της Μαρίας Μπασμπαγιάννη – ipolinstinplage (Instagram: ipolinstinplage)
Για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, τον θεμελιωτή, μαζί με τον Χέρτζογκ και τον Βέντερς, του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, μπορούμε ν’αρχίσουμε λέγοντας πως το σινεμά του χαρακτηρίζεται από συναίσθημα. Πολύ συναίσθημα. Ο Φασμπίντερ είναι σκηνοθέτης συναισθηματικός, και σκηνοθέτης του συναισθήματος. Συναισθηματικός, γιατί οι ταινίες του είναι γεμάτες από συναίσθημα, με τα τεχνικά τους μέσα: η κάμερά του θα αποστασιοποιηθεί από την κτητική, καταπιεστική της υπαλλήλου της πρωταγωνίστρια (“Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ”), θα ειρωνευτεί, με τεχνικές αποστασιοποίησης που θυμίζουν πολύ Γκοντάρ, την εντελώς απροετοίμαστη, ανώριμη, και καταδικασμένη λόγω διαφθοράς ενός μέλους της, ν’αποτύχει, τρομοκρατική ομάδα (“Η τρίτη γενιά”), θα τονίσει, με μεσαία πλάνα και γκρο πλαν, τον έρωτα δύο ανθρώπων (“Λόλα, μια γυναίκα από τη Γερμανία”). Και του συναισθήματος, γιατί ιστορίες τέτοιου διηγείται. Το συναίσθημα ήδη υπάρχει στον Φασμπίντερ, απ’το σενάριο, απ’τις ερμηνείες, απ’τη μουσική, η σκηνοθεσία του αυτό που κάνει είναι, στις καλύτερες περιπτώσεις, να προσθέτει αυτό που λείπει, για να φτιαχτεί ένα δυνατότατο σύνολο.
Ως σύνολο, με τον Φασμπίντερ σε πρώτη θέση, μπορούμε να δούμε τις ταινίες του, όπως έτσι μπορούμε να δούμε αυτές του Ζακ Ντεμί ή του Ντάγκλας Σερκ, σκηνοθετών που τον επηρέασαν. Ο Φασμπίντερ έκανε μάλιστα και ριμέικ του “Μια αγάπη ολότελα δική μας” του Σερκ, με το εξαιρετικό “Ο φόβος τρώει τα σωθικά”. Τόσο ο Φασμπίντερ, όσο κι οι Ντεμί και Σερκ, χρησιμοποιούν πολλές φορές το χρώμα, δοσμένο σε βαθμό τεράστιο, που δίνει μια δόση παραμυθιού, τεράστιας αισιοδοξίας και χαράς, στο περιβάλλον της ταινίας, σε αντίθεση με το σενάριο, που με τον ρεαλισμό του αποδομεί – ή, καλύτερα, σχεδόν καταστρέφει -, το συναίσθημα αυτό. Στον Φασμπίντερ βέβαια το χρώμα είναι, ενίοτε, πιο τραχύ, απ’το κάπως τρυφερό σ’ορισμένα σημεία σενάριο. Η τραχύτητα του Ντεμί και του Σερκ είναι σχεδόν εξολοκλήρου σεναριακή, του Φασμπίντερ, μπορεί να’ ναι και φωτογραφική, ή να βγαίνει απ’την ενδυμασία των ηρώων. Γιατί ο Φασμπίντερ είναι ακόμη πιο ευθύς, ακόμη πιο άμεσος, δεν επιθυμεί πάντοτε να καλύψει το πραγματικό κάτω απ’ το ιδανικό, μπορεί σε κάποιες ταινίες να το αφήσει να “μιλήσει” ακάλυπτο. Κι αν ακολουθήσει τον δρόμο του Σερκ και του Ντεμί, και το καλύψει με φως και ζωντανά χρώματα, η αντίθεση αυτή ακόμη θα υπάρξει, απλά θα γίνει μ’έναν τρόπο που αφήνει στον θεατή μια αρχική ελπίδα, ελπίδα που η τραχύτητα εξολοθρεύει.
Ο Φασμπίντερ είναι σκηνοθέτης του συναισθήματος, κι είναι και σκηνοθέτης της κοινωνίας, της μεταπολεμικής γερμανικής τέτοιας, σε πρώτο βαθμό, και σε πιο έμμεσο της κάθε δυτικής κοινωνίας. Ο ρατσισμός (“Ο φόβος τρώει τα σωθικά”), η κριτική για επαγγέλματα της νύχτας (“Λόλα, μια γυναίκα από τη Γερμανία”), είναι προβλήματα που συνυπάρχουν με τα πιο ξεκάθαρα “γερμανικά”, της συνέχισης, σε μικρότερο βέβαια βαθμό, ύπαρξης του ναζισμού (“Ο φόβος τρώει τα σωθικά”), και της φτώχειας λόγω της καταστροφής των υποδομών της χώρας στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (“Ο γάμος της Μαρία Μπράουν”). Ασχολείται και με το “Οικονομικό θαύμα”, (“Wirtschaftswunder”) – όπως ονομάστηκε η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής Γερμανίας -, ο Φασμπίντερ, κι αυτό μόνο για να το αποδομήσει. Ναι, η οικονομία προοδεύει, η χώρα εξοπλίζεται στρατιωτικά, μα οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν προβήματα, τα οποία μπορεί μεν να οφείλονται σε αδυναμίες του χαρακτήρα τους, μα θα μπορούσαν να επιλυθούν ευκολότερα, με κάποια πρόνοια από το κράτος, για την ψυχική τους υγεία, πρόνοια που δεν υπάρχει, γιατί όλα τα χρήματα πηγαίνουν στη μετατροπή του κράτους σε υπερδύναμη (“Ο γάμος της Μαρία Μπράουν”). Το θαύμα είναι υπαρκτό σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, να το αποτέλεσμά του δεν είναι ένα κράτος πιο ανθρωπιστικό, μα ένα πλούσιο κράτος δυστυχίας.
Αυτά μας λέει το σινεμά του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, το σινεμά της σκηνοθετικής τραχύτητας ή/και τρυφερότητας, το σινεμά του σεναριακού και σκηνοθετικού συναισθήματος, το σινεμά του κρυμμένου ή απροκάλυπτου ρεαλισμού. Το σινεμά του Φασμπίντερ ήρθε, μαζί μ’αυτό άλλων, να δώσει έντονο συναίσθημα κι επαφή με την πραγματικότητα, στον πολύ κλεισμένο στον ονειρικο του κόσμο, εμπορικό γερμανικό κινηματογράφο των δεκαετιών 60 έως 80. Και το έκανε, αφήνοντας πίσω ταινίες υποδείγματα για την τεχνική τους, την κοινωνική τους ευσυνειδησία, τη δυνατότητά τους να αποτυπώνουν πλήθος ανθρώπινων συμπεριφορών και συναισθημάτων. Το σινεμά του Φασμπίντερ δεν είναι τέλειο, ενίοτε μετατρέπει τον πόλεμο σε θέαμα βάζοντας αχρείαστη μουσική, στην προσπάθεια κριτικής του (“Ο γάμος της Μαρία Μπράουν”), θεωρεί την ψυχασθένεια αστεία (“Η τρίτη γενιά”), προτιμά να τελειώσει με μια όμορφη στιγμή, κι ας προμηνύονται άσχημες εξελίξεις απ’όσα είδαμε πριν (“Ο φόβος τρώει τα σωθικά”), δεν αναφέρει την ύπαρξη παρά λίγων ναζιστών ιδεολογικά στρατιωτών, κι αυτών αποκλειστικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θεωρώντας όλους τους άλλους ανθρώπους που απλά αναγκάστηκαν να υπηρετήσουν από τη χώρα τους, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ απλοϊκό δίπολο, και κάνοντας τον σίγουρα όχι εντελώς διαδεδομένο, μα υπάρχοντα ναζισμό στον γερμανικό στρατό να φαίνεται υπόθεση περιπτώσεων (“Λιλί Μαρλέν”). Μα, παρά τα λάθη του, είναι πολύ, πολύ καλό, πολύ δυνατό. Αυτά κάνουν στον κινηματογράφο, όταν γίνονται καλά, η τραχύτητα, η τρυφερότητα, και το συναίσθημα…
ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ
“Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ” (“Die bitteren Tränen der Petra von Kant”) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
“Ο φόβος τρώει τα σωθικά” (“Angst essen Seele auf”) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
“Ο γάμος της Μαρία Μπράουν” (“Die Ehe der Maria Braun”) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
“Η τρίτη γενιά” (“Die dritte Generation”) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
“Λιλί Μαρλέν” (“Lili Marleen”) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
“Λόλα, μια γυναίκα από τη Γερμανία” (“Lola”) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
“Βερόνικα Φος” (“Die Sehnsucht der Veronika Voss”) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ
“Μια αγάπη ολότελα δική μας” (“All that heaven allows”) του Ντάγκλας Σερκ