(Prometheus)
Επιστ. Φαντασίας, 2012, Η.Π.Α., 124 λεπτά
Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ
Παίζουν: Νούμι Ραπάς, Μάικλ Φασμπέντερ,Σαρλίζ Θέρον, Λόγκαν Μάρσαλ-Γκριν
Ομάδα εξερευνητών ανακαλύπτει στοιχεία για την προέλευση του ανθρώπινου είδους στη Γη. Τα στοιχεία αυτά τους οδηγούν σ’ ένα συναρπαστικό ταξίδι στα πιο σκοτεινά σημεία του σύμπαντος, όπου θα χρειαστεί να διεξάγουν έναν τρομακτικό αγώνα για να σώσουν το μέλλον της ανθρώπινης φυλής.
Ο παλιός Σκότ, όταν ασχολήθηκε με την επιστημονική φαντασία (κίνηση που εκτόξευσε την καριέρα του) πέτυχε να διαχωρίσει δυο θεμελιώδεις κινηματογραφικές εκδοχές της, φτιάχνοντας αντίστοιχα φιλμ που διέπρεψαν σε αυτό που είχαν να προσφέρουν. Η ταινία επιβίωσης παρουσιάστηκε με το Alien, όπου το πέπλο μυστηρίου γύρω από το “κακό” τέρας δεν έδινε σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη του (ή αντιθέτως άφηνε δεκάδες ασαφείς). Σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια, όπως τη διερεύνηση της σχέσης του Δημιουργού με το είδος του, έφτασε τρία χρόνια αργότερα, στο Blade Runner όπου άφησε επί μέρους τη δράση, πατώντας στις φιλοσοφικές αναζητήσεις του βιβλίου του Φίλιπ Ντικ. Οι ξεκάθαρες προσεγγίσεις στα δύο αυτά φιλμ βοήθησαν αφενός στην τότε επιτυχία τους και αφετέρου στην διαχρονικότητα τους, καθώς μέχρι σήμερα θεωρούνται ακρογωνιαίοι λίθοι στις θεματικές που αναφέρονται.
Στο σήμερα, ο Προμηθέας του Σκοτ έχει πίσω μια κολοσσιαία παραγωγή που φροντίζει ώστε να παραμένει σχεδόν σε όλη τη διάρκειά του οπτικό υπερθέαμα, ξεπερνώντας κάποιες φορές τις σημερινές στουντιακές νουθεσίες όταν για παράδειγμα αντί μιας θορυβώδους αρχής προτιμά τις βωβές εικόνες του ανεξερεύνητου τοπίου – έστω και με την χρήση αμέτρητων εφέ. Το βασικότερο πρόβλημά του όμως, είναι ότι δεν διαλέγει ξεκάθαρα θεματική και χωρίζεται σε δυο ανολοκλήρωτα κομμάτια. Η διερεύνηση των σκοπών της αποστολής στην πρώτη ώρα του φιλμ και η πιθανότητα εύρεσης ενός πολιτισμού που δημιούργησε αργότερα τον δικό μας, γεννά στους συμμετέχοντες έναν αριθμό ερωτημάτων γύρω από τον σκοπό της ύπαρξης μας που ανεβάζει πολύ τις προσδοκίες για το τί θα επακολουθήσει αλλά και πως θα διαχειριστεί ο Σκότ τέτοια υπαρξιακά θέματα. Η παρουσία μάλιστα ενός ανδροειδούς στην αποστολή που συζητά με τους δημιουργούς του μεταξύ άλλων για την ουσία της δημιουργίας, δίνει ένα εύστοχο παράδειγμα για το πώς θα αντιμετώπιζε ο άνθρωπος την πιθανότητα συνάντησης με τον δημιουργό του και τί ακριβώς θα ήθελε να μάθει σχετικά με την ύπαρξή του.
Δυστυχώς στο δεύτερο μισό, ο Σκοτ πετάει στα σκουπίδια ότι έχει γίνει ως εκείνη την ώρα και επικεντρώνεται στο να δημιουργήσει ατμόσφαιρα θρίλερ επιβίωσης, κάτι που δεν θα ήταν απαραίτητα κακό αν αυτός ήταν ο σκοπός του από την αρχή. Η φιλοσοφία επιστρέφει μόνο στο τέλος, κακήν κακώς και άτσαλα, πλάι στο teaser που συνδέει το όλο φιλμ με το Alien, κι αυτό μόνο για να αφήσει κληρονομιά σε φιλόδοξους σκηνοθέτες του σήμερα που θα πιάσουν στα χέρια τους πιθανές συνέχειες του Προμηθέα – θυμηθείτε πως τις συνέχειες του Alien υπέγραψαν κατά σειρά, Κάμερον, Φίντσερ και Ζενέ.
Αυτή η μπασταρδεμένη προσέγγιση του Σκοτ στο φιλμ του, αυτομάτως τελειώνει κάθε συζήτηση σύγκρισης με το Alien, καθώς μιλάμε πλέον για εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Άλλωστε στα 30 και κάτι χρόνια που μεσολάβησαν, η επιστημονική φαντασία αναπτύχθηκε αρκετά και το να αποτελέσεις σημείο αναφοράς σήμερα, είτε φτιάχνοντας καθαρή περιπέτεια είτε φιλοσοφικό έπος, απαιτεί και αντίστοιχη φρεσκάδα που είχε ο βρετανός σκηνοθέτης τότε, αλλά και αντίστοιχη θέληση από τα στούντιο-χρηματοδότες που εξακολουθούν να τολμούν όλο και λιγότερο. Ο Σκοτ έψαξε μεν αυτό και στο οπτικό κομμάτι (η καλλιτεχνική επιμέλεια του ξένου κόσμου κοντράρει το Avatar) και στο περιεχόμενο, αλλά κάπου βολεύτηκε με πάντρεμα των ειδών με αποτέλεσμα οι όποιες καινοτομίες του να αφορούν μόνο το πρώτο.