Έχουμε βολευτεί ν’ ακουμπάμε το κεφάλι μας παρηγορητικά στον ώμο κάποιου παρελθόντος προκειμένου να νιώθουμε ασφαλείς για τις πράξεις μας, για τις αποφάσεις μας και για τις ιδέες μας που μεγαλώνουν μαζί μ’ εμάς, περνάνε μία-μία όλες τις φάσεις της ενηλικίωσης και καταλήγουν στην αποσύνθεση της λογικής, μέσα σ’ έναν κεσέ γιαούρτι, μέσα σ’ ένα περίστροφο, μέσα σε μια κάλπη.
Δεν ανατρέχουμε ορθολογικά στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην εξέλιξη της δυναμικής των κοινωνιών, για να δούμε τα λάθη μας, για να διακρίνουμε τη διαδρομή μας: από τη Χρυσή εποχή στη Χρυσή Αυγή. Κι απ’ όλα τα λάθη μας, αδυνατούμε να δούμε το πιο μεγάλο — τις ανάγκες που εμείς γεννήσαμε, εμείς βαφτίσαμε κι εμείς αγαπήσαμε, ωσότου φτάσαμε να τις απαρνούμαστε και να τις δαιμονοποιούμε, όπως κάναμε και με τις ιδέες μας.
«Οι φανατικοί νομίζουν ότι πεθαίνουν για τις ιδέες τους, αλλά στην πραγματικότητα πεθαίνουν από αυτές». (Ποιος το ’λεγε, να δεις;… Δεν έχει πολλή σημασία). Ίσως. Ίσως τελικά οι ιδέες μας να είναι πιο ισχυρές από τη λογική μας.
Μα πάλι, αν ξεκαθαρίσουμε λίγο τα συναισθηματικά κατάλοιπα του πρόσφατου παρελθόντος, μπορεί και να καταλήξουμε στο εξής:
«Δεν υπάρχουν ιδέες: υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες — κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει».
Αυτό ξέρεις ποιος το ’πε.