Ο Σοκούροφ σπάει τους κανόνες σε κάθε επίπεδο, οι δημιουργίες του είναι απρόσμενα γοητευτικές – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Ο Αλεξάντερ Νικολάγιεβιτς Σοκούροφ γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Ποντορβίκα. Με συστατική επιστολή του Ταρκόφσκι, ο Σοκούροφ προσλαμβάνεται στα στούντιο της Lenfilm, το 1980, εκεί θα γυρίσει τις πρώτες του ταινίες μυθοπλασίας. Στα στούντιο του τότε Λένινγκραντ (σημερινής Αγίας Πετρούπολης) δουλεύει τα πρώτα του ντοκιμαντέρ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι ταινίες του προβάλλονται πια δημοσίως και εκπροσωπούν την Ρωσία σε πολυάριθμα διεθνή φεστιβάλ και εκδηλώσεις. Στην επόμενη δεκαετία γυρνά ταυτόχρονα, ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.
Ο Αλεξάντερ Σοκούροφ σπούδασε πρώτα Ιστορία και μετά έπιασε την κινηματογραφική κάμερα στα χέρια του. Αυτό εξηγεί και γιατί οι σημαντικότερες ταινίες του εμπνέονται από την παγκόσμια Ιστορία του ανθρώπου. Από την Τετραλογία του με τον τίτλο
«Η Φύση της Εξουσίας» όπου δίνει μια άλλη οπτική σε ιστορικά πολύ ισχυρούς χαρακτήρες όπως ο Χίτλερ και ο Λένιν μέχρι την Ρωσική Κιβωτό και την νεώτερη Francophonia οι ταινίες του έχουν μεγάλο ιστορικό υπόβαθρο καθώς και πρωτότυπη τεχνική και ψυχολογική προσέγγιση. Τον απασχολούν οι μεγάλες στιγμές της ιστορίας και οι άνθρωποί της περιόδου. Στο μεγαλύτερο -ίσως- έργο του, στην Ρωσική Κιβωτό, πρωταγωνιστεί το μουσείο Ερμιτάζ ενώ στην Francophonia (η οποία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) το μουσείου του Λούβρου. Μέσα από αυτά αφηγείται την ιστορία ολόκληρων εθνών.
Το ελληνικό κοινό τον γνώρισε με σημαντική καθυστέρηση. Η πρώτη ταινία του βρήκε διανομή στη χώρα μας μόλις το 2003.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ (ενδεικτικά)
Μόλωχ (Moloch) – 1999- Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών
Ψηλά, στις Άλπεις, ένα επιβλητικό, απρόσιτο σπίτι, στεγάζει τον άνθρωπο που κρατά την Εξουσία. Μια εξουσία που προκάλεσε ανείπωτες καταστροφές και αμέτρητες εκατόμβες. Πρόκειται για το Kleistenhaus, το ησυχαστήριο του Αφόλφου Χίτλερ. Ο Φύρερ, μαζί με την ερωμένη του Εύα Μπράουν, το ζεύγος Γκαίμπελς, τον Μάρτιν Μπόρμαν και άλλους επιφανείς Ναζί συνεργάτες του, περνάει μια ήσυχη μέρα.
«Δεν είναι μονάχα ο Ναζισμός που προϋποθέτει την προθυμία να θυσιάσεις τα πάντα για τις φιλοδοξίες του ενός. Δεν είναι μονάχα ο Ναζισμός ο οποίος αναζητά να εξαλείψει το φόβο του θανάτου θυσιάζοντας τις ζωές των άλλων. Υπό αυτή την έννοια, με οποιαδήποτε εξουσία μπορεί να γίνει ένας Μολόχ.» –
Αλεξάντερ Σοκούροφ Ταύρος (Taurus) – 2001
Ο «Ταύρος», αποτελεί το δεύτερο μέρος της τετραλογίας για τη φύση της εξουσίας.
Η ταινία αναφέρεται στον Λένιν, τη μορφή που σημάδεψε όσο καμιά άλλη την ιστορία της πατρίδας του σκηνοθέτη. Στην ταινία περνάμε κάποιες στιγμές με τον Λένιν, τον τελευταίο καιρό της ζωής του, όταν ήταν άρρωστος και βρισκόταν στην εξοχή. Νιώθει ανήμπορος και ο περίγυρος του, το προσωπικό του, τον θεωρούν πλέον ξεπεσμένο.
«Ο «Ταύρος» είναι η δεύτερη ταινία στην τετραλογία που έχω σχεδιάσει για άντρες εξουσίας του 20ου αιώνα. Η τραγωδία που συνέβη στη Ρωσία και με τη Ρωσία, τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία και τα γεγονότα που συνιστούν τη λογική της εξέλιξη, βρίσκονται έξω από τα όρια του θέματός μας. Ο πυρήνας του θέματος είναι ο συγγραφέας, ο συνθέτης και ο κύριος οργανωτής αυτής της καταστροφής, σε μια από τις πιο δραματικές στιγμές της ζωής του…» –
Αλεξάντερ Σοκούροφ Ρωσική Κιβωτός (Russian Ark) – 2002- Υποψήφιο για τον Χρυσό Φοίνικα
Το Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης είναι το μεγαλύτερο μουσείο στον κόσμο, αποτελούμενο από έξι κτήρια, συμπεριλαμβανομένου του υποβλητικού Χειμερινού Ανακτόρου, που αποτελούσε την κατοικία των τσάρων. Η συλλογή των εκθεμάτων που φιλοξενεί, και η οποία μετρά σήμερα κάπου τρία εκατομμύρια κομμάτια, ξεκίνησε από έργα που απέκτησε μαζικά η Μεγάλη Αικατερίνη. Τα δωμάτια του μουσείου κουβαλούν τρεις αιώνες ρωσικής ιστορίας, μνήμες σημαντικών γεγονότων και φαντάσματα ανθρώπων που άλλοτε έζησαν στην πολυτέλειά τους. Πατώντας σ’ αυτό το σκηνικό, οι ανώνυμοι ήρωες της ταινίας, γίνονται μάρτυρες αυτής της ιστορίας. Η ταινία του Αλεξάντερ Σοκούροφ χαρακτηρίστηκε κινηματογραφικό επίτευγμα, μα και το πρώτο αυθεντικό αριστούργημα του 21ου αιώνα.
Τεχνικά, η ταινία αποτελεί ένα εντυπωσιακό πάντρεμα σινεμά και θεάτρου, αφού γυρίστηκε με μια ανάσα, μέσα σε μια ημέρα, με ένα και μοναδικό μονόπλανο. Συγκεντρώνει αρκετές πρωτιές: Αποτελεί την πρώτη ταινία γυρισμένη εξολοκλήρου σε High Definition και την πρώτη χωρίς μοντάζ, με τη μεγαλύτερη σκηνή steadicam στην ιστορία. Στην αδιάπαυστη αυτή ροή της, η ταινία επιφυλάσσει σημαντικές συγκινήσεις και εκπλήξεις στους θεατές, μα και μεγάλες οπτικές απολαύσεις: μπροστά απ’ τα μάτια τους περνούν εκατοντάδες έργα τέχνης και παρελαύνουν περισσότεροι από 2.000 ηθοποιοί και κομπάρσοι, ντυμένοι με εκθαμβωτικά κοστούμια, κοσμήματα, περούκες και χτενίσματα. Τη μουσική αναλαμβάνουν ζωντανά τρεις συμφωνικές ορχήστρες.
O Ήλιος (The Sun) – 2004
Μια σπουδή πάνω στον αυτοκράτορα Χιροχίτο και την πτώση του, στην μετά Χιροσίμα και το Ναγκασάκι περίοδο, καθώς υποχρεώνεται από τον Στρατηγό ΜακΆρθουρ να κάνει μια αδιανόητα εξευτελιστική αυτοκριτική. Δίπλα στον αυτοκράτορα βρίσκονται δύο άτομα που τον συνοδεύουν: ο καμαριέρης κι ο γέρος υπηρέτης. Με τη βοήθειά τους, καθίσταται δυνατή η λεπτομερής παρακολούθηση της καθημερινής ζωής των ηρώων. Ο Χίτλερ τερμάτισε τη ζωή του ως αυτόχειρας, ο Μουσολίνι εκτελέστηκε, ενώ ο Χιροχίτο ούτε καν δικάστηκε. Βυθίστηκε στη δίνη ιστορικών γεγονότων τα οποία πρακτικά πέρασαν απαρατήρητα.
«Ο Χιροχίτο πρόσθεσε άλλο ένα χρώμα στην εικόνα του κόσμου που προσπαθούμε να δημιουργήσουμε, να απεικονίσουμε. Είναι μια άλλη πλευρά του ανθρώπινου χαρακτήρα την οποία είναι αδύνατον να κατανοήσουμε απολύτως. Ο χαρακτήρας είναι το συστατικό. Ο χαρακτήρας είναι ένα ανεξάντλητο καλλιτεχνικό υποκείμενο.» – Αλεξάντερ Σοκούροφ
Φάουστ (Faust) –2011– Χρυσό Λιοντάρι, Φεστιβάλ Βενετίας
Στην ταινία του Σοκούροφ ο διάβολος Μεφιστοφελής δεν παρουσιάζεται ως μυθολογικό, αλλά ως ζωντανό πρόσωπο – ενεχυροδανειστής. Υπάρχει ο Θεός. Υπάρχει και ο άνθρωπος. Ο διάβολος δεν είναι θεατρική επινόηση, θεωρεί ο σκηνοθέτης της ταινίας. Ο Φάουστ του είναι ένας οραματιστής επιστήμονας του 19ου αιώνα, ένας επαναστάτης, ένας άνθρωπος του πνεύματος. Παραμένει όμως «άνθρωπος» και για αυτό κουβαλά τις αδυναμίες της σάρκας: φιλοδοξία, απληστία, πόθο. Ο Σοκούροφ καταφέρνει να πλάσει ένα φιλοσοφικό σύμπαν όπου κινηματογραφικές εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς προσθέτουν την αλληγορική τους διάσταση στον διάλογο ανάμεσα στα φυσικά, θνητά μας όρια και το αχαλίνωτο μας πνεύμα.
Francophonia – 2015
Η ιστορία αφηγείται την μοίρα του μουσείου του Λούβρου κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής του Παρισιού και γενικότερα την σχέση της τέχνης, των εκθεμάτων και της πολιτιστικής κληρονομιάς με τον πόλεμο. Δοσμένη μέσα από την συνεχή αφήγηση ενός Ρώσου σκηνοθέτη, η ταινία περιλαμβάνει φωτογραφικό και οπτικοακουστικό υλικό του Β παγκοσμίου πολέμου εικόνες από εκθέματα του Λούβρου, πλάνα σύγχρονα και εποχής, συνθέτοντας ένα ιδιαίτερο κολάζ. Πηδάει από εποχή σε εποχή, από ποίημα σε πίνακα και σε σχόλιο με έναν γοητευτικό τρόπο.
Πολύ έξυπνα και διακριτικά σχολιάζεται η άνευ μάχης παράδοση της Γαλλίας κατά τον πόλεμο για χάρη της διατήρησης του γαλλικού έθνους. Όπως σωστά δηλώνεται, το Λούβρο δεν κινδύνεψε ποτέ από βομβαρδισμούς. Η (προδοτική) γαλλική κυβέρνηση του Vichy, συνεργάστηκε πλήρως και άνευ όρων με τις κατοχικές δυνάμεις, οι Γάλλοι αξιωματούχοι μαζί με τους Γερμανούς θαυμαστές του γαλλικού πολιτισμού προστάτευσαν τα μνημεία της Γαλλίας και χωρίς πολύ καταστροφή τα ξαναπήραν πίσω στο τέλος του πολέμου ανέπαφα. Στην ταινία αναφέρεται η ιστορία του Διευθυντή του μουσείου του Λούβρου και του Γερμανού υπεύθυνου για την προστασία της γαλλικής τέχνης.
Η σύγκριση με την αντίσταση της Ρωσίας, της μάχης σώμα με σώμα, χωριό με χωριό και τα εκατομμύρια νεκρούς της, είναι αναπόφευκτη. Ναι, κάποιοι άνθρωποι, προσπάθησαν πνίγοντας τις τύψεις τους να προστατεύσουν ότι περνούσε από το χέρι τους σε τέτοιες κρίσιμες περιόδους, αλλά ναι, αυτό δεν ήταν αρκετό. Άξιζε άραγε η διακήρυξη του Παρισιού ως ανοιχτή πόλη στις γερμανικές δυνάμεις και η προστασία, χάρη σε αυτήν την διακήρυξη, της πόλης (και ότι αυτή πρεσβεύει), την προδοσία του τριπτύχου: Liberte, Egalite, Fraternite? Το τρίπτυχο αυτό καθώς και τα φαντάσματα της Marianna και του Ναπολέοντα στοιχειώνουν την ταινία. Με μια πολύ λεπτή, γλυκόπικρη ειρωνεία μας αφήνει να αναρωτιόμαστε: τελικά έπραξαν σωστά αυτοί οι αξιωματούχοι ή ορθώς η ιστορία τους ξέχασε;