Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος γράφει για το βιβλίο του Σάντρο Πέννα «Ο σκονισμένος ποδηλάτης, ποιήματα 1928-1976», μτφ Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Το Ροδακιό
Όταν ρώτησαν κάποτε τον Νίκο Καρούζο πώς περνάει τις ελεύθερες ώρες του, εκείνος απάντησε: «Πίνοντας καφέδες και χαζεύοντας πίσω απ' τα τζάμια των καφενείων τους καταναλωτές, που πάνε κι έρχονται στον δρόμο». Ό,τι ακριβώς θα μπορούσε να είχε απαντήσει και ο Σάντρο Πέννα σε μια τέτοια ερώτηση, με τη μόνη ίσως διαφορά πως ο ιταλός ποιητής δεν θα παρατηρούσε με τον ίδιο τρόπο, αόριστα και αδιάφορα, τους διαβάτες που θα περνούσαν από μπροστά του, αλλά θα αναζητούσε την ομορφιά και το θάλπος στα πρόσωπα, στα σώματα και στις κινήσεις των νέων αγοριών. Γιατί – κρίνοντας από τα ποιήματά του – τίποτε άλλο δεν φαίνεται να έκανε στη ζωή του αυτός ο ποιητής από το να περιφέρεται στους δρόμους και να ατενίζει, να ποθεί, να ερωτεύεται και να πονά για έναν όμορφο νέο.
Μα και η μελέτη της βιογραφίας του επιβεβαιώνει, σε μεγάλο βαθμό, αυτή την εικόνα. Γεννημένος στην Περούτζια το 1906 ο Σάντρο Πέννα θα εγκατασταθεί στα είκοσι δύο του χρόνια στη Ρώμη και θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια του, ώς τον θάνατό του το 1977, ζώντας σε μεγάλη ένδεια, δοσμένος απόλυτα στις μέρες της σχόλης και του έρωτα, μέρες που γράφεται η ποίηση, όπως καίρια αναφέρει ο ικανότατος μεταφραστής Ερρίκος Σοφράς. Αδιαφορώντας για κάθε είδους σταδιοδρομία και επιτυχία, γυρνώντας την πλάτη του στην κατανάλωση και στην επίδειξη, θα παραμείνει σταθερός στη γραμμή που από νέος χάραξε και θα αποτυπώσει με θεματική και εκφραστική τόλμη εικόνες και ήχους, περιστατικά και στιγμιότυπα μιας ζωής που κάθε ηθικολόγος θα σπεύσει να καταδικάσει, μα κάθε ανοιχτόμυαλος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να επικροτήσει και να απολαύσει. Ηθικολόγοι, λέει ο ποιητής, «ο κόσμος που σας φαίνεται από αλυσίδες / είναι όλος υφασμένος με αρμονίες βαθιές».
***
Η Εύη Καρκίτη γράφει για τα κριτήρια με τα οποία επιλέγουμε τα βιβλία που θα διαβάσουμε και τα βιβλία που δεν θα διαβάσουμε.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν πίστευε ότι τα «βιβλία που κρατάμε και τα βιβλία που πετάμε, αυτά που αποφασίζουμε να διαβάσουμε και αυτά που τελικά δεν διαβάζουμε, λένε κάτι γι' αυτό που είμαστε». Στα βιβλία βρίσκονται τα γούστα, τα ενδιαφέροντα και οι συνήθειες του ιδιοκτήτη τους. Και κάτι παραπάνω από αυτό. Τρέφοντας ο Μπένγιαμιν μια απεριόριστη εκτίμηση στο γραπτό λόγο και κυρίως στην έντυπη μορφή του θεωρούσε πως μπορούν να φωτίσουν σε προσωπικό επίπεδο τον κόσμο μας και επιπλέον να κάνουν την πολιτιστική σύνδεση μιας γενιάς με την επόμενη.
Ο αναγνώστης κυκλοφορεί μέσα σε ένα συγκριμένο πολιτιστικό περιβάλλον που έχει ιστορία, ανησυχίες, αναζητήσεις, πειραματισμούς και φυσικά αγωνίες. Στο περιβάλλον αυτό αναφέρονται βιβλία, έργα δηλαδή της ανθρώπινης δημιουργικότητας τα οποία τελικά αναγνωρίζονται ως σπουδαία και θέλει κάποιος να τα έχει στις πνευματικές αποσκευές του. Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια πόσο πολύ είχε ενοχλήσει η φράση μιας κυρίας που έγραψε ένα μπεστ σελερ της σειράς και δεν κατάφερε να επαναλάβει την επιτυχία της: «Έχω διαβάσει Κάφκα, αλλά δεν μου αρέσει». «Πώς μπορεί να μην της αρέσει ο Κάφκα» είναι το εύλογο ερώτημα που προκύπτει ή ακόμη χειρότερα «Ποια είναι αυτή που θα μας πει ότι δεν της αρέσει ο Κάφκα;».
Ο δεύτερος πόλος που αναδεικνύει η θέση του Μπένγιαμιν είναι εκείνη της προσωπικής επιλογής των βιβλίων είτε ως διεξόδου από την προσωπική αγωνία είτε ως επιβεβαίωσης. Σπάνια το ομολογούμε δημόσια όμως θέλουμε τα βιβλία που διαβάζουμε να είναι κοντά σε αυτά που σκεφτόμαστε. Είναι λυτρωτικό και ανακουφιστικό. Ακόμη και αν διαβάσουμε βιβλία που μας φέρνουν τα πάνω-κάτω είναι γιατί εμείς ήμασταν έτοιμοι να κάνουμε «θερινό» το διανοητικό μας σπίτι. Διαφορετικά δεν θα τα διαβάζαμε καθόλου και αν τα επιλέγαμε θα τα αφήναμε να μας κοιτούν από τις βιβλιοθήκες μας.