HomeCinema8 ταινίες που προβάλλονται στο ERTFLIX και...

8 ταινίες που προβάλλονται στο ERTFLIX και θα ομορφύνουν τις νύχτες του Αυγούστου

Οι πλατφόρμες ανανεώνουν συνεχώς τις λίστες τους. Εάν δεν τις έχεις δει, να μια καλή ευκαιρία, αν έχεις ξεμείνει στην πόλη.

Η Τέλεια Ομορφιά (La grande bellezza / The Great Beauty)

Δράμα/ Κωμωδία, 2013,
Ιταλία/Γαλλία, 142 λεπτά
Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο
Πρωταγωνιστούν: Τόνι Σερβίλο, Κάρλο Βερντόνε, Σαμπρίνα Φερίλι

Μια καλή ταινία συνήθως σου κλείνει το μάτι από τα πρώτα λεπτά. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την Τέλεια Ομορφιά του Πάολο Σορεντίνο. Στην πρώτη σκηνή ένας Γιαπωνέζος τουρίστας καταρρέει υπό το βάρος της αιώνιας γοητείας της Ρώμης. Στην δεύτερη ένας αδιόρθωτος μπον βιβέρ, ο Τζεπ Γκαμπαρντέλα, γιορτάζει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο τα γεννέθλια του στα οποία παρεβρίσκεται το σύνολο της κοσμικής Ρώμης. Άλλοτε γκροτέσκες και άλλοτε γοητευτικές γυναικείες φιγούρες παρελαύνουν από τον φακό για να μαγνητίσουν το βλέμμα μας σε συνδυασμό με την γοητεία της Ρώμης στο παρόν. Και μέσα σε όλα η υπαρξιακή αναζήτηση του Τζεπ, ο οποίος φτάνοντας στα 60φεύγα ξέρει ότι ο χρόνος δεν μπορεί να περιμένει και δεν μπορεί να σπαταλάει κάθε στιγμή με την ίδια αλαζονία που είχε στη νιότη του.

Όπως και στις προηγούμενες δύο ταινέις του, το πολιτικό Il Divo αλλά και το υπαρξιακά κωμικό This must be the place, ο Σορεντίνο ζωγραφίζει το κινηματογραφικό κάδρο του με έναν εκφραστικό συνδυασμό χρωμάτων και καταστάσεων. Η αφηγηματική πλοκή του είναι αφοπλιστικά λεπτομερής, το πάθος για τη ζωή έστω κι αν σε κάποιες στιγμές γίνεται με σαρκασμό ξεχειλίζει σε κάθε πλάνο της ταινίας.

Πάνω απ’ όλα όμως ο Σορεντίνο δημιουργεί ένα γοητευτικό σύμπαν, μια αληθινή πανδαισία που κρύβει σε κάθε γωνιά τον Φεντερίκο Φελίνι. Η κοσμική μπουρζουαζία της Ντόλτσε Βίτα, οι χυμώδεις Ιταλιάνες της Πόλης των Γυναικών, η ίδια η Ρώμη και ο σαρκασμός για το κοινωνικό στάτους του παρόντος, την καθολική εκκλησία και τελικά ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι του 8 1/2 που ο Τόνι Σερβίλο, πέρα απο την υπεροχη ερμηνεία του, αποκαθιστά επάξια ως μεταμοντέρνο είδωλο. Και όχι μόνο αυτό αλλά ο Σορεντίνο κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι στη Νύχτα του Αντονιόνι, στην ιντελεκτουέλ Ταράτσα του Ετόρε Σκόλα και τόσες άλλες εικόνες του ιταλικού σινεμά.

 

Moneyball

Δράμα, 2011, Η.Π.Α., 133 λεπτά

Σκηνοθεσία: Μπένετ Μίλερ

Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Τζόνα Χιλ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ρόμπιν Ράιτ

Ο Μπίλι Μπιν είναι general manager των Oakland A, μιας ομάδας μπέιζμπολ που αδυνατεί να συναγωνιστεί οικονομικά τις υπόλοιπες ομάδες του πρωταθλήματος και παρακολουθεί ανήμπορος τους καλύτερους του παίχτες να φεύγουν ως free agents. Βεβαρημένος με τις προσδοκίες μιας μεγάλης καριέρας (ως παίχτης), που ποτέ δεν δικαίωσε και γαλουχημένος με το ψυχοφθόρο μότο “ο πρώτος είναι ο νικητής κι ο δεύτερος τίποτα βρίσκει αδύνατο να αποδεχτεί οτιδήποτε λιγότερο από τη θέση του πρωταθλητή. Πως όμως θα αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις ομάδες με πολλαπλάσιο μπάτζετ από τη δική του;

Τη λύση δίνει ο Πίτερ Μπραντ, ένας συνεσταλμένος, νεαρός οικονομολόγος, που του προτείνει την εφαρμογή μιας επαναστατικής μεθόδου συμπλήρωσης του ρόστερ, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην αξιολόγηση των στατιστικών στοιχείων της απόδοσης των παικτών και όχι στην αξία τους στο χρηματιστήριο του μπέιζμπολ. Έτσι, με εξαιρετικά χαμηλό μπάτζετ και μεταγραφές που προκαλούν την οργή φιλάθλων και δημοσιογράφων, χτίζει μια ομάδα, που σταδιακά αρχίζει να παίρνει αποτελέσματα. Κι από εκεί που όλοι λοιδορούν το moneyball (όπως βαφτίζει ο τύπος αυτή την τακτική), αρχίζουν να το ασπάζονται.

Η αξιολόγηση της στατιστικής στην κατάρτιση του έμψυχου υλικού μιας ομάδας με στόχο την μείωση των δαπανών και την αύξηση της απόδοσης έχει εξαπλωθεί σε αθλήματα πέραν του baseball κι έχει αποτελέσει συνταγή της επιτυχίας για ουκ ολίγες ομάδες. Φυσικά στην Ελλάδα αν δοκίμαζε κάποιος πρόεδρος ή προπονητής (γιατί ο θεσμός του general manager είναι άγνωστη έννοια) να ακολουθήσει τη συνταγή του Μπιν, οι αντιδράσεις τύπου, φιλάθλων και ανθρώπων του χώρου θα ήταν υψηλότερης έντασης. Στις ΗΠΑ πάντως το “moneyball θεωρείται σήμερα η συνταγή της επιτυχίας. Είναι τέτοια η δυναμική του, που κάποιοι άναψαν πράσινο φως για την κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του Μπίλι Μπιν. Η παραγωγή της ταινίας πέρασε από σαράντα κύματα, άλλαξε δύο σκηνοθέτες, αλλά τελικά έφτασε στις αίθουσες χάρη στην επιμονή του Μπραντ Πιτ, που ποτέ δεν εγκατέλειψε το project.

Το αποτέλεσμα είναι μια αθλητική ταινία που ασχολείται ελάχιστα με το αγωνιστικό μέρος του αθλήματος αλλά κυρίως με το διοικητικό. Φυσικά υπάρχει ο κρίσιμος αγώνας, που όλα φαίνονται ότι πάνε στραβά για την ομάδα, η οργισμένη διάλεξη εντός των αποδυτηρίων μετά από ένα άσχημο αποτέλεσμα και οι σχετικοί με τη σημασία του παιχνιδιού διάλογοι όπως σε κάθε αθλητική ταινία γενικότερα και σε κάθε ταινία για το μπέιζμπολ ειδικότερα. Ωστόσο το Moneyball δε μοιάζει με καμία άλλη σχετική ταινία.

Έχοντας στα χέρια του ένα απίστευτα πυκνογραμμένο και διόλου ανοικονόμητο σενάριο, ο Μπένετ Μίλερ φροντίζει μέσα σε 2 λεπτά να μάθεις όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για τον εκάστοτε χαρακτήρα και σε αρπάζει από τα μαλλιά με μια ιστορία εμμονοληπτικού κυνηγιού της πρώτης θέσης, αποτυπώνοντας τον χώρο του baseball management με μεγάλη λεπτομέρεια. Το (μπόλικο) χιούμορ στο φιλμ πηγάζει από την ειλικρίνεια των χαρακτήρων, αλλά και των ανθρώπων που τους ερμηνεύουν με τον θαυμαστό κύριο Πιτ να χτίζει έναν απολαυστικό, πολυδιάστατο χαρακτήρα, από εκείνους που χαρίζουν Oscar, αν το buzz είναι με το μέρος σου. Και οι διδαχές ενός πολιτισμού μπολιασμένου σε ένα άκρως ατομικιστικό κι ανταγωνιστικό πνεύμα κατά τα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού καταρρέουν μέσα από ένα ερασιτεχνικά ηχογραφημένο και (υπό διαφορετικές περιστάσεις σαχλό) ποπ τραγουδάκι στο cd player ενός τζιπ.

Το Moneyball είναι μια ταινία, στης οποίας τον κόσμο αν βυθιστείς, νιώθεις κατά τη διάρκειά της πως ακριβώς για αυτό το λόγο παρακολουθείς σινεμά, για να βιώνεις τέτοιες εμπειρίες.

 

Πλατεία Αμερικής/ Amerika Square

Ελλάδα/ Μεγάλη Βρετανία/Γερμανία 2016, του Γιάννη Σακαρίδη, με τους: Γ. Στάνκογλου, Μ. Παπαδημητρίου, Β. Κουκαλάνη, Θ. Μπαζάκα, Ε. Λίτση, Ξ. Ντάνια

Στην Πλατεία Αμερικής στη σύγχρονη Αθήνα συνυπάρχουν άτομα διαφορετικής φυλής, αντιλήψεων και ιδιοσυγκρασίας. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Μπίλλη είναι ένας σαραντάρης tattoo artist που ερωτεύεται μια νεαρή μετανάστρια. Ο Τάρεκ είναι πρόσφυγας από τη Συρία και θέλει μαζί με τη κόρη του να φύγει στο Βερολίνο.

Τέλος ο Νάκος είναι άνεργος, μένει με τους γονείς του και απεχθάνεται να βλέπει τους πρόσφυγες που έχουν βρει καταφύγιο σε αυτό που θεωρεί πλατεία του.

Ταινία παράλληλων ιστοριών λοιπόν, που βρίσκει ένα καλό ρυθμό στην εξέλιξη τους και πετυχαίνει ομαλή μετάβαση από τη μία στην άλλη, ενώνοντας τες τελικά με πειστικό τρόπο ώστε να οδηγηθούνε στην κοινή κορύφωση τους.

Παράλληλα η αφήγηση είναι τους εμπλουτισμένη με μονολόγους, του κάθε ένα από τους κεντρικούς χαρακτήρες, που φανερώνουν τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τις επιθυμίες τους. Οι μονόλογοι αυτοί, άλλοτε αστείοι, άλλοτε συγκινητικοί, ενίοτε υπερβάλουν στην προσπάθεια τους να αποκτήσουν κάποια ποιητικότητα, χρησιμοποιούνται πάντως με μέτρο χωρίς να μονοπωλήσουν έτσι τον κινηματογραφικό χρόνο.

Ο Βασίλης Κουκαλάνης, πολύ συγκινητικός στο ρόλο του πρόσφυγα και πατέρα που απελπισμένα προσπαθεί να βρει λύση στο αδιέξοδό του, δίνει αναμφισβήτητα τις πιο δυνατές στιγμές της ταινίας. Στο άλλο άκρο ο Νάκος με τον Μάκη Παπαδημητρίου να μοιάζει ιδανικός για το ρόλο ενός εξωτερικά καλοκάγαθου και ακίνδυνου κατά βάθος ρατσιστή γεμάτου προκαταλήψεις και μίσος νεοέλληνα. Διακριτικά και πετυχημένα ο Γιάννης Σακαρίδης συνδέει τη ξενοφοβία και το θυμό του με την προσωπική του αδράνεια και αποτυχία ως μέλος της κοινωνίας. Ωστόσο λίγο απότομα, ίσως όχι πειστικά τον οδηγεί σε ακραίες συμπεριφορές που σίγουρα απαιτούσαν περαιτέρω εξήγηση και σε μια ταινία σαν αυτή που επιχειρεί να ψυχογραφήσει τους διαφορετικούς παράγοντες μιας ισχυρότατης κοινωνικής κρίσης, οι εξηγήσεις είναι το παν. Παρόλα αυτά ο σκηνοθέτης φροντίζει στην τελευταία σκηνή ώστε ο μικρός ντελιβεράς που ήθελε να μιμηθεί τους αποικιοκράτες της Αμερικής και παραλίγο να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημία απ’ ότι ήθελε, να πάρει το μάθημα του και το κάνει με τρόπο απλούστατο και απολαυστικό.

Έχουμε επομένως να κάνουμε με μια ταινία που δεν προσφέρει ενδεχομένως κάτι που δεν έχουμε ήδη δει. Ωστόσο παρά τις κάποιες υπερβολές ή υπεραπλουστεύσεις της, δεν πέφτει στην παγίδα του να γίνει ακραία ή διδακτική και σε τελική ανάλυση δίνει μια ικανοποιητική παρουσίαση διαφορετικών μεταξύ τους χαρακτήρων, ο καθένας με τα δικά του προβλήματα και τους δικούς του στόχους, που δίνουν τον καθημερινό αγώνα τους, για μια πλατεία, για ένα σιντριβάνι, καμιά φορά και για την ίδια τη ζωή τους.

 

Free State of Jones

Σκηνοθεσία: Gary Ross

Ηθοποιοί: Matthew McConaugheyGugu Mbatha-RawMahershala Ali

Φυλετικές διακρίσεις, νόμος του ισχυρότερου και Αμερικανικός εμφύλιος περιπλέκονται στο αντιπολεμικό δράμα του Γκάρι Ρος που, παρότι δεν είναι τόσο διεγερτικό όσο θα περίμενε κανείς, κερδίζει τελικά τις εντυπώσεις εξ αιτίας της σημαντικής πραγματικής ιστορίας του, και κυρίως του πρωταγωνιστή του

Το άστρο του Μάθιου Μακόναχι ξεκίνησε να λάμπει, όταν ο ίδιος αποφάσισε να αφήσει κατά μέρος το φως και να περιπλανηθεί ερμηνευτικά στο σκοτάδι. Η απελευθέρωσή του από το καλογυμνασμένο sex symbol και η οδυνηρή διαπίστωση της ματαιοδοξίας της εξωτερικής εμφάνισης σε έναν κατασκευασμένο και επιφανειακό φιλμικό κόσμο, τον οδήγησαν στο στάδιο της κινηματογραφικής ωριμότητας και εν τέλη της ουσιαστικής επιτυχίας. Σχεδόν όλες οι τελευταίες ταινίες του (παρότι οι επικριτές του τον κατηγορούν για μανιερισμό) διέπονται από τη σοβαρότητα της περφόρμανς, την πίστη προς το εγχείρημα και τη συνειδητοποίηση του μεγέθους του κεντρικού ρόλου που ο Τεξανός ηθοποιός καλείται να ενσαρκώσει. Το συγκεκριμένο φιλμ μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά το ειδικό βάρος πρωταγωνιστή του, αφού ουσιαστικά του δίνει την άδεια να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Συνδυάζοντας βαριά, γήινη προφορά και ρίχνοντας τον τόνο της φωνής του όσο πιο βαθιά γίνεται, ο Μακόναχι αποδέχεται το γεγονός ότι αυτή η αντιπολεμική ταινία γύρω από την ταραγμένη ιστορία της Αμερικής, από τα χρόνια του εμφυλίου έως τις πρώτες απόπειρες αναγνώρισης των φυλετικών δικαιωμάτων των μαύρων στο Νότο, προορίζεται ουσιαστικά για παράσταση για ένα ρόλο.

Ο δημιουργός των πρώτων ‘Παιχνιδιών Πείνας’ και του πανέξυπνου ‘Pleasantvile’ Γκάρι Ρος, σκηνοθετεί περισσότερο με πείσμα παρά με ενθουσιασμό την πραγματική ιστορία του Νιούτον Νάιτ, ενός νότιου αγρότη, λιποτάκτη από το πεδίο της μάχης που γυρίζει πίσω στην κομητεία Τζόουνς του Μισισιπή, οργανώνοντας σταδιακά έναν μικρό στρατό αντιφρονούντων ο οποίος τελικά φτάνει να πολεμά κατά της Συνομοσπονδίας. Παρότι ο ίδιος ο Νάιτ θεωρείται ιστορικά μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, η ταινία του Ρος δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, εξυψώνοντας την μοναδικότητα του ήρωα και αποτυπώνοντάς τον ως έναν ακούραστο πολεμιστή στο πλευρό της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το επίσης ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο θρύλος γύρω από την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή μοιάζει να γεννιέται χωρίς ουσιαστικά ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ούτε κάποιον ανώτερο σκοπό, προσδίδοντας έτσι αληθοφάνεια στο κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, προσπαθώντας να συμπτύξει μια προσωπική ιστορία με τα γεγονότα ενός ολόκληρου έθνους, το φιλμ χάνει λίγο την ορμή του, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό, εμπλέκοντας μαζί με ένα ρομάντζο που σιγοκαίει (αυτό μεταξύ του ήδη παντρεμένου Νάιτ και της μαύρης σκλάβας Ρέιτσελ) τις πρώτες παράτολμες πολίτικες δραστηριότητες αυτών που μέχρι τότε ονομάζοντας νέγροι και τελείως υποτιμητικά boys.

Αφοσιωμένο στον ιερό αγώνα των καταπιεσμένων και όχι σε έναν πόλεμο που δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα, το σενάριο μοιάζει να αφήνει πίσω του τις όποιες σκιές και ηθικές αμφιβολίες, καταλήγοντας όμως περιστασιακά να πνίγεται στους εμπνευσμένους (κρυπτο-μαρξιστικούς) μονολόγους του βασικού χαρακτήρα, ο οποίος ενώνοντας την εργατική τάξη της περιοχής του ενσταλάζει πρώιμες φιλελεύθερες ιδέες αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης και κυρίως ισότητας. Οι αληθινές ιστορικές λεπτομέρειες μάλλον μένουν στην άκρη αφού η ταινία εκφράζεται πρωτίστως μέσα από εξαντλητικά κοντινά πλάνα, κεντραρισμένα στα μονίμως υγρά μάτια του πρωταγωνιστή της. Δεν λείπουν βέβαια και εικόνες εξαιρετικής ομορφιάς αλλά και οδύνης, με σημαντικότερη ίσως τη σκηνή των γυναικών που με τις καρέκλες στα χέρια ξεκρεμούν απαγχονισμένους προδότες από τεράστια δέντρα. Τα επιμελή και λεπτομερέστατα σκηνικά (όπως και κουστούμια) αναβλύζουν αμερικάνικο Νότο, με το συμβολικό πέρασμα των επαναστατών από τα ρηχά νερά του βάλτου να αναπαριστά την αργή και δύσκολη μετάβαση προς τη γη της κοινωνικής επαγγελίας. Προβληματικά εντούτοις παρουσιάζονται τα παράξενα flash forward ογδόντα πέντε περίπου χρόνων μετά τα γεγονότα, έχοντας ως θεματική κυρίως σύνδεση την επιμονή και πίστη σε καθετί που μοιάζει ακατόρθωτο.

Παρά την αρκετά ασφαλή κινηματογράφηση, την τετριμμένη σε στιγμές αφήγηση και την ξεκάθαρη και έκδηλη θέση του (κάτι μεταξύ ’12 Χρόνια Σκλάβος’ και Ρομπέν των Δασών) το φιλμ παραμένει μια ενδιαφέρουσα και πολύ σημαντική ιστορία γύρω από έναν άνθρωπο που μάλλον άξιζε να ζει σε έναν κόσμο πολύ καλύτερο από αυτόν στον οποίο έζησε. Ο μακροσκελής συλλογισμός του σκηνοθέτη αργεί, αλλά τελικά ολοκληρώνεται με έξυπνες και διακριτικές αναφορές στο σήμερα, στέλνοντας τελικά ένα μήνυμα ότι παρότι κάποιοι δεν παραιτούνται -ακόμη κι όταν εν μέρη πέτυχαν αυτό που ήθελαν- οι πληγές που χαράσσονται τόσο βαθιά και διαχρονικά μένουν ακόμη ανοιχτές, ίσως και να μην κλείσουν ποτέ. Άλλωστε, όπως προδίδει και η μάταιη και κουρασμένη ματιά του κεντρικού ήρωα, δεν έχει τελικά και τόση σημασία εάν σε έναν τέτοιο πόλεμο, πέθανες με τιμή ή απλά πέθανες.

 

Το όνομα του Ρόδου – The Name of the Rose (1986)

The Name Of The Rose 1986. Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία

ΤαινίεςΠεριπέτειεςΣινεφίλΔραματικές 126 λεπ.

Ο μοναδικός τρόπος γραφής του Ουμπέρτο Έκο είναι εμφανής ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου που οφείλετε να διαβάσετε. Το μακρινό 1372 επρόκειτο να πραγματοποιηθεί μια θρησκευτική συνάντηση μείζονος σημασίας στη μονή των Βενεδικτίνων. Ο Άντσο της Μελκ και ο Φραγκισκανός μοναχός Ουίλιαμ του Μπάσκεβιλ ταξιδεύουν και διαμένουν εκεί. Σύντομα γίνονται μάρτυρες φριχτών δολοφονιών και μυστηριωδών πράξεων που καλούνται να εξιχνιάσουν μαζί. Η ταινία είναι μια καλή απόπειρα μεταφοράς στη μεγάλη οθόνη.

Memoirs of a Geisha – Αναμνήσεις μίας Γκέισας (2005)

Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Άρθουρ Γκόλντεν, παρουσιάζεται η ιστορία της Σίγιο ΓΙακαμότο, από την παιδική της ηλικία ώσπου γίνεται μια νεαρή γυναίκα. Λόγω της τραγικής οικονομικής κατάστασης, ο πατέρας της πουλά εκείνη και την αδερφή της και πηγαίνουν στο Κιότο. Εκεί ξεκινά η εκπαίδευση της Σίγιο ώστε να γίνει γκέισα. Η πορεία της είναι γεμάτη φριχτές δυσκολίες, μα η ομορφιά της ικανή να τα νικήσει όλα. Αν και η ταινία δεν διατρέχεται από το στοιχείο της φύσης, η τελευταία σκηνή στο Κιότο με τις ανθισμένες κερασιές που είναι σαν βγαλμένες από πίνακα, της εξασφαλίζει μια θέση στη λίστα μας.

Χωρίς μέτρο

Όταν ένας drummer σπουδαστής jazz έρχεται σε μια σύγκρουση πραγματικά ζωής ή θανάτου με την ψυχοβαναυσότητα του βίαια εκκεντρικού καθηγητή του και μαέστρου, τότε δυο αναφορές μου ήρθαν σφήνα στη σκέψη. «Δεν υπάρχει τίποτα στην μουσική. Απλά κάθεσαι στα τύμπανα και αιμορραγείς.» παράφραση – υποκειμενικά ερμηνευμένης χρήσης – για την φόρμα της ταινίας – ενός γνωστού τσιτάτου του Hemingway. Πιο δόκιμη, όμως, για την ουσία της ταινίας θα ήταν η Δημοκρίτεια αντίληψη περί τέχνης: «Αν κάποιος ξεπεράσει το μέτρο, τα πιο ευχάριστα γίνονται τα πιο δυσάρεστα». Ε, λοιπόν, η ταινία που έχουμε μπροστά μας είναι ένα σοκαριστικό σφυροκόπημα σε jazz αυτοσχεδιαστικό – μα και δομημένο – τέμπο, ένα αυτομαστίγωμα, που ξεπερνά τα όρια και τα μέτρα της ανθρώπινης δεκτικότητας και την κρεμάει να στεγνώσει από το αίμα, ύστερα από μιας απύθμενης ωμότητας διαπροσωπικό μακελειό. Ο αμερικάνικος ανεξάρτητος κινηματογράφος, ξανά, δείχνει τα ματωμένα θεμέλια της κοινωνίας, που το Hollywood αποσιωπά.

Ιδέα, βαθιά δραματική, σενάριο, ίσως, εν ενεργεία συμβατικό, κινηματογραφική υλοποίηση, σκληρή και παραδόξως αισθητικά προσβάσιμη που σε εξουσιάζει καθ’ όλη την διάρκεια. Ο πιτσιρικάς Damien Chazelle (γενν. 1985) υπογράφει το σενάριο και την σκηνοθεσία με πλήρη ωριμότητα, καλλιτεχνική πειθαρχία και εμπνευσμένη αφηγηματική λιτότητα, φτάνει στο έπακρο τις υποκριτικές δυνατότητες δυο ηθοποιών (του, επίσης πιτσιρικά, Miles Teller και του ώριμου J.K. Simmons) που είναι πέρα για πέρα χαρακτήρες – φορείς ιδεών, και ολοκληρώνει έναν άθλο.

Με την δεύτερη ταινία του, αποδεικνύει πως η δημιουργία θέλει βαθιά μελέτη της πραγματικότητας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ακόμη πιο βαθιά προεργασία, αυτή, να αποτυπωθεί με κινηματογραφικούς και γενικά αισθητικούς όρους χωρίς να χάνει τα περάσματα προς τους αποδέκτες της.

Πάνω στην ιδέα και στο θέμα, βλέπουμε μια μελέτη της ωριμότητας, της έξωθεν επιβεβλημένης πειθαρχίας και της υπέρβασης του ατόμου μπρος σε μια κοινωνία βασισμένη στον απόλυτο ανταγωνισμό και πως αυτή περνάει ως βάρβαρη πράξη – ή ως κινητήριος δύναμη εξέλιξης – από τον εξουσιαστή στον εξουσιαζόμενο, από τον μέντορα στον μαθητή, άρα στον έκαστο και στο κοινωνικό όλον. Το να βγεις νικητής στον αγώνα με την ζωή, στην ταινία, δεν είναι απλά μια πάλη με τις συνθήκες, αλλά μια – στα όρια παρανοϊκής τελειομανίας – φιλοδοξία που σε κάνει να δέχεσαι κάθε εξευτελισμό, κυρίως ψυχολογικό, και κάθε απόσταση από την υπόλοιπη ζωή. Άρνηση του έρωτα, άρνηση της φιλίας, άρνηση της σχέσης κάθε τύπου με την ανθρωπιά, τους ανθρώπους και την γύρω πραγματικότητα, με μοναδική στοχοπροσήλωση, οι μπαγκέτες των τυμπάνων να σπινθηρίζουν φλεγόμενες και ματωμένες, για λίγο δόξα και χειροκρότημα, η εσωτερική κενότητα να ντυθεί σαν μεγαλουργία. Ο συνεσταλμένος σπουδαστής, προσπαθεί να αποδείξει την ανωτερότητα και την ουσιώδη ύπαρξη του σε τούτον τον κόσμο, μέσα από μια σειρά συγκρούσεις, αντιφάσεις, εκφράσεις και αντιδράσεις και εσωτερικές και εξωτερικές, ερχόμενος συναισθηματικά και πραχτικά αντιμέτωπος με τον μισάνθρωπο, απομονωμένο από την καθημερινότητα, τον απλά, ίσως, κόπανο καθηγητή του. Η ανορθόδοξη μέθοδος διδασκαλίας του, μια mala educacion, βασισμένη πάνω στην αυστηρά ψυχική καταπόνηση, τον σωματικό τραυματισμό, τις απειλές, την καταπίεση των μαθητών, κινηματογραφικά εμφανίζεται ισορροπημένα αντίθετη με την απελευθερωτική δύναμη της μουσικής και ειδικότερα της τζαζ.

Μια στιγμή στον ήλιο, όμως, είναι σπουδαιότερη από μια ολάκερη ζωή, στην γη; Ποιο είναι τελικά το ζητούμενο; Η ικανοποίηση του ματαιόδοξου ανικανοποίητου; Ή είναι αλήθεια, ότι ο μεγαλοφυής καλλιτέχνης και εξ αναλογίας ο μεγάλος άνθρωπος, είναι αυτός που θα πιεστεί (και αυτή η πίεση εκφράζεται στο πρόσωπο του καθηγητή) πέρα από τα όρια, τους κανόνες, τις κοινωνικές και ατομικές συμβάσεις, που θα τον αφήνουν ανεπηρέαστο και ελεύθερο, ώστε να απλώνει τα δημιουργικά του φτερά; Η ιστορία της τέχνης, έχει πάμπολλα τέτοια παραδείγματα βαθιά εγωκεντρικών καλλιτεχνών. Η ταινία όμως μοιάζει μονάχα, να αναρωτιέται, δεν διδάσκει τι είναι πρέπον, τι είναι σωστό και καλό, δεν σκοπεύει να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις.

Μπορεί να έχει μειονεκτήματα που όμως δεν ορίζουν την αισθητική και νοητική απόλαυση μα ίσως την ιστορικότητα και επικαιρότητα του έργου τούτου. Θεωρώ πως πέρα από την νέα και διαφορετική οπτική, το πρωτοποριακό καδράρισμα του θέματος, δεν κάνει παράλληλα μια νέα εμβάθυνση, μια υπέρβαση προς κάτι νέο σε νοητικό και συλλογιστικό επίπεδο, ώστε να το απομυζήσουμε και να συζητάμε το ζήτημα υπό νέες βάσεις. Παρόλ’ αυτά δείχνει πως αν ο κ. Chazelle, παραμείνει εξ αρχής νοητικός δημιουργός, στο μέλλον, θα περάσει σε πιο ουσιαστικούς καλλιτεχνικούς δρόμους.

Όμως υπάρχουν και κινηματογραφικά προτερήματα, που την ορίζουν, σχετικά, ως πρωτοποριακή. Η ταινία είναι εξειδικευμένη στο στόρι της. Δεν γενικεύει σεναριακά σε ένα πλέγμα ζητημάτων, δεν προσθέτει περιττά στοιχεία, εμμένει σε δυο χαρακτήρες και στην σύγκρουση τους, στον αγώνα δρόμου για το ποιος από τους δυο θα παραμείνει εν «ζωή», μοιάζει με μια στιγμή (χρονικά), λίγες ώρες (στην πραγματική ζωή), ένα γεγονός, ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού, που όμως μέσα του συμπυκνώνει, ένα ολόκληρο σύστημα ανθρώπινων εκφράσεων, προθέσεων και επιζητήσεων. Και αυτό είναι σπουδαίο, αισθητικά.

Πολύ βάρος πέφτει στην φόρμα της, που αν και ωμά ρεαλιστική, λόγω επιμέρους στοιχείων, βγαίνει από τα όρια της φυσιολογικότητας και μοιάζει με παραλογισμό. Βασίζει όλη την αφήγηση σε εντάσεις – μουσικών εμπνεύσεων – ρυθμών, με πλαίσιο αφήγησης τα μουσικά μέτρα των τυμπάνων που έχουν ουσιαστική αφηγηματική δυναμική, στην αποθέωση του θέματος. Ανάμεσα στις συγκρούσεις και την εξέλιξη της πλοκής και των χαρακτήρων προς την δραματική τους κάθαρση, ενυπάρχουν γρήγορα μοτίβα χτυπημάτων των τυμπάνων σαν μια αγχώδης ψυχικά διαδικασία άμυνας και υπέρβασης όλων των – φασιστικής νοοτροπίας και λογικής – εμποδίων. Όμως παρ’ όλη την σύγκρουση, παρ’ όλο το μίσος, τον φόβο, την εχθρότητα που γεννιέται από το πρώτο φιλμικό λεπτό, οι δυο χαρακτήρες παραμένουν συνδεδεμένοι, με μια λεπτή γραμμή – που στο φινάλε εικονογραφείται καθαρά και θαυμάσια με την κίνηση της κάμερας. Και η σύγκρουση αποτελεί δέσιμο – εκ του αντιθέτου – των ατόμων. Θέλοντας και μη, η ύπαρξη μας και οι προσπάθειες μας για υπερίσχυση, υπάρχουν λόγω σχέσης με τους γύρω μας.

Είτε αυτό είναι αδελφοσύνη, είτε αδελφοκτονία. Πάντως και οι δυο αυτές έννοιες στο αίμα συνδέονται, που στο “Whiplash”, τρέχει άπλετο από τα ταμπούρα.

Stand Up Guys (Νομοταγείς Τύποι)

Περιπέτεια, 95 λεπτά, ΗΠΑ, 2012
Σκηνοθεσία: Φίσερ Στήβενς
Παίζουν: Αλ Πατσίνο, Κρίστοφερ Γουόκεν, Άλαν Άρκιν, Τζουλιάνα
Μάργκουλις

Ένας κακοποιός, ο Βαλ, παίρνει εξιτήριο από την φυλακή όπου παρέμεινε για 30 χρόνια, αρνούμενος να αποκαλύψει στους αστυνομικούς τους συνεργάτες του. Σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει πολύ, ξανασυναντά δυο παλιούς του φίλους και συνεργάτες, αναβιώνοντας για λίγο τις στιγμές του παρελθόντος τους.

Οι ταινίες που αναφέρονται στην τρίτη ηλικία, όσο διαφορετικές και αν φαίνονται στην όψη, ακόμη και αν κάποιες (όπως η παρούσα) δείχνουν σε σημεία ασόβαρες, συνήθως περιστρέφονται γύρω από την έννοια της αξιοπρέπειας. Αυτήν που ψάχνουν οι ήρωες όταν αποφασίζουν να αποσυρθούν από την εργασία τους ή από τη ζωή – μερικές φορές αυτά τα 2 συμπίπτουν. Αυτήν που θα τους επιτρέψει να αποχωρήσουν με τρόπο που μοιάζει με ότι υπηρέτησαν στη διάρκεια της ζωής τους και που κατά κάποιο τρόπο θα αφήσει ένα είδος κληρονομιάς σε όσους μένουν πίσω.

Εδώ οι ήρωες του Stand Up Guys εκφράζουν πέραν του εαυτού τους και αρκετές από τις ιδέες της γενιάς τους. Πρώτα εξωκινηματογραφικά, ως αυτοί που στα νιάτα τους σκότωσαν τον καθωσπρεπισμό, κάτι που φαίνεται και από πού ζητούν να κάνουν στην καινούρια ζωή τους, αλλά επένδυσαν στην πίστη, την σημασία του λόγου και την φιλία. Οτιδήποτε δεν υπόκειται σε έναν κώδικα ηθικής τους φαίνεται περίεργο. Όταν μια νεαρή κοπέλα που έπεσε θύμα συμμορίας τους ρωτά γιατί τη βοηθούν εισπράττει την απάντηση “Μα, είναι ζώα” που εκφράζει και την αγανάκτηση και την απορία των ηρώων για την αναίτια βία που βλέπουν γύρω τους.

Βέβαια αν όλα αυτά φαίνονται τετριμμένα, υπάρχει η ενδοκινηματογραφική αναφορά που σηκώνει την ταινία λίγο ψηλότερα. Όσα και αν διαδραματίζονται στη διάρκεια της βραδιάς του φιλμ, πιθανά να μην είχαν σημασία αν δεν υπήρχε η παρουσία των Γουόκεν, Πατσίνο και Άρκιν. Όχι τόσο λόγω της αξίας τους, αλλά από το γεγονός ότι ταυτίζονται σχετικά εύκολα με τους ήρωές τους, όσο περιφέρονται σαν κουρασμένα παλικάρια στους δρόμους.
Νομίζω πως το φιλμ αυτό θα είχε μια πολύ ιδιαίτερη (και μεγαλύτερη) αξία αν αποφάσιζαν πως θα είναι το τελευταίο τους, καθώς την περισσότερη ώρα μοιάζει σαν ένα μακροσκελές ρέκβιεμ με διαλόγους που δύσκολα καταλαβαίνεις αν αναφέρονται στο φιλμ η την πραγματικότητα, αλλά με τα στοιχεία του χιούμορ που το διακατέχουν δεν καταλήγει ποτέ στο φθηνό. μελόδραμα. Φυσικά θα τους βλέπουμε για καιρό ακόμη, καθώς ετοιμάζουν αρκετές ταινίες και οι τρεις τους, στις οποίες ελπίζουν και ελπίζουμε να βρουν αυτό που οι Stand up Guys τους βρήκαν. Την αξιοπρέπεια.

Related stories

Όσκαρ 2025: Οι υποψηφιότητες

Η μεγάλη τελετή της απονομής των βραβείων Όσκαρ, θα...

Το βραβευμένο ντοκιμαντέρ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ της Margreth Olin στη Θεσσαλονίκη

Νορβηγική πρόταση για Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας το 2024,...

Κάποτε τραγουδούσε σε κρουαζιερόπλοια. Σήμερα, έχει το πιο λουλουδάτο ατελιέ της Καλαμαριάς.

Η Γεωργιάννα Αβραμίδη είναι μια πολυδιάστατη καλλιτέχνιδα που παντρεύει...

Βιβλίο | Gianfranco Calligarich «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη»

γράφει ο Τάσος Γέροντας Gianfranco Calligarich «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη». Μετάφραση...

Άγαλμα 2.000 ετών βρέθηκε πεταμένο κοντά σε κάδους σκουπιδιών στη Θεσσαλονίκη

Η ελληνική αστυνομία ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι ερευνά πώς...