Σούρουπο στη μεγαλούπολη, στην λαβωμένη πόλη που κατάντησε η πόρνη των ευρωπαίων, το κρύο έξω θερίζει και η πόλη της δημοκρατίας κλείνεται στο σπίτι. Κάτω από τα σκοτεινά φώτα της Ακρόπολης κάθομαι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και γράφω στο ημίφως. Στην τηλεόραση ένας οργανοπαίχτης αποδίδει το Karahan erdem και εξηγεί πως πάντα θα βασιζόμαστε στην παράδοση και στο παρελθόν – σκέφτηκα πως είναι να αναπολείς αυτό που είχες, αυτό που ήσουν και να επενδύεις στην εξέλιξη σου. Το σαξόφωνο σβήνει απαλά στο αυτί μου και οι Kollektif Istanbul αλλάζουν θέση με τον Πορτογάλο και το φάντο του – (fado: [ˈfaðu], destiny, fate).
Όταν έρχομαι εδώ πάντα φροντίζω να είμαι απασχολημένος αλλά να νιώθω ταυτόχρονα τη μοναξιά της πόλης. Οι δρόμοι είναι παρεξηγημένοι, κάποιοι επικίνδυνοι και κάποιοι chic, άλλοι έχουν πεζοδρόμια και κάποιοι έχουν άστεγους που κοιμούνται σε αυτά. Το βράδυ της Παρασκευής έφαγα στο Furin Kazan στην Απόλλωνος όπου γιόρτασα το καλό sushi με τον Βασίλη που έχει γυρίσει από το L.A. Στους δρόμους Κινέζοι και Ιάπωνες που έτρεχαν σαν βαγόνια τρένου και εμείς, οι ευρωπαίοι, στριμωγμένοι μέσα να αποθεώνουμε την εξαίρετη κουζίνα τους και να απαρνιόμαστε το ελαιόλαδο και τη φέτα. Απέναντι, μέσα από το τζάμι είδα έναν ηλικιωμένο που άπλωνε την κουβέρτα του για να κοιμηθεί. Στο πεζοδρόμιο. Αργότερα περπατήσαμε στο σκοτάδι όπου μία παρέα αγοριών φώναζε συνθήματα κατά των ξένων. Στενά τζιν και μαύρα μπουφάν, ξυρισμένα κεφάλια και αλυσίδες, όλα αυτά αντιμέτωπα και παράλληλα με το ρατσισμό και την δυσανεξία.
Σάββατο πρωί και στο Μπενάκη γίνεται χαμός. Συχνά απολαμβάνω έναν καφέ εδώ, πάντα βλέπω ωραίες κλασικές φάτσες και καταγράφω μία άλλη πραγματικότητα της πόλης. Η Vix έρχεται να με συναντήσει και δίνουμε ραντεβού στον Hermes στη Βουκουρεστίου. Πίνουμε τον πρώτο καφέ στο κοσμοπολίτικο Clemente καπνίζοντας το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και μυρίζοντας το κλασικό Poivre Samarcande. Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς, εδώ υπάρχει πολιτισμός και όλοι προσέχουν μην τους πέσουν ψίχουλα από το χρυσοπληρωμένο cookie τους. Καλοντυμένα ζευγάρια περπατάνε αμέριμνα. Σάββατο θα πει show time. Μετά το πολύ σεργιάνι μας θερίζει η πείνα και ο Σκούφιας στις γραμμές του τρένου στην Κωνσταντινουπόλεως είναι πλέον προορισμός. Εκεί αφιερώνουμε χρόνο στις κρητικές γεύσεις και ακούμε τον Μάνο. Στάλες πέφτουν κι ο καιρός, σκοτεινιάζει μοχθηρός, φτάνουν σύννεφα και φαίνεται, πόσο εχθρός είναι ο καιρός.
Ξημερώνει Κυριακή και δεν θέλω να μαζευτώ. Τρώω στο δρόμο από μία καντίνα στο Γκάζι, περπατάω, καπνίζω και μιλάω με περαστικούς που με ρωτάνε για ένα μπαρ. Δίνω οδηγίες σε ντόπιους- τελικά η Αθήνα και εγώ γνωριζόμαστε καλά. Κατανοώ τη μοναξιά της, ανέχεται τη δική μου. Υπολογίζει πότε την έχω ανάγκη και μου παραδίνεται – στο γάμο της αυτή η νύφη θα φορέσει μαύρο νυφικό αφού μου υποσχεθεί αιώνια αγάπη. Λίγες ώρες ύπνου και το μήνυμα της Αγγέλας με ωθεί στους δρόμους πάλι. Το Μεταξουργείο είναι παραμελημένο, μυρίζει Μαρόκο και Ρωσία, έχει θέατρα και πελώρια ξενοδοχεία και τίποτα δεν είναι στη θέση του. Στους δρόμους τα λεωφορεία μεταφέρουν τον κόσμο πίσω στην πατρίδα του και εγώ κοιτάω με έκπληξη τις φυλές του Ισραήλ. Ο δρόμος μας βγάζει στο Gazi college με την Ματ και οι ώρες κυλάνε σαν νεράκι. Μου λέει για το Dubai, της λέω για το θυμό. Γελάει δυνατά και τρώει λουκουμάδες. Μετά πατάτες τηγανητές. Και πάλι λουκουμάδες.
Η ζωή μπορεί να έχει οποία γεύση αποφασίσεις να της δώσεις.
Till next week
Δίνεις και παίρνεις