Βρεθήκαμε ξανά μετά από καιρό, είχαμε πολλά να πούμε αλλά δεν ξεθάρρεψαν ακόμα οι λέξεις, δεν αποχαιρέτησαν το στόμα για να ενωθούν με το σύμπαν. Βρεθήκαμε στο «Σκούφο» στην Κωνσταντινουπόλεως απέναντι από το παρκάκι που γίνεται το συναπάντημα των μεσήλικων υπαλλήλων και των ηλικιωμένων γιατρών της παλιάς Θεσσαλονίκης που έχουν συνταξιοδοτηθεί, οι οποίοι κάθονται ανέμελα στην παχιά σκιά και αφήνουν το σκυλί τους να περιπλανηθεί. Ο ήλιος έκαιγε, όλοι έλειπαν για μπάνιο, κι εμείς οι δύο απέναντι ο ένας στον άλλο με παρέα το κρυστάλλινο νερό και την προσμονή ενός νησιού – ποτέ δεν καταλήξαμε σε ποιο νησί βρισκόμαστε, σε ποια παραλία και σε ποιο ταβερνάκι έσκαγε δίπλα μας το κύμα, ατημέλητο και αυθάδες. Το σημαντικό είναι ότι είχαμε ταξιδέψει.
Καθίσαμε σε ένα μεγάλο τραπέζι από αυτά που προορίζονται για παρέες που τρώνε πολύ και τσουγκρίζουν μικρά ποτήρια με νέκταρ, που φωνάζουν τραγούδια ο ένας στον άλλο και τσιμπάνε και λίγο γαύρο μαρινάτο. Εμείς ήμαστε δύο και απλωθήκαμε, ο σερβιτόρος ήρεμος και ευγενικός μας κατεύθυνε διακριτικά [και πολύ σωστά] στις ελληνικές μπίρες που είχε ο κατάλογός τους. Διάβασα έναν απλό κατάλογο με γνώριμες γεύσεις από αυτές που σε απογειώνουν και σου θυμίζουν ότι το απλό είναι επίσης και αξέχαστο. Παραγγείλαμε πατάτες με τη φλούδα τους – μυρίσαμε το δεντρολίβανο και το θυμάρι από την κουζίνα και ζητήσαμε [επιτακτικά] μία μερίδα με μπόλικο άρωμα, συμπληρώσαμε με γαύρο μαρινάτο και σκουμπρί ξαπλωμένο σε ένα στρώμα από πατάτες φούρνου. Η σαλάτα εξαιρετικά νόστιμη και δροσερή – με φύλλα διαφόρων λογιών, ξυνόμηλο και σος από μέντα και βαλσάμικο που δρόσιζε τον ουρανίσκο και ισορροπούσε με το φρυγανιστό κουλούρι Θεσσαλονίκης. Οι μπίρες κυλούσαν γάργαρα στο λαιμό μας, γελούσαμε με τα όνειρα μου για μία παραλία στα πόδια μας και την επιθυμία μου να κάνω μία βουτιά μετά το γεύμα. Το επόμενο βήμα θα ήταν ο ύπνος, καλοκαιρινή ραστώνη που σε τυλίγει στη γαλήνη και σε βυθίζει στο στρώμα. Τελικά βούτηξα το κουτάλι μου στη φάβα και δοκίμασα την ευγενική βεντέτα μεταξύ των αρωμάτων του φρέσκου λαδιού και της κάπαρης. Κάθε τόσο, συμπλήρωνα και με μια μπουκιά από λαχανικά στη σχάρα αφού ήταν καραμελωμένα, νόστιμα και ραντισμένα με βαλσάμικο και δυναμικό δεντρολίβανο. Στα κυρίως επιλέξαμε την καπνιστή μπριζόλα Καρδίτσας και τις φακές με το χταπόδι – εξαιρετικός συνδυασμός νησιού και βουνού τυλιγμένος σε μυρωδικά και λάδι.
Το νησί πολύβουο, η γωνιά μας ήταν όμως ήρεμη. Ήταν λες και τα ρολόγια είχαν κλείσει τα μάτια, εμείς είχαμε βάλει το μαγιό και τα πόδια μας βρέχονταν από το αλμυρό νερό που έγλυφε την αμμουδιά. Ο ιδιοκτήτης κατέφθασε, καλησπέρισε και προχώρησε και πιο μέσα για να χαιρετήσει τους υπόλοιπους γνωστούς του. Το όνομά του είναι Μπάμπης Ζωίδης και μαζί με τη σύζυγό του Δήμητρα έχουν μαγειρέψει και έχουν ταΐσει πολύ κόσμο πλέον. Το κάνουν με αγάπη, το φροντίζουν αυτό το μαγαζί, έχουν αμέτρητες γλάστρες και κάτι ζωηρά πουλάκια στα κλουβάκια τους που τραγουδάνε στους καλεσμένους. Η μουσική πολύ διακριτική και καθόλου παρεμβατική στην ατμόσφαιρα του μαγαζιού που σε μεταφέρει σε ήσυχο νησί των Κυκλάδων – κόντεψα να πετάξω τα ρούχα μου και να βουτήξω παρορμητικά στην άσφαλτο. Αλήθεια, ήταν αντηλιακό αυτό που μου μύριζε ή ήταν πολύ καλό το φαγητό; Ταξίδεψα μαζί σου σίγουρα.
Till next week
Ετοίμασε ταξίδια και μυστικές αποδράσεις