια μεταρρύθμιση. Και συνεχίζουν και τώρα, στο χείλος της καταστροφής, να συμπεριφέρονται σαν να είναι η Ελλάδα μια οικονομική υπερδύναμη, που μπορεί να καλοθρέψει τα παιδιά της. Να βγει από την Ευρώπη και να αποκτήσει πανίσχυρο εθνικό νόμισμα.
Θα είναι για μένα μια πραγματική μεγάλη μέρα, που θα τη θυμάμαι για πάντα (ελπίζω ότι δε θα μετανιώσω), όταν θα ρίχνω στην κάλπη ένα ψηφοδέλτιο που ούτε στους εφιάλτες μου δε θα άγγιζα. Αλλά θέλω να μείνουμε στην Ευρώπη. Και αυτό που μου προτείνει ο μέλλων πρωθυπουργός Τσίπρας δεν είναι απλώς μια εξωευρωπαϊκή, εξωτική περιπετειούλα. Είναι να ξαναζήσω την παλιά Κόλαση του κρατισμού, της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, με αριστερό αυτή τη φορά πρόσημο.