“― Και τα πράγματα, που είδες
παππού, και ξεύρεις; ― ηρώτησα εγώ τότε εν μεγίστη απορία. ― Στην χώρα που ψήν'
ο ήλιος το ψωμί εκεί κοντά που ζουν οι Σκυλοκέφαλοι, πότε επήγες, παππού;
― Ω! είπεν εκείνος τότε. Αυτού, ψυχή μου, δεν επήγα· με τ' αφηγήθηκε η γιαγιά
μου, όταν μ' εμάθαινε να πλέκω.
― Και στης θάλασσας τον αφαλό, παππού, που βγαίνει η Φώκια και πιάνει τα
καράβια, και τα ρωτά για τον Αλέξανδρο τον βασιλέα; Κ' εκεί δεν επήγες;
― Όχι, ψυχή μου! Κι αυτό με τ' αφηγήθηκ' η γιαγιά μου.
― Και στο σπήλαιο, παππού, που είν' η Μάγισσα, που μαρμαρώνει τους ανθρώπους,
κ' εκεί δεν επήγες;
― Όχι, ψυχή μου! Η γιαγιά μου, με τ' αφηγήθηκε, η γιαγιά μου.
Απερίγραπτος είναι η αύξουσα έντασις της απογοητεύσεώς μου ανά πάσαν αυτού
απόκρισιν. Όλη λοιπόν η μεγάλη εκείνη ιδέα μου περί των ταξειδίων του παππού,
όλη μου η προς αυτόν υπόληψις κ' εμπιστoσύνη δια την κοσμογνωσίαν και
πολυπειρίαν του περιωρίζετο έξαφνα εις τας διηγήσεις, δηλαδή τα παραμύθια, τα
οποία ήκουσεν από την μάμμην του, καθ' ον χρόνoν είχε την αφέλειαν να πιστεύη ο
πτωχός και το ότι ήτο θηλυκού και ουχί αρσενικού γένους! Απελπισία και
αγανάκτησις κατείχε την καρδίαν μου.
― Και ταις βασιλοπούλαις, παππού, και αυταίς λοιπόν δεν ταις είδες με τα μάτια
σου; και δεν έφαγες και δεν εκουβέντιασες μαζί των;
― Ποιαίς βασιλοπούλαις, ψυχή μου;
― Νά! αυταίς που ερωτεύονται με τα ραφτόπουλα, και αρρωστούν από την αγάπη, και
στέλνουν τον πατέρα τους, τον βασιλέα με την κορώνα, να πάγη να παρακαλέση τον
γαμβρό; Δεν θυμάσαι, που με τώλεγες; Δεν θυμάσαι την Χρυσόμαλλη Νεράιδα και τα
λευκονδυμένα νεραϊδόπουλα, που τραγουδούν, παππού, και γελούν και χορατεύουν,
και ράφτουν τα νυφιάτικα, χωρίς ραφή και ράμμα;
― Αχ! ψυχή μου! Είπεν ο γέρων τότε λυπημένος. Αυτό το άκουσα από την γιαγιά
μου, όταν μ' εμάθαινε να κεντώ και να ράφτω! Μα θαρρώ, ψυχή μου, πως μήτ'
εκείνη δεν το είδε με τα μάτια της!’’
Γ. Μ Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα. Επιμέλεια: Παν.
Μουλλάς, εκδ. ΕΣΤΙΑ: Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη
‘’ Στο σπίτι την περισσότερη ώρα
έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Ύστερα αντέγραψα κάτι πολύ ωραίους στίχους:
Αν δε σε δω, καρδούλα μου, μιαν
ώρα,
μου φαίνεται πως πέρασε ένας
χρόνος.
πόσο άχαρη έγινε η ζωή μου τώρα
που σύντροφοί μου η πίκρα είναι
κι ο
πόνος.
Μάλλον θα πρέπει να είναι του
Πούσκιν. Κατά το βραδάκι τυλίχτηκα στο παλτό μου και πήγα και στήθηκα έξω από
την πόρτα της Εξοχότητός του. Περίμενα ώρα μήπως τυχόν και βγει εκείνη για να
μπει στην άμαξα και τη δω άλλη μια φορά. Αλλά όχι, δε βγήκε.’’
Νικολάι Γκόγκολ. Το παλτό & Το ημερολόγιο ενός τρελού
(μετάφραση: Γιώργος Τσακνιάς), εκδ. Πατάκη
“Πάρε με λοιπόν από δω.
Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα
πώς ζούνε το χειμώνα
Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία
κι όλους τους φίλους που φύγανε
και δεν μπορούν πια να με προδώσουν
πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε
αφού στο ‘χω γράψει στο ‘χω πει
όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα
γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ
κι όλο αλλάζω σεντόνια”
“Πάρε με ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ μου
η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή
προσπίπτω στα φοβερά μπούτια σου
πάρε με απ’ το γήινο κόσμο.
Χρόνια αφήνω το παράθυρο ανοιχτό
περιμένοντας εσένα και τα UFO
δεν αντέχω άλλο τους θνητούς
είμαι ανάμεσα φθοράς και αφθαρσίας.
Πάρε με απ’ το χέρι
Ανέβασε με στους ανεξερεύνητους πλανήτες
Δείξε μου να πετάω
Πάνω απ’ τα γήινα και τα συμπλέγματα μου”
Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, εκδ. Καστανιώτη
‘’Απόλυτη νύχτα, απόλυτη
ανησυχία εκεί έξω.
Ειρήνη σε όλη τη Φύση.
Η Ανθρωπότητα ξεκουράζεται και ξεχνά τις
πίκρες της.
Ακριβώς.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά τις χαρές και τις πίκρες
της.
Συνηθισμένο να λέγεται κάτι τέτοιο.
Η Ανθρωπότητα ξεχνά, ναι, η Ανθρωπότητα ξεχνά,
Αλλά και ξύπνια η ανθρωπότητα ξεχνά.
Ακριβώς. Αλλά εγώ δεν κοιμάμαι.’’
ΑΥΠΝΙΑ, Ποιήματα του Ετερώνυμου Άλβαρο ντε Κάμπος,
Φερνάντο Πεσσόα-Κ. Π Καβάφης, Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου
Εισαγωγή-μετάφραση-ανθολόγηση: Γιάννης Σουλιώτης. Εκδ:
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
‘’ ‘Έφτασε την επόμενη μέρα το
βράδυ. Είχε κρεμασμένη μια τσάντα ,μ’ ένα μακρύ λουρί στον ώμο και τη βρήκε
κομψότερη απ’ την τελευταία φορά. Στο χέρι κρατούσε ένα βιβλίο: την ‘’Άννα
Καρένινα’’ του Τολστόι. Το ύφος της ήταν χαρούμενο, λίγο θορυβώδες κιόλας κι
έκανε προσπάθεια για να του δείξει ότι είχε περάσει όλως τυχαίως, για μια
περίσταση εξαιρετική: βρισκόταν στην Πράγα για επαγγελματικούς λόγους, ίσως (
οι κουβέντες της ήσαν πολύ αόριστες) για να ψάξει μια καινούργια δουλειά.
Μετά βρέθηκαν ξαπλωμένοι ο ένας
δίπλα στον άλλο, γυμνοί και χαλαροί στο ντιβάνι.’’
Μίλαν Κούντερα, ‘’Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι.’’
‘’ Η Γλαύκη άνοιξε το παράθυρο,
που ένα κομμάτι από το λιμάνι. Στο αντίφωτο, μακριά, τα γλαριά πάνω απ’ την
μπλάβα θάλασσα μοιάζανε σαν άσπρες πεταλούδες. Μια φορτηγίδα άφηνε πίσω της
αφρισμένες αυλακιές. Η μέρα είτανε διάφανη. Ο Αύγουστος ήθελε μόνο μια εβδομάδα
για να τελειώσει. Ωστόσο είχε κιόλας κάποιαν αόριστη αίσθηση από το φθινόπωρο,
όπως άρχιζε πια να βραδιάζει γρήγορα, οι παραθεριστές λιγοστεύανε κι οι
ψυχρούλες κάνανε σύντομα τα ξενύχτια..’’
Τάσος Αθανασιάδης, Η αίθουσα του θρόνου, εκδ:
βιβλιοπωλείον της ‘’ΕΣΤΙΑΣ’’