της Χρύσας Πλιάκου / φωτογραφίες: Έπη Παπαπετρίδου
Ο Άκης Σακελλαρίου είναι από τους ανθρώπους που δεν χρειάζεται να υψώσει τη φωνή του για να ακουστεί. Σε μια εποχή όπου η εικόνα και η ταχύτητα μοιάζουν να έχουν τον πρώτο λόγο, εκείνος επιμένει στη σιωπηλή δύναμη της συνέπειας, της ουσίας και της ειλικρίνειας. «Ίσως τελικά, το να παραμένεις απλώς καλός στη δουλειά σου είναι η πιο επαναστατική στάση στον χώρο του θεάματος», λέει χαρακτηριστικά.
Με μια διαδρομή που ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη και διατρέχει το ελληνικό θέατρο και την τηλεόραση εδώ και δεκαετίες, ο Σακελλαρίου δεν επιδιώκει την προβολή – την αφήνει για τους ρόλους του. Όταν του ζητάς να μιλήσει για τη γενέτειρά του, η απάντηση έρχεται αβίαστα: «Είναι σαν να γυρίζω στο σπίτι μου!» Θυμάται με θέρμη τη θητεία του ως συντονιστής της καλλιτεχνικής επιτροπής των Δημητρίων, και εκφράζει την πεποίθησή του ότι «ξεκίνησαν πολλά και ουσιαστικά πράγματα από την πόλη πριν από κάποιες δεκαετίες». Θεωρεί χρέος του να συμβάλλει στην αφύπνιση της πόλης: «Όσο μπορώ να συμβάλλω στην αφύπνιση κάποιων κομματιών της Θεσσαλονίκης, θα το κάνω».
Αφορμή της κουβέντας είναι η παράσταση Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών, όπου πρωταγωνιστεί. «Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από την εμβληματική ταινία της δεκαετίας του ’90 με πρωταγωνιστή τον Ρόμπιν Γουίλιαμς. Μιλά για τη σχέση ενός αντισυμβατικού καθηγητή με τους μαθητές του και πώς τους εμπνέει να αφουγκραστούν τα συναισθήματά τους και να ξυπνήσουν μέσα από την τέχνη – κυρίως την ποίηση», εξηγεί.
Για τον ίδιο, «το βασικό είναι η ίδια η ποίηση». Ο καθηγητής του έργου, όπως λέει, «στην τρυφερή ηλικία των 17 χρονών είχε ανακαλύψει τη δύναμή της. Είναι διαχρονική και συνεχίζει να υπάρχει».
Όταν η κουβέντα στρέφεται στο σήμερα και την επίδραση της κουλτούρας στον τρόπο διδασκαλίας, η απάντησή του είναι κατηγορηματική: «Μόνο αυτός πρέπει να είναι ο άξονας. Το να εστιάζεις μόνο στο πώς θα πετύχεις οικονομικά, είσαι χαμένος από χέρι. Η ουσία βρίσκεται στο να καταπολεμήσεις τις βαθύτερες αγωνίες σου – και αυτό γίνεται μόνο μέσω της τέχνης και της ποίησης».
Πιστεύει ότι τέτοιοι καθηγητές υπάρχουν και σήμερα. «Και είναι πάρα πολλοί! Η ταινία βοήθησε να αλλάξουν πράγματα στο εκπαιδευτικό σύστημα». Παράλληλα, αναγνωρίζει τις δυσκολίες: «Η πίεση της εφηβείας είναι μεγάλη και το δημόσιο σχολείο καλείται να την αντιμετωπίσει». Μιλώντας για τους νέους, δεν ωραιοποιεί τα πράγματα: «Έχουν την ελευθερία της σκέψης στη θεωρία. Στην πράξη, όμως, η σκέψη κατευθύνεται πολύ από το διαδίκτυο».
Για τον ίδιο, «υπάρχει πληροφόρηση αλλά όχι ουσιαστική γνώση». Αν καλούνταν να γίνει καθηγητής σήμερα, αυτό που θα τον σόκαρε περισσότερο θα ήταν «μάλλον η τεχνολογία. Μερικές φορές τρέχει τόσο, που είναι αδύνατον να την προσπεράσεις». Όσο για το πώς προσεγγίζει έναν ρόλο, παραμένει προσγειωμένος: «Δεν είναι απαραίτητο να τον κάνεις δικό σου. Αυτά είναι εύκολες θεωρίες. Απλά προσπαθείς». Για τον συγκεκριμένο ρόλο, «χρειάστηκε να ξαναθυμηθώ κάποια δικά μου προσωπικά γεγονότα». Όταν μιλά για την «αντισυμβατικότητα» της εποχής, δείχνει τον διαχωρισμό: «Η ουσιαστική αντισυμβατικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την καταπολέμηση του συστήματος. Έχει να κάνει με την ουσία, με υπαρξιακά ζητήματα».
Στην παράσταση, όπως λέει, «ένας μαθητής ξεχωρίζει θέλοντας να δείξει πόσο αντισυμβατικός είναι και φτάνει σε ακραία περιστατικά. Αν το δείτε, θα καταλάβετε». Αν του ζητούσαν να παίζει μόνο στη Θεσσαλονίκη τα επόμενα πέντε χρόνια; «Μπορεί να το έκανα τώρα», λέει γελώντας, «αλλά εξαρτάται και από τις παραστάσεις!»
Η πόλη τον έχει διαμορφώσει, όπως ομολογεί. «Ναι, ο Εξώστης! Το πρώτο free press της Θεσσαλονίκης. Το έδιναν παιδιά έξω από τους κινηματογράφους από χέρι σε χέρι. Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο». Πιστεύει ότι η Θεσσαλονίκη αρχίζει να ξαναξυπνά θεατρικά και δηλώνει παρών: «Ελπίζω να συνεχίσει και όπου μπορώ να είμαι χρήσιμος, θα είμαι». Και τι του λείπει περισσότερο από την πόλη; «Η χαλαρότητα της Θεσσαλονίκης και η ήρεμη, απολαυστική βόλτα στην παραλία!»
Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών στη Θεσσαλονίκη από τις 23/5 έως 1/6 στο Θέατρο Αριστοτέλειον.