HomeInterviewsTsitsopoulos is a rolling stone: Τα 90s,...

Tsitsopoulos is a rolling stone: Τα 90s, η πόλη, τα στέκια, η νέα εποχή

Συνέντευξη: Δέσποινα Πολυχρονίδου / Φωτογραφίες: Νάντια Ζέζιου

Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος είναι ένας τύπος που «ζει από τις λέξεις» και τις μετατρέπει σε τέχνη και επικοινωνία. Από τα εφηβικά του χρόνια στην Ξάνθη μέχρι τις πολυδιάστατες δημιουργίες του στη Θεσσαλονίκη, έχει γράψει, μιλήσει και εμπνεύσει.

Υπήρξε μέλος του Δ.Σ του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, καλλιτεχνικός σύμβουλος του Φεστιβάλ Πολιτισμού των Δημητρίων, και μέχρι νεωτέρας ζει στην Άνω Πόλη (τυχερέ).

Μπλεγμένος βαθιά στον κόσμο των μέσων, συνεργάστηκε με κορυφαία περιοδικά και ραδιόφωνα, δημιουργώντας τις δικές του “μιντιακές φαντασιώσεις”. Πραγματικά η λίστα των συνεργασιών είναι ατελείωτη.

Με σπουδές στη Νομική και την Επικοινωνία, αλλά με ψυχή που ανήκει στη μουσική και την αφήγηση, έχει αφήσει το στίγμα του στην πολιτιστική ζωή της πόλης.

Ραδιοφωνικός παραγωγός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και πάντα flâneur της Θεσσαλονίκης, ακολουθεί το μότο του φίλου του Ρένου Χαραλαμπίδη: «Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι», μια φράση που προφανώς και ταιριάζει σε κάποιον που είναι στην πραγματικότητα, αποδεδειγμένα rolling stone – που δεν χορταριάζει, δεν νοσταλγεί και δεν κολώνει πουθενά.

Φωτογραφήθηκε ανάμεσα σε μπλουζάκια με μπάντες στο Nephilim Store (ευχαριστούμε Nephilim!).

Αλήθεια Στέφανε, πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη δημοσιογραφία και τα περιοδικά;

Διάβαζα μανιαδώς Ποπ και Ροκ, άκουγα τον Γιάννη Πετρίδη στο Κρατικό και στα 14 μου χρόνια απάντησα σε μια αγγελία του Ελληνικού Βορρά, που αναζητούσε ανταποκριτές σε πόλεις της Βόρειας Ελλάδας για κάλυψη θεμάτων μουσικής και νεανικής κουλτούρας. Το 1978 -αυτή ήταν η χρονιά- ο Λευτέρης Κογκαλίδης ήταν ο διευθυντής της σελίδας Νεολαία κι εγώ έπηζα στην Ξάνθη μετρώντας πόσος καιρός μου απέμενε για να την κοπανήσω από την επαρχία μου, λαγός τρεχάμενος. Είχα όνειρο το πανεπιστήμιο και τη διαμονή στη Θεσσαλονίκη, η ζωή στη Θράκη μου φάνταζε πληκτική, ήθελα να διακτινιστώ στη γη.

Να ταξιδέψω παντού, να γνωρίσω ό,τι υπήρχε πέρα από τη γέφυρα του Νέστου, να ακούω Clash, Talking Heads και Siouxsie, να διαβάσω όλα τα βιβλία, να δω όλες τις ταινίες του σύμπαντος και, όταν κάποτε θα έφτανα στη Νέα Υόρκη, ήμουν σίγουρος πως θα γνώριζα την Ντέμπι Χάρι και θα δούλευα στο Interview του Άντι Γουόρχολ. Ο Κογκαλίδης με έχρισε δημοσιογράφο, στα τέλη των σέβεντις, σε αυτόν το χρωστώ. Κατάφερα να πάρω τη θέση και στη διάρκεια του λυκείου, κάθε Κυριακή έβλεπα τα κείμενά μου δημοσιευμένα να καταγράφουν το λάιβ των Σπυριδούλα στο Αμφιθέατρο του Πολυτεχνείου Ξάνθης, ή να υμνούν τους τοπικούς Θράκες πανκ ρόκερ TNT, που εμφανίζονταν τακτικά στο μπαρ Guernica.

Γιατί, τελικά, στην Ξάνθη του 1978 δεν ήταν όλα και τόσο χάλια, τώρα που το καλοσκέφτομαι: Είχαμε πέντε πανκ, χιλιάδες οπαδούς του Πάριου, μία ντίσκο, την Πήγασος, που έπαιζε Bee Gees και Γκλόρια Γκέινορ, συν ένα γαμάτο μπαρ, την Guernica, που όπως έγραψα και στο Ροκ Σταρ, το πρώτο μου μυθιστόρημα (Μεταίχμιο), έπαιζε και συνεχίζει να παίζει την πιο ψυχωμένη μουσική από όλα τα μπαρ που γλέντησα στις μετέπειτα ζωές μου. Επίσης στην Ξάνθη του τότε είχαμε και μια Δημοτική Βιβλιοθήκη από όπου μια μέρα δανείστηκα τον Φύλακα στη Σίκαλη.

Χάρις στο συγκεκριμένο βιβλίο κατάφερα να ισορροπήσω τα μεγάλα όνειρα της μίζερης εφηβικής ζωή μου και να χαράξω ένα κανονικό σχέδιο απόδρασης. Τα κατάφερα, στη Νομική της Θεσσαλονίκης, μερικά φεγγάρια αργότερα, συνέχισα να αρθρογραφώ στο εφημεριδάκι «Δικαιόπολις» κοπιάροντας το στιλ της Τζούλι Μπέρτσιλ, που καταβρόχθιζα τα κείμενά της στο New Musical Express. Μερικά χρόνια μετά, στα μέσα του ’80, βρέθηκα να στέλνω κείμενα στο ΚΛΙΚ, και λίγο αργότερα στο ένθετο Η Ζωή είναι Αλλού της Ελευθεροτυπίας που διεύθυνε ο Φώτης Γεωργελές, εκδότης σήμερα της Άθενς Βόις.

Ο Φώτης στην ουσία ήταν που με έβαλε με τα μπούνια στα περιοδικά στα 90s, όταν ανέλαβε το εκδοτικό συγκρότημα του Άρη Τερζόπουλου. Μου εμπιστεύθηκε την κάλυψη της Θεσσαλονίκης και λέξεις σχετικά με κάθε τι που είχε να κάνει με τις μαγικές ενέργειες της πόλης τω καιρώ εκείνω. Παράλληλα, είχα μια καθημερινή σελίδα στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη, το Knifestyle. Τη Θεσσαλονίκη τη διάβαζα επίσης φανατικά σαν φοιτητής, για τα χρονογραφήματα του Σκαμπαρδώνη και τις σινεκριτικές του Αλέξη Δερμετζόγλου.

Με τον Φώτη Γεωργελέ, το 2005, λίγο μετά το γκραντ σουξέ της Athens Voice, κάναμε και το SOUL, όταν με την παλιά μας ομάδα από τα ιλουστρασιόν χρόνια του ΚΛΙΚ, του Men, της Γυναίκας και της Diva, το «εφημεριοδικάκι» μας – έτσι αποκαλούσαμε χαιδευτικά τότε την Άθενς Βόις στο ξεκίνημα των 00s- σκόραρε εμπορικά και καλλιτεχνικά με το καλημέρα. Έτσι αποχαιρέτησα για πάντα το φανζίν του Μύλου και την εφημερίδα Μακεδονία. Με τη σύντροφό μου Βάγια Ματζάρογλου -παρεμπιτόντως, ξεκίνησε να δημοσιογραφεί από τον Εξώστη σας- αποχαιρετήσαμε το μιντιακό τοπίο της Θεσσαλονίκης και σαλπάραμε στα media του καινούργιου κόσμου: Τα τελευταία 22 χρόνια φοράω την τιμημένη φανέλα που γράφει free press, free choice, Athens Voice.

Πώς επηρέασε το ίντερνετ τη δουλειά σου ως δημοσιογράφο και συγγραφέα;

Ονειρεύτηκα το ίντερνετ όταν διάβασα κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80 τον Νευρομάντη του Γουίλιαμ Γκίμπσον. Το περιέγραψε τόσο διεξοδικά, που κατάλαβα πως ήταν θέμα χρόνων για το Δίκτυο να σαρώσει σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Το ίντερνετ μου έδωσε εύκολη πρόσβαση παντού, εκεί όπου παλιότερα έπρεπε να ξοδεύω περιουσίες για δίσκους, περιοδικά, ταινίες και πληροφορίες που αφορούσαν τη δουλειά μου. Είμαι υπέρ της διασύνδεσης και αυτές τις μέρες που το παιχνίδι της δαιμονοποίησης συνεχίζεται με την AI, θυμάμαι όλους εκείνους του Λουδίτες-καταστροφολόγους που πρέσβευαν πως έρχεται το τέλος του κόσμου.

Ως δημοσιογράφος με τη διασύνδεση, ασυζητητί, έγινα ουσιαστικότερος. Αντίθετα, ως συγγραφέα το Web δεν με επηρέασε. Πέρα από τις φορές που μετά από εξαντλητική διασταύρωση κατάφερα να αντλήσω κάποιες πραγματολογικές λεπτομέρειες και στοιχεία που απαιτούσαν οι ιστορίες μου, συνεχίζω ακόμα ως προς τα μυθιστορήματά μου να συχνάζω στα βιβλιοπωλεία, τις βιβλιοθήκες, τα μουσεία, τα σινεμά και τις συναυλίες αιθούσης, γιατί σαν το βιωματικό, τους δρόμους και τα αληθινά ταξίδια (κι όχι μέσω Google earth) δεν έχει!

Από εσένα λοιπόν πέρασαν περιοδικά, ραδιόφωνα, εφημερίδες – πώς άλλαξαν τα media αυτές τις δεκαετίες;

Αν σκεφτείς πως όλα τα μουσικά ραδιόφωνα στα Fm παίζουν με αντιαισθητικές πλέιλιστ, και πως τα όποια περιοδικά επέζησαν επιβιώνουν σαν ένθετα μέσα σε κραταιές κάποτε εφημερίδες, που επίσης θνησιγενούν, η απάντηση στην ερώτησή σου είναι πως… γα #%^&*@ το σύμπαν.

Όμως, μακριά από εμένα τα δραματικά περί του παλιού αγνού κόσμου που χάθηκε. Καμιά νοσταλγία δεν έχω για τη μυρωδιά της μελάνης στο χαρτί, που το πενθούν οι ηλικιωμένοι και οι θιασώτες του «κάθε πέρσι και καλύτερα». Any change is for good, πιστεύω ακράδαντα πως, αν σταματήσεις για να θρηνήσεις, είναι σημάδι πως είτε κουράστηκες και δεν αντέχεις το παιχνίδι, είτε ότι μπορεί και να μην έχεις τίποτα άλλο να δώσεις, γι’ αυτό και διαλέγεις φουλ οπισθοχώρηση.

“O Βορράς ήταν μια ασταμάτητη μηχανή παραγωγής ποπ κουλτούρας: Από τις Τρύπες, τα Μωρά στη Φωτιά, τους Ξάξακες, τα Σπαθιά και τους Μίκρο, στο φανζίν Rollin’ Under”

Πώς ήταν η πολιτιστική και κοινωνική σκηνή της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του ’90;

Από την Biennale του 1987 με ενδιάμεση στάση τον Μύλο του Στεφανίδη και την Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 1997, που έφερε Καραβάτζιο στο Παλατάκι και U2 στο Λιμάνι, ο Βορράς ήταν μια ασταμάτητη μηχανή παραγωγής ποπ κουλτούρας: Από τις Τρύπες, τα Μωρά στη Φωτιά, τους Ξάξακες, τα Σπαθιά και τους Μίκρο, στο φανζίν Rollin’ Under.

Από τους συγγραφείς Γιώργο Σκαμπαρδώνη, Σοφία Νικολαίδου, Θωμά Κοροβίνη και Σάκη Σερέφα (ακόμα κραταιούς), στην οπτική γκρούπα των Alter Vision και τον φωτογράφο Σίμο Σαλτιέλ. Οι Παρασκευόπουλος, Μπεκρή και Πασσαλής του θίασου Νέες Μορφές, τα ρέιβ πάρτι του Λόγκο και του Βέρου στο Troll, ω, θυμάμαι μια άλλη πόλη σε σύγκριση με τη νωχελική σημερινή. Με όλο το παραπάνω namedropping, τα ατάκτως χρονικά εριμμένα, καμιά φορά νοσταλγώ εκείνη την εκρηκτική, ατάσθαλη, οργισμένη δημιουργικά Θεσσαλονίκη. Στα μπαρ, στα κλαμπ, στα σινεμά, στα βιβλιοπωλεία, παντού χαρά, σχέδια, οσμώσεις και συγκλίσεις. Αμάσητοι καιροί.

Και λέω αμάσητοι, γιατί παρά τα μαγικά που μας δονούσαν, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, το παπαδαριό, οι Μακεδονομάχοι, οι συντηρητικοί πολιτευτές και το χριστεπώνυμο εκλογικό πλήθος που τους ψήφιζε με τα τσαρούχια πλημμυρίζοντας πλατείες στα συλλαλητήρια για τις ταυτότητες και το Μακεδονικό, έκαναν τα πάντα για να καταστείλουν το χάι μας. Δύο δεκαετίες μετά, όταν ο Μπουτάρης κατάφερε να κάνει την ανατροπή, να μιλήσει για τους Εβραίους και την εξωστρέφεια, όπως και να οργανώσει το Gay Pride, τα 80s και τα 90s είχαν εξαϋλωθεί σε χρονιές μεταμιλένιουμ.

Ο Μύλος έκλεισε, οι Τρύπες και τα Σπαθιά διαλύθηκαν, ο Μπάμπης Ζουμπούλης χάθηκε και εκείνη η Ξεσσαλονίκη που θυμάμαι άρχισε σταδιακά να μεταλλάσεται σε City of brunch-δέκα τρόποι για να φας το αυγό σου με αβοκάντο, πίνοντας μονοποικιλιακούς καφέδες. Γι’ αυτό κάπου εδώ θέλω να δηλώσω υπεύθυνα και με πλήρη επίγνωση ότι η Θεσσαλονίκη χρωστά στον Νίκο Στεφανίδη έναν αδριάντα, που προτείνω να τοπθετηθεί δίπλα στο άγαλμα του Καραμανλή με θέα τον Όλυμπο.

Γιατί ο Μύλος του ήταν που σηματοδότησε όλο εκείνο το ρομαντικό και παραληρηματικό εν εξάλλω των 90s. Πριν τον Μύλο η Θεσσαλονίκη ήταν μια Ξάνθη επί 100, χάρις στον Μύλο άστραψε και βρόντηξε σαν κοσμόπολη. Δεν είναι τυχαίο που με το πέρας του Μύλου ξαναπήραν τα πάνω τους η αισθητική παρακμή και η μετριοκρατία, ενώ τα καλύτερα παιδιά αναγκαστικά έπρεπε κατηφορίσουν στην Αθήνα για να βρουν τον δρόμο τους.

Δηλαδή νιώθεις ότι άλλαξε η Θεσσαλονίκη αυτές τις επόμενες δεκαετίες;

Βίωσε μια τεράστια κατάθλιψη η πόλη, αλλά τώρα με το μετρό, το Fly Over, τη νέα ΔΕΘ, συν τα άλλα μεγάλα έργα σε υποδομές συγκοινωνίας, υγείας, επενδύσεων και τεχνολογίας που πήραν μπρος, έχουμε την ευκαιρία να επανεκτοξευθούμε σε ένα ηρωικό παρόν και μέλλον. Παρένθεση: Με ρώτησες για τη δεκαετία του ’80 και τα ηρωικά χρόνια του ’90.

Επειδή ο κίνδυνος εξιδανίκευσης του χθες και η νοσταλγία μαρτυρούν τύφλωση, με το στανιό εξωραϊσμό, σαράκι και αρρώστια μεγάλη, επιβάλλεται να σας απομυθοποιήσω εκείνο το «υπέροχο κάποτε».

Αρκετοί από αυτούς που με σημαία τους το «Έγκλημα στη Βενιζέλου» καθυστέρησαν με τις προσφυγές και την μπαγιατίλα τους το ήδη τραγικά καθυστερημένο μετρό, ήταν οι ίδιοι που τη δεκαετία του ’80, όταν ξεκίνησαν τα έργα κατασκευής του Περιφερειακού, έβαλαν εναντίον του.

Σκέψου τι θα ήταν η Θεσσαλονίκη χωρίς τον Περιφερειακό, ή πόσο πιο άνετοι θα ήμασταν με την Υποθαλάσσια, όπου και πάλι συνασπισμένο το μέτωπο του μιζεραμπιλισμού που κάποιοι το έχουν αναγάγει σε επάγγελμα, μπλόκαρε ένα ακόμα έργο που, αν είχε συμβεί, θα βελτίωνε κατά πολύ την καθημερινότητά μας.

“Επειδή ο κίνδυνος εξιδανίκευσης του χθες και η νοσταλγία μαρτυρούν τύφλωση, με το στανιό εξωραϊσμό, σαράκι και αρρώστια μεγάλη, επιβάλλεται να σας απομυθοποιήσω εκείνο το «υπέροχο κάποτε»”

Βλέπετε, εκτός από τους κάκιστους (πλην εξαιρέσεων) αδιάφορους οσφυοκάμπτες και χαμηλού βεληνεκούς πολιτικούς εκπροσώπους που στέλνει η Θεσσαλονίκη στη Βουλή, εντός της πόλης αυτή η γκρίνια, τα ανέξοδα αριστελίκια και το εθνόκαβλο πολιτικοαθλητικό ιδεολόγημα του «Αθήνα γαμη#$%!*νη η Θεσσαλονίκη δεν πεθαίνει», είναι που φταίνε εξίσου για το χάντικαπ.

Είναι καλή εποχή για να αντικατασταθεί το μπαγιάτικο αφήγημα με κάτι φρέσκο, οραματικό και εμψυχωτικό. Καταθέτω στο τραπέζι το «Θεσσαλονίκη, Αμβέρσα, Μιλάνο, ο μόνος δρόμος για την πόλη είναι ανάπτυξη με πλάνο».

Τι ρόλο έπαιξαν τα media στη διαμόρφωση της ταυτότητας της πόλης;

Αν εννοείς τα αθηναϊκά, σίγουρα και απόλυτα, τα μίντια της πρωτεύουσας ήταν που έφτιαξαν τον μύθο. Είτε τον κλισέ περί ερωτικής πόλης, είτε του ροκενρόλ, είτε της γραφιστικής πρωτοπορίας μας, όπως άλλωστε έκαναν οι Αθηναίοι και τη δεκαετία του ’30: Μη μπορώντας να ταξινομήσουν λογοτεχνικά τον υπερμοντερνιστή Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και όλη την πρωτοποριακή παρέα του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες, εφηύραν τον όρο «Σχολή της Θεσσαλονίκης»!

Σήμερα, βέβαια, η Αθήνα αφιερώνει διθυράμβους στην κουζίνα μας, ο Τασιούλας του Όλυμπος Νάουσα θεωρείται ο Αγγελάκας του τώρα, τα κουτάλια και τα πιρούνια είναι οι νέες κιθάρες και τα ντραμς, η ψαροφαγία στο Τριζόνι του Αστέριου σκοράρει ψηλά στη λίστα με τα «πρέπει», όπως παλιά που όλοι έπρεπε να περάσουν από τα Λαδάδικα νύχτες ακολασίας με ιπτάμενες χαρτοπετσέτες και λαϊκά τσα-τσα.

Πάντα η Αθήνα έβλεπε και αντιμετώπιζε τη Θεσσαλονίκη εξωτικά και στην προδιαγραφή αυτού του οριενταλισμού συνεχίζει να μας κρίνει και να αποθεώνει κάθε τάση που βγάζουμε.

Κοπιάροντάς την και, όταν δεν μπορεί, τότε προτιμά τη μέθοδο της απαγωγής ώστε η τάση να ανανεώσει τους «χάμω».

Από την άλλη, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές, μουσικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, γραφίστες, μάγειρες, όσοι θέλουν να τρέξουν σε μεγαλύτερη πίστα, κατεβαίνουν υποχρεωτικά στην πρωτεύουσα. Παρά τη γλύκα του, ο ορίζοντάς μας είναι πεπερασμένος και το χρήμα είναι πολύ μετρημένο ή τσιγκούνικο στη Θεσσαλονίκη για να επιβραβεύσει τάλαντο και δυνατότητες.

“Παρά τη γλύκα του, ο ορίζοντάς μας είναι πεπερασμένος και το χρήμα είναι πολύ μετρημένο ή τσιγκούνικο στη Θεσσαλονίκη για να επιβραβεύσει τάλαντο και δυνατότητες”

Πώς βλέπεις τις επόμενες γενιές; Έχουμε καταλάβει πώς λειτουργούν; Πρέπει να τις κατανοήσουμε ή απλώς να αποδεχτούμε πως το χάσμα θα παραμείνει αγεφύρωτο;

Μια χαρά είναι τα παιδιά. Ακούνε ακαταλαβίστικα τραγούδια με γκάνια και σλατίνες, που, μένα, που δεν είμαι από το γκέτο του Κόμπτον ή του Δενδροπόταμου, μου φαίνονται γρίφοι. Μιλώντας μια γλώσσα τίγκα στα ντελούλου, τα ισχύει, πού ’σαι φίλος, και τέτοια ιντριγκαδόρικα, καταλαβαίνω τους νέους γονείς που παθαίνουν παράκρουση ή τους φιλόλογους που αδυνατούν να εντοπίσουν στοιχεία ομηρικού έπους στις ρίμες του Λεξ.

Αλλά να μην τρελαθούμε κιόλας με αυτή την γκρίνια περί γενεών, το μαζικό πόπολο της γενιάς μου ήταν χειρότερο, άκουγαν Σαλαμπάση – Σ’ αγαπάω μ’ ακούς και οργανώνονταν στην ΚΝΕ, παρότι όλοι τους, δεξιοί και αριστεροί, ήθελαν να διοριστούν στο Δημόσιο για να τη βολέψουν.

Τουλάχιστον αυτά τα νέα παιδιά με τα τατουάζ και τις απίστευτες τεχνικές δεξιότητες, άσχετα αν θέλουν, αντί να σπουδάσουν ιατρική, να γίνουν σεφ ή ινφλουένσερς, δεν έχουν για όνειρο το Δημόσιο και έτσι δεν κινδυνεύουμε με άλλη μια χρεοκοπία. Επίσης να ορίσουμε για ποια νέα γενιά μιλάμε.

Άλλο οι «τούμπανοι», οι μάτσο τράπερ και τα κορίτσια που κάνουν πλαστικές από τα είκοσι, και άλλο τα τρελαμένα πουλιά με τα λοφία και τα μαύρα μπλουζάκια Social Waste που αράζουν στο Ναβαρίνο και ονειρεύονται την παγκόσμια επανάσταση. Δεν είναι όλα τα παιδιά ίδια, αμαρτία να τα ντανιάζουμε στην ίδια ετικέτα.

Πώς πάει η εκπομπή σου στον Rock Radio; To απολαμβάνεις; Θυμάσαι αλήθεια την πρώτη φορά που μίλησες στο μικρόφωνο;

Μπροστά σε μικρόφωνο βρέθηκα το 1978 και πάλι, την ίδια εποχή που άρχισα να στέλνω ανταποκρίσεις στον Ελληνικό Βορρά. Ο πειρατικός σταθμός λεγόταν ράδιο Albido 039. Το δούλευε παράνομα ένας τρελαμένος με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου γιος παπά στην περιοχή της Κυψέλης στην Ξάνθη και με προσκαλούσε τακτικά για παίζω τους δίσκους μου, να λέω τα δικά μου και να έχει ο σταθμός μεγάλο πρόγραμμα.

Στους 104.7 Rock Radio τώρα, εγώ νομίζω πως το πρωινό μου δίωρο είναι μια κλάση επάνω από τις εκπομπές που έκανα και στον 88μισό και στον Republic 100.3, αλλά καλό θα ήταν να ρωτούσατε απευθείας και τους ίδιους τους ακροατές τι γνώμη έχουν.

Θα ξαναέκανες δικό σου περιοδικό;

Όχι, τα περιοδικά με σελιδένιες σελίδες είναι νόρμες και αξίες του παλιού κόσμου. Ήταν υπέροχο το πάρτι όσο κράτησε, αλλά αυτό που ζω μου αρέσει και με γοητεύει πιο πολύ. Εκτός κι αν πιάσει πάλι τον Γεωργελέ καμιά τρέλα και θελήσει να ξαναβγάλουμε το SOUL. Εδώ δεν θα πω όχι!

Πώς και δεν έμεινες στην Αθήνα;

Κατεβήκαμε με τη Βάγια για μια πενταετία, όταν μας κάλεσε στα κεντρικά η μαμά Voice. Επιστρέψαμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά, επειδή το νομαδικό στιλ Μάλγαρα – Σχηματάρι και Άνω Πόλη – Νέα Σμύρνη δείχνει να μας πηγαίνει περισσότερο, ετοιμαζόμαστε να ξανακατηφορίσουμε, όταν και οπότε.

Η εφημερίδα μάς χάρισε την υπέρτατη πολυτέλεια να μπορούμε και να γράφουμε ζώντας αναμεταξύ και των δυο πόλεων. Έτσι αντέχεται η ζωή, Δέσποινα, και κυλά πιο δημιουργικά: μόνο με ρολάρισμα και συνεχή κίνηση. Με τη Βάγια είμαστε ορκισμένοι θιασώτες του It’s better to travel των Swing out Sister και του… πέτρα που κυλά δεν νταουνιάζει.

“Έτσι αντέχεται η ζωή, και κυλά πιο δημιουργικά: μόνο με ρολάρισμα και συνεχή κίνηση”

Πού βγαίνεις, πού κυκλοφορείς μέσα στην πόλη;

Για καφέ, από τα παλιά κόλπα, συχνάζω πάντα στον Θερμαϊκό, το Local και το Amicale. Για φαγητό στο Βαρύ Πεπόνι, το Μαιτρ και Μαργαρίτα, το +Τροφή και τη Μασσαλία στο κέντρο. Τακτικά πάω και στο Μανιάτικο Δεσποινίς Μαργαρίτα στη Βούλγαρη, όπως και στο Κορωνίς της Σοφούλη. Για ποτό, μουσικές σπέσιαλ αλλά και γιατί κάθε φορά που βλέπω τον Χρήστο Πορτοκάλογλου θυμάμαι με συγκίνηση τις επικές στιγμές μας (χώρια που θαυμάζω απεριόριστα την αισθητική και την πορεία του), θα με πετύχεις στην Casablanca.

Αγαπώ πολύ επίσης το Cercle de Salonique του Γιώργου Ντόρα, το Wagon Lit της Ρενέ Βογιατζή, όπως και όλη την κατάσταση που άλλαξε τα πέριξ της γειτονιάς των 12 Αποστόλων. Στην Αθήνα, αγαπώ πολύ το καφέ Σελέκτ της Φωκίωνος Νέγρη και μπαρ το Au Revoir της Πατησίων: για να τα τιμήσω τα έβαλα να πρωταγωνιστούν ως τόποι δράσης στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Τα χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη».

Όσον αφορά την ίδια τη Θεσσαλονίκη, τι σου αρέσει ακόμα και τι δεν σου αρέσει καθόλου; Eίδες διαφορές στην καθημερινότητά σου με τη νέα δημαρχία;

Μια χαρά είναι η Θεσσαλονίκη και στο μέλλον στοιχηματίζω πως θα είναι «μιαχαρακαλυτερότερη». Ο Δημαρέλος στην καθαριότητα παλεύει με το θεριό και αλωνίζει κυνηγώντας τους βρομίλους, ο Νικηφορίδης με την τρέλα και τη γνώση του μόνο σωτήριες παρεμβάσεις θα επιβάλει στον δημόσιο χώρο.

“Πρέπει να βρεθείς μακριά της για να ξαναφουντώσει ο έρως και αντιληφθείς πως σαν το εδώ της Θεσσαλονίκης πουθενά στον κόσμο δεν θα βρεις”.

Ο Στέλιος Αγγελούδης έχει την ευκαιρία να αναμορφώσει την πόλη και το παραμύθι να αρχινίσει ξανά από εκεί που το άφησε η πρώτη κοσμογονική και εξωστρεφής τετραετία του Μπουτάρη. Ήταν τιμή μου, στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας αναγέννησης, που η δημοτική αρχή με κάλεσε για να συντονίσω τα 59α Δημήτρια. Πολύ μεγάλη χαρά μου έδωσε και η άψογη συνεργασία μου, αλλά και η σύμπνοια που είχα με τον αντιδήμαρχο πολιτισμού. Ο Βασίλης Γάκης έχει μεγάλα σχέδια και του εύχομαι ολόψυχα όλα να του βγουν. Παρά την γκρίνια μα και τα ζόρια που περνά, γιατί ώρες πραγματικά εδώ πάνω είναι δύσκολα, στη Θεσσαλονίκη μου αρέσουν τα πάντα της όταν λείπω.

Νοσταλγώ ακόμα και το μποτιλιάρισμα στη Βασιλίσσης Όλγας όταν βρίσκομαι ακούνητος στην Συγγρού, την αναπολώ σαν ξενιτεμένος μετανάστης που άλλαξε ήπειρο! Πρέπει να βρεθείς μακριά της για να ξαναφουντώσει ο έρως και αντιληφθείς πως σαν το εδώ της Θεσσαλονίκης πουθενά στον κόσμο δεν θα βρεις.

Ταυτόχρονα πρέπει η ζωή εδώ να σε μιζεριάσει, να σε θυμώσει ολόψυχα και να σε μπαϊλντίσει του κερατά, ώστε να πεις… ωραίος καιρός, μετακόμιση, κατεβαίνω στην Αθήνα για να αλλάξει ο αέρας, η τσέπη και ο ψυχισμός μου.

 

 

 

 

Related stories

AI στον κινηματογράφο: Μπορεί η τεχνολογία να σκοτώσει την τέχνη;

Πρόσφατα έγινε γνωστό πως στην βραβευμένη ταινία Emilia Perez,...

Θεσσαλονίκη: Τα εστιατόρια και μπαρ που κέρδισαν βραβεία γεύσης

Τα εστιατόρια, οι ταβέρνες, τα street food spots και...

Πού θα ταξιδέψουν φέτος για Καρναβάλι και Καθαρά Δευτέρα οι βορειοελλαδίτες

Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας είναι η τέλεια ευκαιρία...

Τσικνοπέμπτη και σχολείο: Ανάμεσα στην παράδοση και στους κανονισμούς

Αχ, η Τσικνοπέμπτη! Η μέρα που μετατρέπει τα σχολεία...