Παρέα μ’ έναν παλιό φίλο έφυγε το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη. Έτσι όπως τον αποχαιρέταγα, θυμήθηκα κάποια από εκείνα τα βράδια μου στην Αθήνα, όταν έψαχνα την αρχή της υπόλοιπης ζωής που θα ακολουθούσα.
Μιλάμε βέβαια για την εποχή που η Αθήνα ήταν ακόμα το πρόσφορο έδαφος για κάθε Θεσσαλονικιό που τελείωνε τις σπουδές του. Ήταν η εποχή που το Πέραμα είχε περάσει στις φλέβες μας μέσα από τις μουσικές του, που τις έστελνε με μαγικά vibes σ’ όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Έκτοτε, το μέσα μας γέμισε τοξίνες, προχωρήσαμε σε απεργίες και πιστέψαμε σε ημίμετρα που αναίτια θεοποιήσαμε — και μετά χαθήκαμε.
Ώσπου μια μέρα, απ’ αυτές που τελευταία έχουν ευθαρσώς καταλάβει το χώρο μας, απ’ αυτές που σε πιάνουν απ’ το λαιμό, αυτό το παιδί από το Πέραμα με παρότρυνε να πάρω μια βαθιά αναπνοή, σαν την ανάσα που παίρνουν τα μωρά όταν γεννιούνται.
Αποχαιρετώντας τον μεταβατικό αυτό μήνα, κάτω από το φως της Κρίσης που τα ξεκαθαρίζει όλα, σ’ ένα μπαλκόνι που κοιτάει κλεφτά τους δώδεκα Θεούς των μαθητικών μας βιβλίων, θυμήθηκα αυτό που καιρό τώρα είχα ξεχάσει: πως οι φίλοι είναι αυτοί που επαναφέρουν στη μνήμη μας τα πιο απλά πράγματα:
Ας αναπνέουμε βαθιά. Ας αγαπάμε αληθινά. Κι ας παίζουμε για να μαθαίνουμε, όχι για να κερδίζουμε.