Μετά το bestseller της «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», η τελευταία εκδοτική απόπειρα της Αμερικανίδας συγγραφέως καταδεικνύει τους φόβους απέναντι στο διαφορετικό.
Το νέο βιβλίο της Harper Lee που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Φεβρουάριο σε ηλικία 89 ετών γράφτηκε τη δεκαετία του '50 και αποτελεί το προανάκρουσμα του «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια». Μέσα στην ηθογραφία του αμερικανικού Νότου, η βραβευμένη με Πούλιτζερ συγγραφέας μας παρουσιάζει τη νεαρή Τζιν Λουίζ, η οποία επιστρέφει για λίγες μέρες από τη Νέα Υόρκη στο πατρικό της σπίτι που βρίσκεται στη φανταστική πόλη του Μέικομπ, αν και μάλλον πρόκειται για την πόλη Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα, γενέτειρα της Lee. Παρόλα αυτά, η σύντομη παραμονή της εκεί συμπίπτει με την εκστρατεία της «Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων», προκειμένου οι μαύροι να έχουν το δικαίωμα να καταλαμβάνουν διοικητικές θέσεις. Ο κοσμοπολιτισμός της Τζιν Λουίζ και η γαλούχησή της με ανθρωπιστικές αξίες που αναγνωρίζουν όλους τους ανθρώπους ως ίσους και καταδικάζουν κάθε είδους προνόμια τη θέτουν αντιμέτωπη με τον πατέρα της, Άττικους Φιντς, και το σύντροφό της, Χένρι Κλίντον, καθώς αμφότεροι, με τη νομική τους ιδιότητα, επιχειρούν να αποτρέψουν την επιτυχή έκβαση της δικαστικής υπόθεσης. Βασική τους θέση επί τούτου είναι ότι οι μαύροι δεν είναι αρκετά έτοιμοι από παραγωγικής σκοπιάς για να διοικήσουν μια κομητεία κι αν αυτό συμβεί, η πολιτική τους θα αποκτήσει φυλετικό χαρακτήρα.
Η νέα και φιλόδοξη Τζιν Λουίζ αντιπαρατίθεται με τις συμβάσεις της επαρχίας. Παρατηρεί τις συμμαθήτριές της που ακολούθησαν το σίγουρο μονοπάτι της οικογενειακής ζωής. Ο πατέρας της, από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία και της ζητά να επιστρέψει μόνιμα. Για την Τζιν Λουίζ μια τέτοια απόφαση θα σήμαινε τον συμβιβασμό της όχι μόνο ως προς τις καθιερωμένες συντηρητικές πρακτικές, αλλά και με αναδυόμενες αντιλήψεις, στις οποίες υφέρπει ο ρατσισμός. Ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις και το πρότυπο του ανθρώπου που έβλεπε στο πρόσωπο του πατέρα της δείχνουν καταρρέουν. Θα κληθεί, επομένως, να λάβει την πιο σημαντική οντολογικά απόφαση στη ζωή της: ή να εμμείνει στις θέσεις της και να έρθει σε ρήξη με το οικογενειακό της περιβάλλον ή να «ενηλικιωθεί» κατανοώντας τα κίνητρα των δικών της ανθρώπων. Ο θείος της και γιατρός, Χανκ Φιντς, θα είναι αυτός που θα αναλάβει το ρόλο του «φύλακα» να καταπραΰνει τα συναισθήματά της. Το πρότυπο του πατέρα της θα «σκοτωθεί» μέσα της και ταυτόχρονα θα γεννηθεί το καινούργιο: η διαλλακτικότητα και η αποδοχή του Άλλου με τις προκαταλήψεις του.
Πρόκειται για ένα βιβλίο πολιτικοποιημένο, με βαθιές κοινωνικές ρίζες που αγγίζουν όχι μόνο ζητήματα φυλετικού διαχωρισμού, ταυτότητας μεταξύ Νότου και Βορρά, αλλά και ρατσισμού από τους λευκούς προς τους «φτωχοβρωμολευκούς» που ανήκαν σε κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Με εξαιρετική επιτυχία, η συγγραφέας διεισδύει στον ψυχισμό της νεαρής γυναίκας -δεν το καταφέρνει εξίσου με τους αντρικούς χαρακτήρες- και κατορθώνει να καταστήσει τη δημοκρατική συνείδηση βασικό αποτρεπτικό μηχανισμό κατά του μίσους και της λεκτικής βίας. Η φυλετική ισότητα, αφετέρου, δεν θεμελιώνεται πρωτίστως στις νομικές κατοχυρώσεις της, αλλά σε ουσιαστικές αξιακές αλλαγές που οφείλουν να εμφανίζονται με συνέπεια ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Ενώ στο «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» επιχειρείται η προάσπιση των δικαιωμάτων των μαύρων κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης και πιο συγκεκριμένα, την τριετία 1933-1935, στο «Βάλε ένα φύλακα» η Lee υπερασπίζεται την ανεκτικότητα, την απαλλαγή από προκαταλήψεις και τη σημασία της αντιμετώπισης των άλλων ως ατελών ανθρώπινων όντων.
Η Nelle Harper Lee γεννήθηκε στις 28 Απριλίου 1926 στο Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα από τη Frances Cunningham (Finch) και τον δικηγόρο, Amasa Coleman Lee.
Την περίοδο των σχολικών της χρόνων, ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αγγλική λογοτεχνία. Μετά την ενηλικίωσή της και τη μονοετή φοίτησή της στο κολλέγιο Χάντιγκτον του Μοντγκόμερι, πήρε μεταγραφή για το πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στην Τασκαλούσα, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές στη Νομική. Το 1957 ολοκλήρωσε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Βάλε ένα φύλακα» και τρία χρόνια αργότερα, εκδόθηκε το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» που έμελλε να γίνει παγκόσμιο bestseller με περισσότερα από 30 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και το 1961 της χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ. Μετά από σχετική ψηφοφορία, το περιοδικό «Library Journal» ανέδειξε το 1999 το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» ως το κορυφαίο μυθιστόρημα του αιώνα. Το 1962, το βιβλίο της μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον παραγωγό, Alan J. Pakula. Στα μέσα της δεκαετίας του '60, συνδέθηκε φιλικά με τον Τruman Capote και τον επηρέασε στη συγγραφή του βιβλίου του, «Εν Ψυχρώ». Τις επόμενες δεκαετίες, ακολούθησαν άλλες δύο συγγραφικές απόπειρες χωρίς να ολοκληρωθούν. Το 2015, ο εκδοτικός οίκος, HarperCollins, ανέλαβε να εκδώσει το «Βάλε ένα φύλακα». Στις 19 Φεβρουαρίου 2016 και στη γενέτειρα πόλη της, έφυγε από τη ζωή στον ύπνο της σε ηλικία 89 ετών.
Συγγραφέας: Harper Lee
Τίτλος: Βάλε ένα φύλακα
Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις Bell (2015)
Σελίδες: 288