HomeInterviewsΟ δημιουργός του THE END Δημήτρης Ρόκος...

Ο δημιουργός του THE END Δημήτρης Ρόκος μιλά για την αγωνία, την αναβλητικότητα και την ομορφιά του ανολοκλήρωτου

Το THE END δεν είναι απλώς ένα graphic novel, είναι μια τολμηρή εξερεύνηση της δημιουργικής διαδικασίας την ώρα που αυτή συμβαίνει, ένα έργο που μιλά για το ίδιο του το φτιάξιμο. Ο Δημήτρης Ρόκος επιστρέφει με το πιο προσωπικό του πρότζεκτ μέχρι σήμερα: ένα «ολοκληρωμένα ανολοκλήρωτο» ταξίδι που κινείται ανάμεσα στη ζωγραφική, τη μουσική και τη φιλοσοφία του τέλους.


Μέσα από τη συζήτησή μας, μιλά για τη μαγεία της αναβλητικότητας, τη γοητεία του “ανολοκλήρωτου”, τη σχέση του με την τεχνητή νοημοσύνη, και το πώς η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει σαν καθρέφτης της ίδιας της δημιουργικής αγωνίας — ή και σαν λύτρωση.

 

Το “THE END” περιγράφεται ως “το πιο ημιτελές τελειωμένο έργο της χρονιάς”. Τι σημαίνει για εσένα η επιλογή της ανολοκλήρωτης μορφής; Είναι αισθητική στάση, σχόλιο για την εποχή ή κάτι πιο προσωπικό;

Είναι και τα τρία.

Πάντα μου άρεσαν τα στάδια της δημιουργικής μου διαδικασίας και πάντα προσπαθούσα να σκεφτώ τρόπους να τα απαθανατίσω. Ό,τι μπορεί να υπόσχεται ένα «ανολοκλήρωτο» σχέδιό μου, μου φαίνεται συχνά πιο συναρπαστικό κι ενδιαφέρον από το «τελικό» αποτέλεσμα στο οποίο σχεδόν ψυχαναγκαστικά θέλω να οδηγώ καθετί που ξεκινάω, κι όμως πολύ σπάνια παίρνω το θάρρος να στηρίξω αυτήν την προτίμηση. Στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας THE END (αυτό και το επόμενο), κάνω αυτή τη διαδικασία πρωταγωνιστή κι ευελπιστώ η δική μου δημιουργική αγωνία να γίνει και αγωνία του αναγνώστη.

Παράλληλα, η επιλογή μου αυτή να παρουσιάσω κάτι «τελειωμένο» μέσα από ολοκληρωμένα ανολοκλήρωτα τμήματα, λέει περισσότερα για μένα απ’ όσα νόμιζα όταν ξεκίνησα το πρότζεκτ. Και σίγουρα αγγίζει – έστω επιδερμικά – πολλά και πολυσυζητημένα trending θέματα της εποχής, όπως τη διάσπαση προσοχής, την καλλιτεχνική ανασφάλεια στη σκιά του ΑΙ «τέρατος» και την αιωνίως επανεμφανιζόμενη απειλή του τέλους της ανθρωπότητας ως ναρκισσιστική φαντασίωση!!

 

Η ιστορία του graphic novel καθρεφτίζει τη δική σου δημιουργική διαδικασία. Πόσο συνειδητά επέλεξες να “μπεις” ο ίδιος μέσα στην αφήγηση και πότε αυτό έγινε επικίνδυνα… αυτοαναφορικό;

Νομίζω ότι το βιβλίο αυτό αφορά εμένα (και το έφτιαξα για μένα) τόσο πολύ και τόσο απενοχοποιημένα που ποτέ δεν ανησύχησα αν και πόσο θα ενδιαφέρει κάποιον άλλον.

Τουλάχιστον ελπίζω ότι η εκ των υστέρων δέσμευσή μου να το συνεχίσω αλλά και η ποσότητα της μακροπρόθεσμης αφοσίωσης που πρέπει να επιδείξω για να γίνει αυτό ίσως συγκινήσει κάποιους!

 

Ως εικαστικός, μουσικός και εκδότης, κινείσαι ανάμεσα σε διαφορετικά μέσα. Πώς επηρεάζει το ένα το άλλο; Π.χ., έχεις ποτέ “συνθέσει” μια σελίδα κόμικ όπως ένα dj set;

Νομίζω ότι η μόνη σχέση που βρίσκω στον τρόπο που προσεγγίζω μια ζωγραφιά μου με κάποιο dj set, είναι η διάθεσή μου να παίξω με τις προσδοκίες που μπορεί να πιστεύω ότι έχουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι με τους οποίους θα μοιραστώ την εμπειρία. Ιδίως στα μουσικά events, δεν θέλω να έχω την ψευδαίσθηση ότι οι επιλογές που θα κάνω δεν καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις εκάστοτε συνθήκες.

 

Το “THE END” είναι το πρώτο graphic novel της INKPRESS με ορίτζιναλ υλικό. Τι σε οδήγησε να “σπάσεις” την παράδοση των μεταφράσεων και να παρουσιάσεις κάτι δικό σου μέσα από αυτό το πλαίσιο;

Αποφάσισα όντως να την σπάσω! Και όντως δεν υπάρχει καμία σύνδεση της νέας αυτής φάσης της inkpress με την αμέσως προηγούμενη, η οποία – η αμέσως προηγούμενη – θα συνεχιστεί κιόλας, παράλληλα (κατά πάσα πιθανότητα) (αλλά με αργούς ρυθμούς).

Το να βγάλω το βιβλίο στην «δική μου» εκδοτική σειρά, με διευκόλυνε σε επίπεδο χρόνου και αμεσότητας στη λήψη αποφάσεων αλλά με δυσκολεύει – προφανώς – σε αρκετά άλλα. Μ’ αρέσει όμως που, με αφορμή το δικό μου βιβλίο, θα μας δοθεί τώρα και ως εκδότες η ευκαιρία να εξερευνήσουμε περισσότερες ορίτζιναλ ιδέες και πιο ποικιλόμορφα μελλοντικά ενδεχόμενα.

 

Η θεματολογία του έργου αγγίζει την αναβλητικότητα και τη δημιουργική αγωνία. Πώς αντιμετωπίζεις εσύ προσωπικά την αναβλητικότητα ως καλλιτέχνης; Είναι εχθρός ή εργαλείο;

Φαντάζομαι ότι η αναβλητικότητα έχει πολλές διαφορετικές μορφές και δεν ξέρω αν η δική μου περίπτωση είναι κοντά στον μέσο όρο ή όχι.

Σίγουρα το ποσοστό των ιδεών που πραγματοποιώ σε σχέση με αυτές που έχω θα ήθελα να είναι μεγαλύτερο και σίγουρα δυσκολεύομαι να ξεκινήσω μια δουλειά που πρέπει – και μ’ αρέσει πολύ – να κάνω πριν από την απολύτως τελευταία στιγμή και αυτή η αίσθηση είναι κουραστική. Οπότε «εχθρός»;

Μου φαίνεται όμως και πολύ ενδιαφέρον το ότι στη συγκεκριμένη «δουλειά» η λύση που βρήκα για να παρουσιάσω κάτι ολοκληρωμένο ήταν να το βάλω σε ένα ευρύτερο χρονικό πλαίσιο κι ένα περιβάλλον που σχεδόν εξ’ορισμού θα δυσκολευόμουν πολύ να ολοκληρώσω. Οπότε ΚΑΙ «εργαλείο»!!

 

Το graphic novel είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Μπορείς να μας αποκαλύψεις κάτι για τη συνέχεια; Ή μήπως “το τέλος” είναι ήδη προκαθορισμένο από την αρχή;

Εκτός από ματαιόδοξο ταξίδι αυτοεκπλήρωσης (!!), το THE END είναι και μια παιγνιώδης συλλογή αφηγηματικών κλισέ. Το αδιέξοδο του ανασφαλή βασανισμένου καλλιτέχνη, το μπέρδεμα του αληθινού με το φανταστικό, οι πολλαπλές διαστάσεις, η φαντασίωση της βίας ως λύση, οι θεωρίες συνομωσίας, η αιώνια μάχη δύο κόσμων και – φυσικά – το μεγαλύτερο όλων ίσως, το «τέλος»!

Και τα τρία βιβλία αποτελούν το ίδιο «έργο». Τα ίδια ακριβώς σχέδια θα εξελιχθούν όπως θα εξελίσσονταν είτε τα χώριζα σε μέρη είτε όχι και το «τέλος» θα έρχεται κάθε φορά που θα παίρνω οποιαδήποτε παραμικρή απόφαση στο ενδιάμεσο.

Στο επόμενο μέρος σίγουρα θα αρχίσω να χρωματίζω (τα ήδη υπάρχοντα σχέδια του πρώτου), με τρόπο που κάποιες φορές θα μοιάζει με printer, κάποιες φορές με τελάρα μεταξοτυπίας, κάποιες φορές με χαλασμένο ρομπότ και σχεδόν κάθε φορά με κάποιου είδους μηχανή.

 

Η αισθητική του “THE END” είναι χειροποίητη, “φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από ανθρώπινο χέρι”. Πώς βλέπεις τη σχέση της χειροποίητης δημιουργίας με την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και της ψηφιακής παραγωγής;

Το ξεκίνημα της δημιουργίας αλλά και η κυκλοφορία του THE END συνέπεσε και συμπέφτει όντως με την κορύφωση της φρενίτιδας γύρω από το ΑΙ και η αλήθεια είναι ότι βρίσκω πολλά κοινά στο τρόπο που ήδη δούλευα με τον τρόπο που – εγώ ως τεχνολογικά σχεδόν αναλφάβητος έστω – αντιλαμβάνομαι ότι λειτουργούν οι ίδιες οι art generative AI μηχανές.

Μην επεκταθώ προς το παρόν, γιατί είμαι όντως αρκετά άσχετος, αλλά το ότι αυθόρμητα έστρεψα τον προβολέα στον τρόπο που φτιάχνω κάτι και όχι στο τελικό αποτέλεσμα είναι επίσης ένα ακόμα στοιχείο που για μένα προέκυψε στην πορεία σαν ενδιαφέρουσα συνειδητοποίηση και με εξέπληξε ευχάριστα ως ιδέα.

 

Η μουσική συνοδεύει την παρουσίαση μέσα από dj sets. Τι ρόλο παίζει η μουσική στο ίδιο το έργο; Υπάρχει ένα “soundtrack” του THE END μέσα στο μυαλό σου;

Στο event θα κάνουν vinyl dj sets οι καλοί μου φίλοι Tilt! και Andreas Palmer, δύο άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι εδώ και χρόνια ποικιλοτρόπως κι εκτιμώ πολύ το αισθητήριό τους!!

Η μουσική μου αρέσει πάρα πολύ και μου κρατάει σε πολλές φάσεις συντροφιά αλλά όσο έφτιαχνα το συγκεκριμένο βιβλίο, αυτό που «άκουγα» περισσότερο ήταν πολύωρες πρωινές εκπομπές, Αμερικάνικα podcast της ευρύτερης manosphere τάσης και αμοντάριστες πολιτικές ομιλίες.

 

Ως μέλος του Κορμοράνου, έχεις υπάρξει μέρος μιας ευρύτερης συλλογικότητας καλλιτεχνών. Πόσο σημαντική είναι για εσένα η συλλογικότητα σε ένα τόσο προσωπικό πρότζεκτ;

Η συλλογική δημιουργική εργασία είναι από τα πιο αγαπημένα μου πράγματα στον κόσμο!! Την έχω εξασκήσει σε πολλές διαφορετικές μορφές και με πολλά αντικείμενα (θεατρικές παραστάσεις, εκδόσεις, εικαστικές εκθέσεις, πάρτυ, συναυλίες, περιοδείες, φεστιβάλ, βιντεοκλίπ και ταινίες) αλλά το συγκεκριμένο πρότζεκτ αποφάσισα να το προχωρήσω με τρόπο που να είμαι μόνο εγώ αυτός που θα έπαιρνε (και παίρνει) όλες τις κρίσιμες αποφάσεις σχεδόν σε όλα τα πιθανά στάδια της παραγωγικής διαδικασίας.

 

Αν το “THE END” ήταν ταινία — όπως αυτή που προσπαθεί να φτιάξει ο ήρωάς του — ποιον σκηνοθέτη θα ήθελες να τη γυρίσει και ποια μουσική θα έπαιζε στους τίτλους τέλους;

Μια σχετικά προφανής – σε μένα – επιρροή από τον χώρο του κινηματογράφου, όσον αφορά τουλάχιστον κάποιες «ευκολίες» που δίνει η επιλογή μιας τύπου αφηρημένης ή/και μη γραμμικής αφήγησης, είναι ο Ντέιβιντ Λιντς, σε αρκετά πιο light εκδοχή στην δική μου περίπτωση θα έλεγα.

Αλλά ο απολύτως αγαπημένος μου νεότερος σκηνοθέτης τα τελευταία χρόνια είναι ο Αμερικάνος Aaron Schimberg (που και στις δύο πιο πρόσφατες ταινίες του, Chained for Life και A different man, προσεγγίζει αγαπημένα μου θέματα με τρόπο που με ξετρελαίνει), οπότε θα πω χωρίς αμφιβολία αυτόν!! Και τη μουσική θα την έγραφε ο φίλος μου Sean Nicholas Savage.

Ευχαριστώ για τις πολύ ωραίες ερωτήσεις!

Κι εμείς για τις πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις

THE END: Το πρώτο graphic novel του Δημήτρη Ρόκου παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη

Διαβάστε εδώ

Related stories

Στράτος Τζώρτζογλου: «Η ευχή που κάνω είναι να γεννηθώ ξανά»

Με αφορμή την παράσταση "Βροχή τα βέλη", στην οποία πρωταγωνιστεί και ανεβαίνει από σήμερα στη Θεσσαλονίκη, μίλησε στη Μαρία Μυλωνά για το άγνωστο σε πολλούς παρελθόν μιας μοναδικής πορείας, το αναγεννημένο παρόν και τις προσδοκίες του μέλλοντος.

Gadjo Dilo: Ένα γιορτινό μουσικό ταξίδι επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη

Οι Gadjo Dilo, το συγκρότημα που εδώ και δεκαπέντε...

Τα «παιδιά» της «Καζαμπλάνκα»

του Γεώργιου Τοκμακίδη «Για ποια ταινία θα μιλήσουμε σήμερα;» Με τον...

Βιβλιοπρόταση: Φραντς Κάφκα «Η μεταμόρφωση»

γράφει ο Τάσος Γέροντας Φραντς Κάφκα «Η μεταμόρφωση». Μετάφραση Μαργαρίτα...