
Shiny. Ολοκαίνουριο. Κάτι παλιό, ένας θησαυρός που κοιμάται στα σκουπίδια. Το παλιό σου το καινούριο μου και ο ουρανός είναι ακόμα γαλανός. Ομάδα και σχέση ζωής. Θυμήσου να μου πεις πως με αγαπάς, πως είμαι το παλιό και το καινούριο σου.
Κάποιες μέρες, εκεί που τελείωνεις με τη δουλειά – σε αποτελειώνει η σκέψη του μεροκάματου – θες να βγεις στους δρόμους της βροχής και να κάνεις σκέψεις δημιουργικές, να πετάξεις χαρταετό ας πούμε. Τριγυρνάς στο παλιό κομμάτι της πόλης, ονειρεύεσαι έρωτες που δίχως τους δεν ζεις και μελετάς της ζωής τα μηνύματα. Σκοντάφτεις σε μαγαζιά μικρά, φωτεινά και πολύχρωμα και νιώθεις την υποχρέωση να τα μοιραστείς με το ταίρι σου. Ψάχνεις ένα χέρι για να κρατήσει την καρδιά σου, βγάζεις πολλές φωτογραφίες και ρωτάς πόσο κάνει το λαμπατέρ. Το κορίτσι σου χαμογελάει, καταλαβαίνει πως χρειάζεσαι να φωτίσεις μία γωνιά στο σαλόνι και οτι τις Κυριακές το μπρίκι σου φτιάχνει έναν καφέ μόνο. Ο μονός καφές είναι πλέον η νέα κατάρα του χειμώνα, ο διπλός είναι ευλογία και το χαρμάνι είναι η μυρωδιά του Παραδείσου.
Ένα τέτοιο μαγαζί είναι το Object στην Ολυμπίου Διαμαντή 30. Μικρό, διακριτικό και πρόσχαρο. Πάντα μου άρεσε η λέξη αυτή, πρόσχαρο θα πει εύθυμο, προς τη χαρά και αυτό το μέρος προσφέρει χαρά σε παλιά αντικείμενα. Μπήκαμε τις προάλλες, αγκαλιασμένοι, γεμίσαμε το μαγαζί και γελάσαμε δυνατά. Τα παιδιά, η Λιάνα και ο Σοφιανός, ζευγάρι και συν-δημιουργοί μιας ολόκληρης ζωής μας έδειξαν τα αντικείμενα τους με περηφάνια. Στο στενό δρομάκι αυτό μακριά από τη βουή της Τσιμισκή στέγασαν το όνειρο τους και δημιούργησαν το παιδί τους. Ένας τόπος έμπνευσης, δημιουργίας, πνοής για το παλιό αλλά και το ανανεωμένο καινούριο αποτελεί μια απόφαση ζωής και μία δέσμευση αγάπης. Το μαγαζί μύριζε κόλλα και μπογιά, ο καφές σιγόβραζε στην καφετέρια και άφηνε τις παχουλές σταγόνες του υδρατμού να κυλήσουν στην κανάτα. Έπιπλα και φωτιστικά, σεμεδάκια διακοσμητικά και φωτισμός χαλαρός που έπαιζε με τον ήλιο στο σοβά – παρατηρώ στη βιτρίνα ένα φωτιστικό και ένα κηροπήγιο – αυτές τις μέρες προσέχω πολύ το φως. Η Λιάνα μου εξιστορεί το παραμύθι του κηροπήγιου, χαμογελάει με το Σοφιανό για κάτι και μου θυμίζει τα δικά μας αστεία, αυτά που λέγαμε στο εστιατόριο στο υπόγειο εκείνη την κρύα μέρα. Κρίμα που η σούπα δεν ήταν νόστιμη. Ευτυχώς που τα φιλιά σου ήταν πολύ νόστιμα.
Ανάμεσα στα βάζα και τις ζωγραφιές πιάσαμε την κουβέντα για την ανακύκλωση, την αξία του χρηστικού αντικειμένου και όχι μόνο. Τα δικά μας σκουπίδια μπορεί να είναι ένας θησαυρός για κάποιον άλλο και τα παιδιά έχουν ορίσει το χώρο τους αυτό και για εκθέσεις άλλων καλλιτεχνών. Σκοπός τους μου είπαν είναι να παλέψουμε παρέα, να γίνουμε μια ομάδα – χαμογελασα στη νέα δύναμη του μοντέρνου Έλληνα. Αυτού που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει και αυτού που βάζει το χρώμα πρώτο στη ζωή του χωρίς κλαψούρισμα και αυστηρούς ορισμούς. Σου έσφιξα το χέρι, κατάλαβες πως σκέφτηκα εκείνο το σκαμνάκι και τα μάτια σου χαμογελασαν – ξέρω πως θέλεις να βάζεις τα πόδια ψηλά όταν γυρνάς από τη δουλεια, ξέρεις πως είσαι το φως των ματιών μου. Ο Σοφιανός πρότεινε να περάσουμε ξανά ένα απόγευμα για ποτά, να ακούσουμε δυνατά μουσική και να μιλήσουμε για το Χώρο. Πήραμε ένα βάζο και υποσχεθήκαμε να επιστρέψουμε για εκείνο το τραπεζάκι σαλονιού με συμπιεσμενο ξύλο. Εκεί θα βάλω την ποίηση του Λειβαδιτη για τις Κυριακές που έξω βρεχει.
Till next week
Μου είσαι δύναμη. Ξέρε το!