Ένα ντοκιμαντέρ- βουτιά στην Ελληνική μουσική σκηνή του 80', στο
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
“Η ελληνική ροκ σκηνή έφτασε πλέον τις 5 δεκαετίες ύπαρξης.
Σ΄αυτό τον μισό αιώνα υπήρξε μονάχα μία δεκαετία όπου η ελληνική σκηνή
συγχρονίστηκε απόλυτα με την αμερικάνικη, την αγγλική και γενικότερα την
ευρωπαϊκή μουσική πραγματικότητα –η δεκαετία του ’80.”
Το “Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο” πρόκειται για ένα έργο ανακάλυψης για
τους νέους και επιστροφής για τους μεγαλύτερους- αλλά όχι νοσταλγίας, καθώς
τονίζουν οι δημιουργοί του. Μία επίσκεψη στην ανεξάρτητη μουσική σκηνή της
Ελλάδας κατά την τελευταία ελεύθερη πολιτιστικά εποχή της, μέσω της καταγραφής
και της μυθοπλασίας. Με πρωταγωνιστές μέλη των πιο επαναστατικών συγκροτημάτων
της εποχής και ατόμων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του
κινήματος αλλά και ηθοποιούς στο κομμάτι της μυθοπλασίας, το έργο μας ανοίγει
σε έναν κόσμο που άνθισε δυναμικά και πέθανε γρήγορα. Έναν κόσμο όπου οι
διεθνείς ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες συνεργάζονταν στενά μεταξύ τους,
για να φτάσουν ελληνικά συγκροτήματα να παίζουν στις κορυφαίες σκηνές της
Ευρώπης και κορυφαίες προσωπικότητες να παίζουν στις ελληνικές. Όλα με φόντο
την πλέον πιο κατηγορημένη γενιά της Ελλάδας, αυτή του 70'-80'. Μία γενιά πλέον
χωρίς άσυλο.
Λίγο πριν την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης,
συναντήσαμε τον σκηνοθέτη της ταινίας Μιχάλη Καφαντάρη και τον σεναριογράφο και
παραγωγό της Θανάση Γιαννόπουλο για να μας μιλήσουν για το έργο τους.
Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο, πείτε μας λίγα λόγια για την
ταινία, περί τίνος πρόκειται και τι ήταν αυτό που ενέπνευσε το συγκεκριμένο
εγχείρημα;
Θ.Γ: Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ με μυθοπλασία που ξεκίνησε ως τέτοιο και
κατέληξε περισσότερο μια ταινία η οποία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα κι ακόμα
πιο αληθινά συναισθήματα. Κάπου στην αρχή της ταινίας λέει η Όλια Λαζαρίδου:
«Όλα ξεκίνησαν από μια σαχλαμάρα» κι αυτό είναι αλήθεια σε πολλά επίπεδα. Η
έμπνευση για το συγκεκριμένο εγχείρημα ήρθε μέσα από μια βραδιά σαχλαμάρας στο
μπαρ του Κώστα Μάστορη (MetroDecay) στα
Κύθηρα, όπου, έχοντας πιει τα (κάμποσα) ποτά μας ακούω τον Κώστα να
αναρωτιέται: «πλάκα δεν θα είχε να γυριζόταν κάτι για τη σκηνή του ’80;» Πλάκα
είχε! Βέβαια, έβραζε και κάτι άλλο, τουλάχιστον στο δικό μου το κεφάλι –κι αυτό
ήταν η αγανάκτηση για την παρουσίαση της δεκαετίας του ’80 σαν μια εποχή στην
οποία υπήρχαν μονάχα οι βιντεοκασέτες, οι Ψάλτες και οι Γαρδέληδες, οι
Ζουγανέληδες και οι Βασιλάκηδες. Ε, πώς να γίνει –ήμασταν κι εμείς εκεί…
Ντοκιμαντέρ με μυθοπλασία, αυτό το είδος, παρά το ενδιαφέρον που
εμπνέει δεν είναι πολύ συνηθισμένο στα κινηματογραφικά δρώμενα. Τι ενέπνευσε
αυτό το πάντρεμα;
Μ.Κ: Το
Άσυλο ουσιαστικά είναι μια ταινία μυθοπλασίας που ξαφνικά ανοίγει
την κοιλιά της και βγάζει από μέσα ένα ντοκιμαντέρ. Η μυθοπλασία στη
συγκεκριμένη περίπτωση βοηθάει να αποδοθούν συναισθηματικά αλλά και συμβολικά
στοιχεία της δεκαετίας του 80 στην Ελλάδα για να κατανοήσουμε καλύτερα τα όσα
λένε τα μέλη των συγκροτημάτων στο κομμάτι του ντοκιμαντέρ. Είναι ένα πείραμα
ίσως και ένα τέχνασμα.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε κατά την
δημιουργία της ταινίας; Ο συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ ήταν εύκολος;
Μ.Κ: Νομίζω ότι στο
σινεμά τουλάχιστον κανένας συνδυασμός δεν είναι εύκολος. Η ταινία στο
μεγαλύτερο μέρος της γυρίστηκε κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες. Συχνά το
μόνο που είχαμε ήταν μια κάμερα και ένα κουαρτζ και έχει συμβεί ακόμα και το να
εξαρτόμαστε από μια και μόνο μπριζα αφού οποιαδήποτε άλλη ηλεκτρική παροχή είχε
αχρηστευτεί σε περίμετρο πολλών τετραγωνικών μέτρων τριγύρω, ενώ καμιά δεκαριά
άτομα περίμεναν να κάνουν γύρισμα. Αρκετές φορές το σενάριο διαμορφώθηκε στη
βάση αυτών των συνθηκών.
Θ.Γ: Όταν ξεκινήσαμε
να ψάχνουμε για εταιρεία παραγωγής, αυτό ακριβώς το θέμα της μυθοπλασίας
πρόβαλε σαν αξεπέραστο εμπόδιο. «Αν θέλετε να κάνετε τις συνεντεύξεις των
συγκροτημάτων με τον κλασσικό τρόπο, ξεκινάμε άμεσα», μας έλεγαν. Δεν θέλαμε
–δεν μας έφτανε. Δεν είμαι σκηνοθέτης αλλά αντιλαμβάνομαι τη σκηνοθεσία σαν την
δημιουργία ενός πίνακα ζωγραφικής (ενός κινούμενου πίνακα αν θέλεις). Όταν
λοιπόν μου λες ότι θα πρέπει να γυριστεί έτσι κι όχι αλλιώς η ταινία είναι σα
να μου λες: «ο ζωγράφος θα πρέπει να κάνει τον πίνακα χωρίς να χρησιμοποιήσει
καθόλου κόκκινο» -δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό, σαν υπεύθυνος παραγωγής, για τον
σκηνοθέτη μου! Μπορεί να μην κατάφερα να του δώσω τις υλικοτεχνικές υποδομές
για να κάνει τη δουλειά του όπως έπρεπε αλλά ήθελα να του δώσω τουλάχιστον την
ελευθερία του στη δημιουργία. Γι΄αυτό και όταν του τύπωνα τα κομμάτια τού
σεναρίου τού έλεγα: «ξέσκισέ το και μη σε νοιάζει –βγάλε αυτό που θέλεις εσύ».
Βέβαια, ο μεγάλος φόβος των περισσοτέρων σχετικά με τη μυθοπλασία
(για να ξαναγυρίσουμε στο αρχικό ερώτημα) ήταν το κατά πόσο θα «ερμηνεύσουν»
σωστά τους ρόλους τους τα μέλη των συγκροτημάτων. Αστεία πράγματα! Τα μέλη των
συγκροτημάτων (ας μην το ξεχνάμε αυτό), τόσα χρόνια πάνω σε μια σκηνή
βρίσκονταν και η ερμηνεία των κομματιών τους εμπεριέχει κάμποση θεατρικότητα.
Θα σου πω λοιπόν ότι ήταν άψογοι στους ρόλους τους και αυτό είναι ένα από τα
δυνατά σημεία της ταινίας.
Η επιστροφή στην μουσική σκηνή του
80 εμπνέει μια νοσταλγία που καθώς φαίνεται μοιράζονται και άλλοι από τον
κινηματογραφικό χώρο. Τι ενέπνευσε αυτό το ταξίδι και γιατί πιστεύετε έχουμε σε
Ελλάδα και εξωτερικό μια τάση να κοιτάξουμε πίσω σε αυτήν την δεκαετία;
Μ.Κ: Η ταινία σίγουρα
δεν έχει σαν θέμα της τη Νοσταλγία. Η Νοσταλγία εμπεριέχει πολλούς κινδύνους,
σε βάρος της μνήμης και αυτό είναι λάθος από τη στιγμή που μιλάμε για
ντοκιμαντέρ.
Προσωπικά πιστεύω πως η δεκαετία του 80 στην Ελλάδα (και
παγκόσμια) είναι μια πολύ αντιφατική εποχή. Πολύ σκοτεινή αλλά ταυτόχρονα η
τελευταία ελεύθερη εποχή σε πολιτιστικό και καλλιτεχνικό τουλάχιστον επίπεδο,
μια εποχή που υπήρχε ακόμα η πεποίθηση ότι τα πράγματα θα αλλάξουν προς το
καλύτερο. Αυτή η ανάμνηση ελευθερίας και αισιοδοξίας έστω και ως ψευδαίσθηση
νομίζω πως δημιουργεί παγκόσμια μια τάση επιστροφής σε εκείνη την εποχή, σήμερα
τουλάχιστον που δεν υπάρχει πια χώρος για κανενός είδους ψευδαίσθηση.
Θ.Γ: «Η νοσταλγία
είναι δηλητηριώδης», έλεγε κάποτε ο JelloBiafra. Και, εμείς τουλάχιστον, οι γεροντότεροι –που ζήσαμε το ΄80 –δεν
νοσταλγούμε τίποτα. Ήταν μια εποχή μεγάλης πείνας (τόσο σε πνευματικό επίπεδο
όσο και σε επίπεδο πρόσβασης στην πληροφορία και στην τεχνολογία) μια εποχή
όπου «είχες δικαίωμα να μιλάς ελεύθερα –αρκεί να μην ήσουν τόσο ηλίθιος ώστε να
το εξασκήσεις», όπως έλεγε ο JoeStrummer. Τώρα, τα νέα παιδιά βρίσκουν κάτι όμορφο σ΄εκείνη την εποχή κι
(όπως είπε ο Μιχάλης) βρίσκουν την ψευδαίσθηση ότι κάτι μπορούσε να αλλάξει
τότε. Χαίρομαι που η εποχή μου άφησε αυτή την αίσθηση πίσω της και λυπάμαι που
δεν καταφέραμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα.
Η τάση επιστροφής στη δεκαετία του ’80 νομίζω οφείλεται και στο
γεγονός ότι (μέχρι πριν κάποια χρόνια τουλάχιστον) η μουσική παραγωγή εκείνης
της εποχής ήταν εντελώς ανεκμετάλλευτη. Τώρα έχουμε μέχρι τον BrunoMars και τους DaftPunk να βγάζουν «καρέκλες» ξεγυρισμένες και τίγκα στο λούστρο! Εντάξει
–δε με πειράζει τίποτα απ΄όλα αυτά κι όταν το θέμα έρχεται στη μουσική που εγώ
άκουγα τότε, η κάθε επανέκδοση με κάνει πανευτυχή. Αλλά σκέφτομαι ότι οι
άνθρωποι που έβγαζαν εκείνη τη μουσική είναι ακόμα εδώ, ολοζώντανοι (οι
περισσότεροι απ΄αυτούς) και τίγκα στην έμπνευση. Ας μην τους μουμιοποιήσουμε λοιπόν
–ας αναζητήσουμε τις σημερινές τους δουλειές κι ας τους στηρίξουμε ώστε να
ξανακυκλοφορήσουν τις μουσικές τους, τις καινούργιες μουσικές τους. Έχουν και
τις έχουμε ανάγκη.
Συγκρίνοντας την ελληνική μουσική
σκηνή του τότε με το τώρα, ποιες είναι οι μεγαλύτερες αλλαγές που έχουν γίνει;
Υπάρχει ποιοτική άνοδος, κάθοδος η έχουν παραμείνει τα πράγματα σε μια
ομοιομορφία;
Θ.Γ: Να ξεκαθαρίσω ότι
είμαι το τελευταίο άτομο που μπορεί να μιλήσει για τη σημερινή μουσική επειδή
έχω μείνει αρκετά πίσω –άσε που είμαι και φανατικός και δεν μπορώ να δω πολύ
πιο πέρα από τη μύτη μου. Έχω μια αμυδρή εντύπωση ότι τα σημερινά συγκροτήματα
παίζουν πολύ πιο σωστά από τα συγκροτήματα της εποχής μου, ξέρουν μουσική βρε
παιδί μου! Και οι παραγωγές τους είναι πολύ πιο άρτιες –νιώθω πολύ ευτυχισμένος
όταν βλέπω ότι το DIY (που στην εποχή μας ήταν
επαναστατική τακτική) είναι σήμερα πραγματικότητα. Έχω έναν πάνκη που φυτοζωεί
μέσα μου σαν χρόνια βρογχίτιδα κι όταν αυτός ο τύπος βλέπει ότι όποιος θέλει
μπορεί να φτιάξει και να κυκλοφορήσει τη μουσική του, ανοίγει μπύρες με τα
δόντια. Βέβαια, έχουμε φτάσει στην εποχή όπου οι γιγάντιες ποσότητες
πληροφορίας αποκλείουν τελικά την εύκολη πρόσβαση στην ίδια την πληροφορία αλλά
ποτέ τα πράγματα δεν ήταν εύκολα κι ούτε πρόκειται να γίνουν. Μας θυμάμαι,
πιτσιρικάδες, να αλλάζουμε δυο λεωφορεία μέσα στον βρωμόκαιρο για να βρεθούμε
στο σπίτι ενός φίλου στην άλλη άκρη της πόλης και ν΄ακούσουμε εκείνον τον
καινούργιο δίσκο εισαγωγής, μας θυμάμαι να μαζεύουμε δραχμές χωμένες πίσω από
τα έπιπλα των σπιτιών μας για να βγάλουμε τον καφέ στο Dragonfly και να δούμε επιτέλους σε βίντεο τις φάτσες αυτών των
εξωτικών τύπων που λατρεύαμε και των οποίων τα τραγούδια τα ξέραμε απέξω πριν
καν τα ακούσουμε. Το ίδιο είναι και σήμερα που ο πιτσιρικάς έχει να ψάξει μέσα
στις αχανείς λεωφόρους της πληροφορίας, να απορρίψει, να σκαλίσει, να ξεθάψει,
να ξαναθάψει και να βρει αυτό που τον εκφράζει.
Πάντως, αξιολογικές κρίσεις (περί ανόδου, καθόδου ή ομοιομορφίας)
δεν είμαι σε θέση να κάνω γιατί δεν διαθέτω τα απαραίτητα εφόδια –μπορώ όμως να
πω ότι σαν άτομο πάντα με γοήτευε η κάθοδος και ποτέ δεν άφησα κατηφόρα
απερπάτητη.
Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων ενός ντοκιμαντέρ, συχνά οι
δημιουργοί εκπλήσσονται από τις ιστορίες και τα στοιχεία που ξετυλίγονται
εμπρός τους, διότι τα πράγματα αποκαλύπτονται να είναι πιο πολύμορφα απ'όσο
αρχικά πίστευαν οι δημιουργοί. Ποιες ήταν οι πιο χαρακτηριστικές
στιγμές-ιστορίες που σας συγκλόνισαν κατά την διάρκεια των γυρισμάτων;
Μ.Κ: Το ντοκιμαντέρ εκ
των πραγμάτων δεν έχει συγκλονιστικές προσωπικές ιστορίες να διηγηθεί. Εννοώ
ιστορίες σε στυλ και εκεί που ξαφνικά παίζαμε το δεύτερο κομμάτι στη
μουσική σκηνή του Πήγασου, ανατινάχτηκε όλο το οικοδομικό τετράγωνο και οι
μισοί από το συγκρότημα σκοτώθηκαν … ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Κατά
τη γνώμη μου αυτό που συγκλονίζει αν δεις τις ιστορίες στο σύνολο τους είναι
πως συνέβησαν σε μια εποχή δημοκρατικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης, σε μια εποχή
ευδαιμονίας-ελευθεριας και αφορούν παιδιά που κυκλοφόρησαν τη
μουσική τους μη όντας πολύ μεγαλύτερα από 17-18 χρονών. Αυτό
είναι κάτι που
προσπάθησα να μη ξεχνάει ο θεατής σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Θ.Γ: Εγώ στα
γυρίσματα ήμουν, περισσότερο, μπελάς παρά βοήθεια –συνήθως έμπαινα στα πλάνα
κατά λάθος και τα κατέστρεφα. Κάποια πράγματα όμως δεν θα τα ξεχάσω εύκολα. Το
πρώτο γύρισμα της Όλιας Λαζαρίδου, ας πούμε, και τον Μιχάλη να την βοηθάει να
φορέσει την καπαρντίνα της και να της δίνει λουλούδια. Την πρόβα των
συγκροτημάτων στο Gagarin και τη Βάσω Καμαράτου μαζί
με τη Βιργινία Κλαστάδα να παρακολουθούν εντυπωσιασμένες (την επόμενη μέρα
βγάλανε όλη τη συναυλία –μιλάμε για 6 ώρες συνεχόμενες –κρεμασμένες στο κάγκελο
κάτω από τη σκηνή και χτυπιόντουσαν σαν πιτσιρίκες ακούγοντας συγκροτήματα των
οποίων την ύπαρξη αγνοούσαν παντελώς πριν μερικούς μήνες). Την Όλγα
Παπαδημητρίου να αφήνει τα deck στην ίδια
συναυλία και να κατεβαίνει μπροστά στη σκηνή για να χτυπηθεί με τους Χωρίς
Περιδέραιο και τους Metro Decay. Το Στάθη Σταμουλακάτο να φτιάχνει τις σκηνές του
καλύτερα από ότι θα μπορούσαμε ποτέ εμείς να φανταστούμε. Κι εκείνο το
Σαββατοκύριακο στο σπίτι που γυρίστηκε η «Ευρυδίκη» και το «Θα σε δω στην
Κόλαση» του Νίκου Νικολαϊδη –όλο το συνεργείο και οι ηθοποιοί να κοιμούνται
μαζί, το Μιχάλη να μαγειρεύει φακές για να χαλαρώσει για το γύρισμα της επόμενης
μέρας και τα γέλια που μας τρόμαξαν μέσα στη νύχτα –νομίζαμε ότι κάποιος έπαθε
επιληψία ενώ απλώς ο Βασίλης Ζερβακάκης με τον Μιχάλη Καφαντάρη άλλαζαν δωμάτια
ψάχνοντας που θα κοιμηθούν. Αν μια ταινία είναι τόσο συναρπαστική όσο τα
γυρίσματα της τότε δεν θα δείτε ντοκιμαντέρ, αλλά θρίλερ!
Μην χάσετε το μεγάλο πάρτι Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο την Κυριακή 15.3 στο Eightball Club!
Ημέρες και ώρες προβολών:
Σάββατο 14/3/2015, αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη (Λιμάνι,
Αποθήκη), ώρα 22:30
Δευτέρα 16/3/2015, αίθουσα Τώνια
Μαρκετάκη (Λιμάνι, Αποθήκη), ώρα 13:00