Μια ιστορία με
σαφείς ιστορικές αναφορές
Όταν κλείνω τα
μάτια, μεταφέρομαι σε μια έρημη πλατεία Ναυαρίνου, όπως στο “28 μέρες μετά”
αλλά χωρίς την σκηνή στην γέφυρα και με soundtrack από τους Νεκρούς
Μπακογιάννηδες. Έχει καύσωνα κι εγώ ξαπλώνω πάνω στ' αρχαία με τον ήλιο να με
καίει μέχρι που χάνω κάθε διάθεση να σωθώ. Μένω εκεί για ώρες και γίνομαι ένα
με τα μάρμαρα, δεν κυκλοφορεί κανείς, μόνο κάτι δεκαοχτούρες που αποτελούν
μέρος της πλατείας από τα προβυζαντινά χρόνια και μερικά παχύσαρκα σκυλιά που
σέρνονται στα γρασίδια σαν σαύρες. Σκέφτομαι ότι θα έπρεπε κάποιος να μελετήσει
σοβαρά αυτό το φαινόμενο. Της διάβρωσης της κουλτούρας των σκύλων από τα αστικά
ιδεολογήματα. Γιατί δεν κάνει κάτι το κράτος ή ο Αρκτούρος. Κάτι το καινοφανές.
Πριν από
εκατοντάδες χρόνια εδώ δίπλα, στον ιππόδρομο σφαγιάστηκαν με δόλο εφτά χιλιάδες
άνθρωποι ως στασιαστές. Περιμένω ανά πάσα στιγμή να εμφανιστούν ρωμαϊκά
εκτοπλάσματα κι είναι πλέον σίγουρο ότι εγώ και το αριστερό μου πόδι και το νεφρό
μου και η δεξιά ωμοπλάτη θα μείνουμε για πάντα ξαπλωμένοι πάνω στις καυτές
πέτρες της αρχαίας αγοράς, σε ένα σεληνιακό τοπίο με δεκαοχτούρες, σκυλιά και
μυρωδιά από αλμυρή κρέπα. Δεν είναι κι άσχημα. Μόνο που μου λείπουν λίγο οι σκεϊτάδες και τα πρεζάκια,
οι φίλοι που μέναν εκεί δίπλα παλιά και το Βακούρα κι ίσως μια χλιαρή μπύρα που
την αφήνεις μισογεμάτη στο πεζούλι και φεύγεις.
Μετά
τηλεμεταφέρομαι στα λαδάδικα, σε μια κατεστραμμένη οικοδομή με φιλοσοφικά
τσιτάτα στους τοίχους κι επικίνδυνο ασανσέρ. Από κάπου ακούγεται μουσική αλλά
χάνομαι στους διαδρόμους, προσπαθώ να ζητήσω οδηγίες όμως κανείς δεν απαντάει
και όλοι εκτοξέυουν ερωτήσεις. Είσαι καλά? Πότε γύρισες? Που ήσουν? Στο τέλος
καταφέρνω να εντοπίσω την μουσική, είναι τέσσερις, κάθονται γύρω-γύρω από μια
φωτιά και παίζουν ηλεκτρικές κιθάρες αλλά ο ήχος που βγαίνει είναι ένα παλιό
ρεμπέτικο. Γυρνάς και με κοιτάς με βλέμμα φουρτουνιασμένο, τι φάση μου λες και
γελάς.
Κλείνω τα μάτια
και προσπαθώ να θυμηθώ όλα όσα μου είπες. “Να ήξερες πόσο λυπάμαι όσους έχουν
πληγωθεί κι όσους έχουν αγωνιστεί μάταια και το χρυσό δάσος των Σκουριών κι
όσους είναι μόνοι και τους οροθετικούς κι όσους έφυγαν στο εξωτερικό κι όσους
έμειναν εδώ κι όσους έφυγαν οριστικά.” Ξυπνάω με την τυραννική επιθυμία να σε
επισκεφτώ, να έρθω και να χτυπήσω την πόρτα αλλά έχει περάσει τόσος καιρός που
δεν ξέρω αν μου τα είπες εσύ όλα αυτά αλλά ακόμα κι αν σιγουρευτώ δεν ξέρω πια
που είσαι. Όπως στο ποίημα για την οικογένεια Κ. όπου βρίσκεσαι στον Πειραιά
και τελικά εξαφανίζομαι.