Στις 4 Ιουλίου 1897, η εφημερίδα Journal de Salonique ανακοίνωσε το πρώτο βήμα του κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η προβολή ταινιών έγινε στο καφέ-μπυραρία «Η Τουρκία», όπου το κοινό παρακολούθησε με θαυμασμό τις «περίεργες φωτογραφίες» που ζωντάνεψαν μπροστά του χάρη σε αυτή τη νέα εφεύρεση. Οι πρώτες ταινίες, διάρκειας μικρότερης του ενός λεπτού, παρουσίαζαν τοπία του Παρισιού, αφήνοντας άναυδους τους Θεσσαλονικείς, που έσπευδαν να δουν από κοντά «την πιο διασκεδαστική εφεύρεση του αιώνα».
Παρά τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις – από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή και τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 – ο κινηματογράφος έγινε καταφύγιο για τους Θεσσαλονικείς. Το φαινόμενο είχε ήδη φτάσει στην Αθήνα από το 1896, αλλά η Θεσσαλονίκη σύντομα ακολούθησε, με πλανόδιους προβολείς που παρουσίαζαν τις ταινίες των αδελφών Λυμιέρ και έφερναν την τέχνη αυτή όλο και πιο κοντά στους ανθρώπους.
Το 1903, η Θεσσαλονίκη απέκτησε την πρώτη της κινηματογραφική αίθουσα στο θέατρο «Ολύμπια», στην παραλιακή οδό, πολύ πριν αποκτήσουν δικά τους σινεμά η Αθήνα (1908), η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη (1907). Οι Θεσσαλονικείς λάτρεψαν τον κινηματογράφο, γεμίζοντας τις αίθουσες κάθε Σαββατοκύριακο, ενώ στις προβολές έπαιρναν μαζί τους μέχρι και καλαθάκια με τρόφιμα.
Το 1911, ο κινηματογράφος «Πατέ» του Αρών Κοέν έφερε τις πρώτες έγχρωμες εικόνες και τις πρωινές προβολές για παιδιά, ενώ το 1913 εγκαινιάστηκε το πολυτελές «Παλλάς» κοντά στον Λευκό Πύργο. Στα χρόνια των πολέμων, οι ταινίες απέκτησαν στρατιωτικό περιεχόμενο, ενώ οι προβολές ενίσχυαν οικονομικά την περίθαλψη των τραυματιών.
Η αγάπη της Θεσσαλονίκης για το σινεμά άντεξε στον χρόνο. Το 1925 εμφανίστηκε ο πλωτός θερινός κινηματογράφος «Κουρσάλ», συνδυάζοντας ταινίες με καλό φαγητό και παγωμένη μπίρα, ενώ το 1930, με λαϊκή ψήφο, δημιουργήθηκε ο κινηματογράφος «Ηλύσια», μια πρωτοποριακή διαδικασία για την εποχή.
Από τις πρώτες προβολές σε μπυραρίες μέχρι τις επιβλητικές αίθουσες, ο κινηματογράφος στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν απλώς μια νέα μορφή διασκέδασης, αλλά ένα κομμάτι της ταυτότητας της πόλης, που συνεχίζει να αγαπιέται μέχρι σήμερα.