Προχτές ήρθε η άνοιξη για μερικές ώρες.
Η είδηση έφτασε μετά από τηλεφώνημα κολλητών που με σήκωσαν από το κρεβάτι. Σήκω! Ήρθε και δεν ξέρουμε για πόσο θα μείνει
Πετάχτηκα, ντύθηκα, βγήκα έξω και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό (δεν θυμάμαι πόσο καιρό) δεν κρύωνα, δεν ένιωθα το κρύο να περνά μέσα από τα ρούχα μου, δεν πάγωσε η μύτη μου, δεν χρειάστηκε να βάλω κασκόλ. Και έτσι όπως είμασταν, κάναμε αυτό που κάνουμε όποτε έρχεται η άνοιξη. Βόλτα.
Όλη η πόλη ήταν στους δρόμους και στα καφέ. Μωρά σε καρότσια, μαμάδες, μπαμπάδες, γιαγιάδες, παππούδες, φοιτητές. Και μετά από καιρό νιώθαμε πως έφυγε από πάνω μας αυτό το βάρος, αυτός ο ασήκωτος θυμός. Και κάποια στιγμή, μια πασχαλίτσα ήρθε και έκατσε πάνω μας. Η άνοιξη μας έκλεισε το μάτι. Κι όπως φανταστήκαμε, δεν έμεινε πολύ.
Μετά κρύο, παγωνιά.
Κι όμως για καμιά εβδομάδα θα συζητάμε για το Σάββατο που είχε ήλιο, καλό καιρό κι εμείς επιτέλους βγήκαμε έξω χωρίς να το σκεφτούμε δεύτερη φορά.
Μετά από αυτόν τον χειμώνα (που ακόμα εδώ είναι, δηλαδή στέκεται στην πόρτα και περιμένει να περάσει η ώρα για να μας αφήσει) χρειαζόμαστε την άνοιξη, ίσως πιο πολύ απο ποτέ.
Και την βλέπουμε παντού, και πολλές φορές την φανταζόμαστε. Την βρίσκουμε στην υποψία ήλιου ανάμεσα στις πολυκατοικίες, στα πράσινα φύλα που ξεπετάνε από τα δέντρα, ακόμη κι όταν το θερμόμετρο ανέβει έναν βαθμό- εμείς βλέπουμε άνοιξη. Και ποιος ξέρει, μπορεί επειδή την περιμένουμε τόσο πολύ φέτος να έρθει νωρίτερα.