HomeΘέματαΕσωτερικός μετανάστης ΙΙ

Εσωτερικός μετανάστης ΙΙ

(ένα νοσταλγικό παραλήρημα)

Το ξυπνητήρι δίπλα μου χτυπάει τον διαπεραστικό του ήχο,μια μονότονη μηχανική μελωδία που στριγγλίζει : ώρα να σηκωθείς,σήκω,σήκω.

Απλώνω το χέρι στο μισοσκόταδο των κλεισμένων πατζουριών και το κλείνω.Δεν θέλω να φύγω από τη ζέστη του κρεβατιού.Γυρίζω αργά στο δεξί μου πλευρό,κουκουλώνομαι.Περιεργάζομαι το γνώριμο δωμάτιο,χαζεύω τα βιβλία,την κουρτίνα,το χαλί. Όχι,δεν θέλω να σηκωθώ.Σήμερα θέλω να κάνω μια…..κοπάνα.

Όλα μονάχα τους να συγυριστούν,λες κι ένα μαγικό ραβδί τους το προστάζει και από την κατσαρόλα να ξεχυθεί μια μυρωδιά μεθυστική χωρίς να έχω κουνήσει ούτε ένα δάχτυλο.Κι όταν θα σηκωθώ να βρω δίπλα στη θέση μου ένα τεράστιο φλιτζάνι τσάι πράσινο κι ένα κουλούρι με σουσάμι που μ’αρέσει.Ένα κουλούρι στρογγυλό και τραγανό σαν εκείνο που είχα αγοράσει ένα χειμωνιάτικο πρωί από ένα γεράκο κουλουρτζή στο κέντρο. Πρωί σαν τώρα ήτανε θυμάμαι…

Το είχαμε συμφωνήσει από βραδύς,την επομένη θα την κάναμε κοπάνα απ’το σχολείο.Πόσο ωραία ήτανε,το σχέδιο,η έξαψη,η άκρα μυστικότης.

Έτσι και κάναμε λοιπόν. Όλα πήγαν όπως τα είχαμε σχεδιάσει και να’ μαστε πρωινάτικα να περιδιαβαίνουμε τους δρόμους της Θεσσαλονίκης –Mητροπόλεως,Τσιμισκή,Βασιλέως Ηρακλείου- εγώ και η αδελφή μου,ψάχνωντας καφετέρια ανοιχτή και…. να μην υπάρχει.

Τελικά, ψάξε πάνω ψάξε κάτω,καταλήξαμε στην Καρόλου Ντήλ στη σοφίτα του άδειου Stretto δίπλα στο παράθυρο,να κοιτάμε αφ’ υψηλού τους διαβάτες που από εκεί πάνω μοιάζανε απίστευτα αστείοι και την βιτρίνα του Levi’s που ήταν απέναντι (άραγε τι να είναι τώρα εκεί,ποτέ δεν πρόσεξα).Γελάσαμε με την καρδιά μας εκείνο το κρύο πρωί και ούτε η τυχαία συνάντηση με τον μαθηματικό μου δεν μπόρεσε να μας το χαλάσει.Κάπου πιο κάτω από εκεί εμφανίστηκε και το κουλούρι…..

Το φως δυνάμωσε λίγο,πιο καθαρά διακρίνω το δωμάτιο και ξέρω πως έχω ήδη αργήσει…Κι όμως,είχα ανάγκη μια κοπάνα σήμερα,ήθελα ένα μικρό ένοχο μυστικό,μόνο δικό μου.
Αργά τραβάω το πάπλωμα και ξεσκεπάζομαι,απρόθυμα κατεβάζω τα πόδια και τα κουνάω μέχρι να συναντήσουν τις παντόφλες,έχουν φθαρεί,πρέπει να τις πετάξω…

Σηκώνομαι αργά,ρίχνω μια ματιά στο ρολόι και σαν να ξυπνάω από λήθαργο τινάζομαι και βρίσκω τον συνηθισμένο,αγχωμένο μου ρυθμό. Ξανακουρδίζομαι.

Και καθώς το μυαλό βρίσκεται πια εν εγρηγόρση και κάθε κίνηση γίνεται μηχανική στέκω για μια στιγμή και σκέφτομαι…..την κοπάνα με την αδελφή μου ακόμα παιδί,το τσουχτερό κρύο,τα γέλια τα εξαγνιστικά που μας άφηναν ξέπνοες…

Τόσα χιλιόμετρα τώρα….χρόνια μακριά…αιώνες είναι ανάμεσα. 

Για μια στιγμή ήμουν εκεί και τώρα,εδώ,ένα χαμόγελο ασυννέφιαστο απλώθηκε στο πρόσωπό μου.

Καλημέρα!

Related stories

Βιβλιοπρόταση: Μίνως Ευσταθιάδης «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους».

Γράφει ο Τάσος Γέροντας Μίνως Ευσταθιάδης «Σου γράφω από την...

Το Χριστουγεννιάτικο Μενού του Ζύθου είναι ό,τι καλύτερο θα γευτείς αυτές τις γιορτές

φωτογραφίες: Nekti Από το 1908 το «καφέ Ντορέ»,-το παλαιότερο εν...

Τι λένε οι οδηγοί ταξί για το μετρό Θεσσαλονίκης και τι αλλαγές ετοιμάζουν

Η καθημερινότητα των πολιτών στη Θεσσαλονίκη έχει βελτιωθεί σημαντικά...