Κάποτε ήμουν συνεπής με το χρόνο και τα deadlines. Η φράση Δεν μου φτάνει το 24ωρο μου φαινόταν υπερβολική και μούφα.
Κάποτε μου έδινες χρονοπεριθώριο και ήξερα πού βάδιζα. Τώρα, το πιθανότερο είναι να ξεχάσω τα μισά απ'όσα μου λες, και τα άλλα μισά να τα θυμάμαι αλλοιωμένα. Το παρατήρησα την 31η φορά που ρώτησα τη Σ. πού θα γιορτάσει τα γενέθλιά της. Έπειτα αποφάσισα να γράφω ποστ ιτ, αλλά κατέληξαν στην άκρη του γραφείου μου. Έπειτα τα έγραφα στην ατζέντα μου, αλλά μετά την ξεχασα κάπου.
Και ξαφνικά ήρθε το 2016, και αποφάσισα το εξής.
Να μην λαμβάνω περισσότερες πληροφορίες απ'όσες μπορώ να χωνέψω, να μην βιάζομαι να τις επεξεργαστώ, να πετάω ό,τι δεν χρειάζομαι, όπως κάνουμε με τα περισσότερα που δεν θέλουμε, κάτι σαν Θερμαϊκός. Να παίρνω βαθιές ανάσες, και να ιεραρχώ- τις δουλειές, τους ανθρώπους, τα πρέπει. Και μετά να δίνω ελεύθερο χρόνο στον εαυτό μου. Πολύ ελεύθερο χρόνο. Γιατί ξέρεις, αν δεν δίνεις ελεύθερο χρόνο στον εαυτό σου, δεν θα μπορέσεις να είσαι ούτε λίγο δημιουργικός. Αν δεν αφήσεις το μυαλό σου να πετάξει λίγο, όταν θα χρειαστείς απογειωτικές ιδέες, δεν θα έχεις τίποτα. Ξεφορτώσου- τις κακές σου συνήθειες και τους κακούς ανθρώπους- διώξτα, σε διαλύουν, σε ρουφούν στο τίποτα.
Και μετά βγες βόλτα στην παραλία, στην Άνω Πόλη, σε δρόμους που δεν περπατάς ποτέ, σε μέρη που σνομπάρεις. Και μετά γύρνα σπίτι και χαλάρωσε. Μην τρέχεις. Δεν θα φτάσεις ποτέ. Γιατί δεν πας πουθενά έτσι. Kάνε αυτό που πρέπει, αλλά μετά κάνε αυτό που θες. Κάνε περισσότερο αυτό που θες, κάθε μέρα και περισσότερο. Μακάρι να μπορέσεις να κάνεις μόνο αυτό που θες.
Μην ακούς κανέναν.
Ούτε εμένα 🙂