HomeMind the artΒιβλίοΤσαρλς Μπουκόφσκι, Η ζωή ενός αλήτη

Τσαρλς Μπουκόφσκι, Η ζωή ενός αλήτη

Ο Χάρι ξύπνησε στο κρεβάτι του, με πονοκέφαλο από το ποτό. Δυνατό πονοκέφαλο.

«Σκατά», είπε σιγανά.

Μες στο δωμάτιο υπήρχε ένας μικρός νιπτήρας.

Σηκώθηκε, ανακουφίστηκε μες στον νιπτήρα,
τον καθάρισε χρησιμοποιώντας τη βρύση κι ύστερα έχωσε το κεφάλι του
εκεί μέσα κι ήπιε λίγο νερό. Έριξε νερό στο πρόσωπό του και σκουπίστηκε
με μιαν άκρη της φανέλας που φορούσε.

Η χρονιά ήταν το 1943.

Ο Χάρι μάζεψε μερικά ρούχα απ' το πάτωμα
κι άρχισε αργά-αργά να ντύνεται. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές κι ήταν
σκοτεινά εκτός από τα σημεία όπου ο ήλιος τρύπωνε μέσα από τις σκισμένες
κουρτίνες. Το δωμάτιο είχε
δύο παράθυρα. Δωμάτιο πολυτελείας.

Προχώρησε στον διάδρομο προς το μπάνιο,
κλείδωσε την πόρτα και κάθισε. Ήταν θαύμα που μπορούσε ακόμα να χέζει.
Μέρες τώρα δεν είχε φάει τίποτα.

Χριστέ μου, σκέφτηκε, οι άνθρωποι έχουν
έντερα, στόματα, πνευμόνια, αφτιά, αφαλούς, σεξουαλικά όργανα και…
μαλλιά, πόρους, γλώσσες, δόντια καμιά φορά και όλα τα υπόλοιπα όργανα…
νύχια στα δάχτυλά τους, βλέφαρα, δάχτυλα στα πόδια τους, γόνατα,
στομάχια…

Υπήρχε κάτι εξουθενωτικό σε όλα αυτά. Γιατί κανείς δεν παραπονιόταν;

Ο Χάρι τέλειωσε με το τραχύ χαρτί
τουαλέτας του νοικιαζόμενου δωματίου. Θα μπορούσε να στοιχηματίσει πως
οι σπιτονοικοκυρές σκουπίζονται με καλύτερο χαρτί. Όλες αυτές οι θεούσες
σπιτονοικοκυρές με τους από καιρό πεθαμένους συζύγους.

Σήκωσε το παντελόνι του, τράβηξε το καζανάκι, βγήκε έξω, κατέβηκε τις σκάλες του σπιτιού και βγήκε στον δρόμο.

Η ώρα ήταν 11.00 π.μ. Προχώρησε νότια. Ο
πονοκέφαλος ήταν δυνατός, μα δεν του 'δινε σημασία. Του θύμιζε πως είχε
βρεθεί κάπου αλλού, κάπου ωραία. Καθώς προχωρούσε βρήκε στην τσέπη του
πουκαμίσου του μισό τσιγάρο. Σταμάτησε, κοίταξε την τσακισμένη και
μαυρισμένη άκρη του, βρήκε ένα σπίρτο και προσπάθησε να τ' ανάψει. Δεν
άναβε. Συνέχισε την προσπάθεια. Μετά από τέσσερα σπίρτα, αφού έκαψε και
τα δάχτυλά του, μπορούσε πια να τραβήξει μια τζούρα. Πνίγηκε και τον
έπιασε βήχας. Αισθάνθηκε ένα ρίγος μες στο στομάχι.

Ένα αμάξι πέρασε δίπλα του με ταχύτητα. Τέσσερις νεαροί ήτανε μέσα.

«ΕΪ, ΓΕΡΟΚΟΥΡΑΔΑ! ΨΟΦΑ!», φώναξε στον Χάρι ένας απ' αυτούς.

Οι άλλοι γέλαγαν. Ύστερα εξαφανίστηκαν.

Το τσιγάρο του Χάρι ήταν ακόμη αναμμένο.
Τράβηξε ακόμα μια τζούρα. Μια τολύπη γαλάζιου καπνού ανέβηκε προς τα
πάνω. Του άρεσε αυτή η τολύπη γαλάζιου καπνού.

Συνέχισε να περπατάει κάτω από τον ζεστό ήλιο και σκεφτόταν, περπατάω και καπνίζω ένα τσιγάρο.

Περπάτησε μέχρι που έφτασε στο πάρκο
απέναντι από τη βιβλιοθήκη. Συνέχιζε να ρουφάει το τσιγάρο του. Τότε
αισθάνθηκε τη ζέστη της καύτρας και το πέταξε πέρα απρόθυμα. Μπήκε στο
πάρκο και περπάτησε μέχρι που βρήκε ένα μέρος ανάμεσα σ' ένα άγαλμα και
κάτι θάμνους. Το άγαλμα ήταν του Μπετόβεν. Κι ο Μπετόβεν περπατούσε, με
το κεφάλι του σκυφτό, τα χέρια δεμένα από πίσω, προφανώς κάτι σκεφτόταν.

Ο Χάρι κάθισε και τεντώθηκε πάνω στο
γρασίδι. Το κουρεμένο γρασίδι του προκαλούσε λίγο φαγούρα. Ήταν μυτερό
και τον έκοβε, είχε όμως μια ωραία καθαρή μυρωδιά. Τη μυρωδιά της
γαλήνης.

Μικροσκοπικά έντομα άρχισαν να μαζεύονται
πάνω στο πρόσωπό του, κάνοντας ακανόνιστους κύκλους, διασχίζοντας το
ένα τη διαδρομή του άλλου, χωρίς όμως ποτέ να συγκρούονται.

Δεν ήταν παρά μικρά μυγάκια, τα μυγάκια όμως κάτι γύρευαν.

Ο Χάρι κοίταξε μέσα από τα μυγάκια πάνω
τον ουρανό. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος και ψηλός όσο πάει. Συνέχισε να
κοιτάζει τον ουρανό προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει κάτι μέσα του. Μα δεν
κατάφερε τίποτα. Καμία αίσθηση της απεραντοσύνης. Ή του Θεού. Ούτε καν
του Διαβόλου. Μα πριν ανακαλύψεις τον Διάβολο πρέπει να έχεις ανακαλύψει
πρώτα τον Θεό. Με αυτή τη σειρά πάνε.

Δεν του άρεσαν του Χάρι οι σοβαρές σκέψεις. Οι σοβαρές σκέψεις μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά λάθη.

Σκέφτηκε ύστερα για λίγο την αυτοκτονία…
χωρίς να τη σκέφτεται στα σοβαρά. Με τον τρόπο που ο περισσότερος κόσμος
θα σκεφτόταν πώς να αγοράσει ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια. Το βασικό
πρόβλημα με την αυτοκτονία είναι η σκέψη ότι μπορεί να οδηγεί σε κάτι
χειρότερο. Αυτό που πραγματικά χρειαζόταν τώρα ήταν ένα παγωμένο
μπουκάλι μπύρα, με τη βρεγμένη ετικέτα και τις παγωμένες σταγονίτσες που
είναι τόσο όμορφες πάνω στην επιφάνεια του γυαλιού.

Ο Χάρι άρχισε να αποκοιμιέται… για να ξυπνήσει από τον ήχο φωνών. Από τις φωνές πολύ μικρών μαθητριών. Χαχάνιζαν και γελούσαν

«Ουουου, κοιτάξτε!»


«Κοιμάται!»


«Πρέπει μήπως να τον ξυπνήσουμε;»


Ο Χάρι στραβωνόταν από τον ήλιο, τις
κρυφοκοίταζε μέσα από σχεδόν κλειστά μάτια του. Δεν ήταν σίγουρος πόσα
κορίτσια ήταν, είδε όμως τα πολύχρωμά τους φορέματα: κίτρινα και κόκκινα
και γαλάζια και πράσινα.

«Κοιτάξτε! Είναι όμορφος!»


Χαχάνισαν, γέλασαν κι έτρεξαν μακριά.

Ο Χάρι ξανάκλεισε τα μάτια του.

Τι ήταν τώρα αυτό;

Τίποτε τόσο αναζωογονητικά ευχάριστο δεν
του είχε συμβεί ποτέ προηγουμένως. Τον είχαν πει “όμορφο. Πολύ ευγενικό
εκ μέρους τους!

Δεν επρόκειτο όμως να γυρίσουν πίσω.

Σηκώθηκε και περπάτησε ως το τέρμα του
πάρκου. Εκεί ήταν η λεωφόρος. Βρήκε ένα παγκάκι και κάθισε. Στο διπλανό
παγκάκι καθόταν ένας άλλος αλήτης. Ήταν πολύ πιο μεγάλος απ' τον Χάρι. Ο
αλήτης είχε μια βαριά, σκοτεινή, βλοσυρή όψη που του Χάρι τού θύμιζε
τον πατέρα του.

Όχι, σκέφτηκε ο Χάρι, γίνομαι αγενής.

Ο αλήτης κοίταξε προς τη μεριά του Χάρι. Είχε μικρά μαύρα μάτια.

Ο Χάρι του χαμογέλασε αμυδρά. Ο αλήτης γύρισε απ' την άλλη.

Ύστερα ακούστηκε θόρυβος από τη λεωφόρο.
Μηχανές. Ήταν μια φάλαγγα στρατιωτικών οχημάτων. Μια μακριά σειρά
φορτηγών γεμάτων στρατιώτες. Οι στρατιώτες ξεχείλιζαν από παντού, ήτανε
στριμωγμένοι σαν σαρδέλες, κρεμόντουσαν έξω κι απ' τις δυο πλευρές των
φορτηγών. Ο κόσμος βρισκόταν σε πόλεμο.

Η φάλαγγα των οχημάτων προχωρούσε αργά.
Οι στρατιώτες είδαν τον Χάρι να κάθεται στο παγκάκι του πάρκου. Τότε
άρχισε. Ήταν ένα μείγμα από σφυρίγματα, κοροϊδευτικές κραυγές και
βρισιές. Σε αυτόν φωνάζανε.

«ΕΪ, ΚΑΡΙΟΛΗ!»

«ΤΕΜΠΕΛΟΣΚΥΛΟ!»

Μόλις το ένα φορτηγό της φάλαγγας περνούσε, έπαιρνε σειρά το επόμενο:

«ΠΑΡ' ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥ ΑΠ' ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ, ΡΕ!»

«ΔΕΙΛΕ!»

«ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΑΔΕΛΦΗ!»

«ΦΟΒΗΤΣΙΑΡΑ ΚΟΤΑ!»

Η φάλαγγα των οχημάτων ήταν μεγάλη και αργή.

«ΕΛΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ!»

«ΘΑ ΣΟΥ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΠΟΛΕΜΑΣ, ΦΡΙΚΙΟ!»

Τα πρόσωπα ήταν λευκά και καφετιά και μαύρα, άνθη του μίσους.

Τότε ο γέρο-αλήτης σηκώθηκε απ' το παγκάκι του και φώναξε προς τα φορτηγά:

«ΘΑ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΩ ΕΓΩ ΓΙΑ ΣΑΣ, ΠΑΙΔΙΑ! ΕΓΩ ΠΟΛΕΜΗΣΑ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ!»

Εκείνοι που ήταν στα φορτηγά που περνούσαν γέλαγαν και κουνούσαν τα χέρια τους:

«ΔΩΣ' ΤΟΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ, ΠΑΠΠΟΥ!»

«ΑΝΟΙΞΕ ΤΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ!»

Κι ύστερα η φάλαγγα έφυγε πια.

Είχαν πετάξει διάφορα πράγματα στον Χάρι: άδεια κουτάκια μπύρας, κουτάκια αναψυκτικών, πορτοκάλια, μια μπανάνα.

Ο Χάρι σηκώθηκε, μάζεψε την μπανάνα,
ξανακάθισε κάτω, την καθάρισε και την έφαγε. Ήταν υπέροχη. Ύστερα βρήκε
ένα πορτοκάλι, το καθάρισε και μάσησε και ρούφηξε τη σάρκα και το ζουμί
του. Βρήκε ακόμη ένα πορτοκάλι και το έφαγε. Ύστερα βρήκε έναν αναπτήρα
που κάποιος τον είχε πετάξει ή του είχε πέσει. Τον δοκίμασε. Δούλευε.

Πήγε προς τον αλήτη που καθόταν στο άλλο παγκάκι κρατώντας τον αναπτήρα στο χέρι.

«Έι, φίλε, έχεις κανά τσιγάρο;»

Τα μικρά μάτια του αλήτη καρφώθηκαν πάνω
στον Χάρι. Δεν είχαν κανένα βάθος λες και του είχαν αφαιρέσει τις κόρες.
Το κάτω χείλος του αλήτη έτρεμε.

«Σου αρέσει ο Χίτλερ, έτσι

«Άκου, φίλε», είπε ο Χάρι, «τι λες να την κάνουμε από δω μαζί; Μπορεί και να βρούμε κανά ποτάκι.»

Τα μάτια του γέρο-αλήτη γύρισαν προς τα
πάνω. Για λίγο το μόνο που έβλεπε ο Χάρι ήταν το ασπράδι των
κοκκινισμένων του ματιών. Ύστερα τα μάτια ξαναγύρισαν στη θέση τους. Ο
αλήτης τον κοίταζε.

«Όχι μαζί με… σένα

«Εντάξει», είπε ο Χάρι, «τα λέμε…»

Ο γέρο-αλήτης ξαναγύρισε τα μάτια του και είπε άλλη μια φορά, λίγο δυνατότερα μόνο:

«ΟΧΙ ΜΑΖΙ ΜΕ… ΣΕΝΑ!»

Ο Χάρι βγήκε απ' το πάρκο περπατώντας
αργά κι ανηφόρισε τον δρόμο προς το αγαπημένο του μπαρ. Το μπαρ ήταν
πάντα εκεί. Ο Χάρι άραζε με τις ώρες στο μπαρ. Ήταν το δικό του
καταφύγιο. Ήταν αμείλικτο και πιστό.

Πηγαίνοντας κατά κει ο Χάρι πέρασε από
ένα άδειο οικόπεδο. Μια ομάδα από μεσήλικες έπαιζαν σόφτμπολ. Η φυσική
τους κατάσταση ήταν χάλια. Οι περισσότεροι είχαν μπάκες, ήταν κοντοί με
φαρδιούς κώλους, σαν γυναίκες σχεδόν. Ήταν όλοι τους Ι4 ή πολύ μεγάλοι
για στράτευση.

Ο Χάρι στάθηκε λίγο και χάζεψε το
παιχνίδι. Συνέχεια έριχναν την μπάλα έξω, βαρούσαν δυνατές βολές, έκαναν
λάθη, χτυπούσαν την μπάλα άσχημα, συνέχιζαν όμως να παίζουν. Ήταν
σχεδόν σαν τελετή, σαν υποχρέωση. Κι ήταν όλοι τους οργισμένοι. Το μόνο
πράγμα στο οποίο ήταν καλοί ήταν η οργή. Ήταν η ενέργεια της οργής τους
που κυριαρχούσε.

Ο Χάρι έμεινε εκεί και κοίταζε. Τα πάντα έμοιαζαν άχρηστα. Ακόμα και το σόφτμπολ έμοιαζε θλιβερό κι άχρηστο.

«Γεια σου, Χάρι, πώς και δεν είσαι κάτω στο μπαρ;»

Ήταν ο παλιόφιλος ο ΜακΝτάφ που κάπνιζε

την πίπα του. Ο ΜακΝτάφ ήταν γύρω στα 62 και κοιτούσε πάντοτε ίσια

μπροστά, ποτέ δεν κοιτούσε εσένα, μα κάπως σε έβλεπε μέσα από τα δίχως

σκελετό γυαλιά του. Κι ήταν πάντα ντυμένος με μαύρο κουστούμι και μπλε

γραβάτα. Ερχόταν κάθε βράδυ στο μπαρ γύρω στα μεσάνυχτα, έπινε δυο

μπύρες κι έφευγε. Και δεν μπορούσες να τον αντιπαθήσεις ούτε μπορούσες

και να τον συμπαθήσεις. Ήταν κάτι σαν ημερολόγιο ή μολυβοθήκη.

«Προς τα κει πάω», απάντησε ο Χάρι.

«Θα 'ρθω μαζί σου», είπε ο ΜακΝτάφ.

Έτσι ο Χάρι περπάτησε μαζί με τον

παλιόφιλο ΜακΝτάφ κι ο παλιόφιλος ΜακΝτάφ κάπνιζε την πίπα του. Ο

ΜακΝτάφ είχε πάντοτε την πίπα του αναμμένη. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό

του. Ο ΜακΝτάφ ήταν η πίπα του. Γιατί όχι;

Περπατούσαν χωρίς να μιλάνε. Δεν είχαν τίποτα να πούνε. Σταματούσαν στα φανάρια κι ο ΜακΝτάφ κάπνιζε την πίπα του.

Ο ΜακΝτάφ είχε οικονομίες. Δεν
παντρεύτηκε ποτέ. Ζούσε σ' ένα δυάρι διαμέρισμα και δεν έκανε και πολλά
πράγματα. Εντάξει, διάβαζε εφημερίδες όχι όμως και με μεγάλο ενδιαφέρον.
Δεν ήταν θρήσκος. Όχι όμως από πεποίθηση. Απλώς επειδή δεν είχε κάνει
ποτέ τον κόπο να εξετάσει τις απόψεις της μίας και της άλλης πλευράς.
Ήταν σαν να μην είναι κανείς Ρεπουμπλικάνος γιατί δεν ξέρει τι είναι
ένας Ρεπουμπλικάνος. Ο ΜακΝτάφ δεν ήταν ούτε ευτυχισμένος ούτε
δυστυχισμένος. Κατά καιρούς τον έπιανε μια νευρικότητα, κάτι εμφανιζόταν
που τον ενοχλούσε και για μια ελάχιστη στιγμή τα μάτια του γέμιζαν
τρόμο. Ύστερα αυτό εξαφανιζόταν γρήγορα… σαν μύγα που είχε προσγειωθεί
εκεί… και μετά σηκωνόταν απότομα για πιο υποσχόμενες επικράτειες.

Έφτασαν στο μπαρ και μπήκαν μέσα.

Το συνηθισμένο πλήθος.

Ο ΜακΝτάφ κι ο Χάρι βρήκαν τις θέσεις τους.

«Δυο μπύρες», κελάηδησε ο καλός γέρο ΜακΝτάφ προς τον μπάρμαν.

«Πώς πάει, Χάρι;», ρώτησε ένας από τους θαμώνες του μπαρ.

«Ψάχνοντας, τρέμοντας και βρίζοντας», απάντησε ο Χάρι.

Αισθάνθηκε άσχημα για τον ΜακΝτάφ. Κανείς

δεν τον χαιρέτισε. Ο ΜακΝτάφ ήταν ένα στυπόχαρτο πάνω σ' ένα γραφείο.

Δεν τους έκανε καμιά εντύπωση. Του Χάρι του έδιναν σημασία γιατί ήταν

ένας αλήτης. Τους έκανε να νιώθουν ανώτεροι. Το χρειαζόντουσαν αυτό. Ο

ΜακΝτάφ τους έκανε απλώς να αισθάνονται άχρωμοι κι ήτανε ήδη άχρωμοι.

Τίποτα δεν συνέβαινε. Όλοι καθόντουσαν

πάνω από τα ποτά τους και τα χαϊδεύανε απαλά. Λίγοι είχαν τη φαντασία

που χρειάζεται για να κάνεις ένα άγριο μεθύσι.

Ένα ξεθυμασμένο σαββατιάτικο απόγευμα.

Ο ΜακΝτάφ παράγγειλε και δεύτερη μπύρα κι είχε την καλοσύνη να πάρει κι άλλη μία για τον Χάρι.

Η πίπα του ΜακΝτάφ είχε πυρώσει μετά από έξι ώρες που έκαιγε ασταμάτητα.

Τέλειωσε και τη δεύτερη μπύρα του κι έφυγε κι ο Χάρι κάθισε εκεί μόνος του με τους υπόλοιπους πελάτες.

Ήταν ένα Σάββατο που περνούσε αργά-αργά, ο

Χάρι όμως ήξερε πως αν μπορούσε ν' αντέξει αρκετή ώρα θα τα κατάφερνε.

Το βράδυ της Κυριακής ήταν το καλύτερο, βέβαια, για να κάνεις τράκα

ποτά. Μέχρι τότε όμως δεν υπήρχε πουθενά να πας. Ο Χάρι προσπαθούσε ν'

αποφύγει τη σπιτονοικοκυρά του. Την πλήρωνε με τη βδομάδα κι είχε μείνει

πίσω εννιά μέρες.

Τα πράγματα ήταν τελείως νεκρά μεταξύ δύο

ποτών. Οι θαμώνες δεν ήθελαν παρά να κάθονται και να βρίσκονται κάπου.

Υπήρχε μια γενική μοναξιά κι ένας απαλός φόβος κι η ανάγκη να είναι μαζί

και να λένε καμιά κουβέντα, τους ανακούφιζε κάπως αυτό. Το μόνο που

χρειαζόταν ο Χάρι ήταν κάτι να πιει. Ο Χάρι μπορούσε να πίνει διαρκώς

και να χρειάζεται κι άλλο, δεν υπήρχε αρκετό ποτό στον κόσμο για να τον

χορτάσει. Οι άλλοι όμως… απλώς καθόντουσαν και που και που μιλούσανε για ό,τι είχαν να λένε.

Η μπύρα του Χάρι τελείωνε. Και το ζήτημα

ήταν να μην την τελειώσει γιατί τότε θα έπρεπε να παραγγείλει άλλη και

δεν είχε τα χρήματα. Ήταν αναγκασμένος να περιμένει και να ελπίζει. Ως

επαγγελματίας τρακαδόρος ποτών ο Χάρι ήξερε τον πρώτο κανόνα: ποτέ δεν

ζητάς ποτό. Η δίψα του ήταν το καλαμπούρι τους και οποιοδήποτε αίτημα εκ

μέρους του τους αφαιρούσε τη χαρά της προσφοράς.

Ο Χάρι άφησε τη ματιά του να περιπλανηθεί
μες στο μπαρ. Υπήρχαν τέσσερις-πέντε πελάτες μέσα. Όχι και πολλοί, όχι
και πολλά. Ένας από τους όχι και πολλά ήταν ο Μονκ Χάμιλτον. Το
μεγαλύτερο κατόρθωμα του Μονκ για να κερδίσει την αθανασία ήταν ότι
έτρωγε έξι αβγά για πρωινό. Καθημερινά. Πίστευε πως αυτό ήταν το
πλεονέκτημά του. Δεν είχε και πολύ κοφτερό μυαλό. Ήταν τεράστιος, σχεδόν
τόσο φαρδύς όσο και ψηλός, με ξέθωρα ακούνητα μάτια χωρίς καμία
ανησυχία, ψηλό λαιμό, μεγάλα ροζιασμένα τριχωτά χέρια.

Ο Μονκ μιλούσε στον μπάρμαν. Ο Χάρι
κοιτούσε μια μύγα που σερνόταν μες στο βρεγμένο απ' τις μπύρες τασάκι
μπροστά του. Η μύγα τριγύριζε εκεί μέσα ανάμεσα στις γόπες, στριμώχτηκε
πίσω από ένα μουσκεμένο τσιγάρο, ύστερα έβγαλε ένα θυμωμένο βουητό,
υψώθηκε προς τα πάνω, φάνηκε να πετάει όπισθεν και προς τ' αριστερά και
χάθηκε.

Ο Μονκ ήταν καθαριστής παραθύρων. Τα

άψυχα μάτια του είδαν τον Χάρι. Τα χοντρά χείλη του χωρίστηκαν σ' ένα

αυτάρεσκο χαμόγελο. Πήρε το μπουκάλι του, προχώρησε και κάθισε στο

σκαμνί δίπλα στον Χάρι.

«Τι γίνεται, Χάρι;»

«Περιμένω μπας και βρέξει.»

«Τι λες για μια μπύρα;»

«Περιμένω μπας και βρέξει καμιά μπύρα, Μονκ. Σ' ευχαριστώ.»

Ο Μονκ παράγγειλε δυο μπύρες. Ήρθαν.

Του Χάρι του άρεσε να την πίνει απ' το μπουκάλι. Ο Μονκ έβαλε λίγη απ' τη δικιά του στο ποτήρι του.

«Χάρι, θες δουλειά;»

«Δεν το 'χω σκεφτεί.»

«Το μόνο που θα 'χεις να κάνεις είναι να

κρατάς τη σκάλα. Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο για τη σκάλα. Δεν πληρώνεσαι

όσο αν είσαι πάνω, κάτι παίρνεις όμως. Τι λες;»

Ο Μονκ αστειευόταν. Πίστευε πως ο Χάρι ήταν πολύ βλάκας για να το καταλάβει.

«Άσε με λίγο να το σκεφτώ, Μονκ.»

Ο Μονκ κοίταξε πέρα προς τους άλλους

πελάτες, στα χείλη του σχηματίστηκε πάλι το αυτάρεσκό του χαμόγελο, τους

έγνεψε και κοίταξε πάλι τον Χάρι.

«Άκου, Χάρι, το μόνο που έχεις να κάνεις
είναι να κρατάς τη σκάλα σταθερή. Εγώ θα είμαι πάνω και θα καθαρίζω τα
τζάμια. Το μόνο που έχεις να κάνεις εσύ είναι να κρατάς τη στάλα
σταθερή. Δεν είναι και πολύ δύσκολο αυτό, έτσι;»

«Όχι όσο δύσκολα είναι άλλα πράγματα, Μονκ.»

«Θα το κάνεις λοιπόν;»

«Δεν νομίζω.»

«Έλα τώρα! Κάνε μια δοκιμή!»

«Δεν μπορώ, Μονκ.»

Οι πάντες ένιωσαν ωραία τότε. Ο Χάρι ήταν ο τύπος τους. Ο τέλειος τρελός.Ο Χάρι κοιτούσε όλα εκείνα τα μπουκάλια
πίσω απ' το μπαρ. Όλες εκείνες τις ωραίες στιγμές που περίμεναν, όλα
εκείνα τα γέλια, όλη εκείνη την τρέλα… ουίσκι, μπέρμπον, κρασί, τζιν,
βότκα κι όλα τ' άλλα. Κι όμως εκείνα τα μπουκάλια έμεναν εκεί,
αχρησιμοποίητα. Ήταν σαν μια ζωή που περίμενε να τη ζήσει κάποιος και
κανείς δεν την ήθελε.

«Άκου, Χάρι», είπε ο Μονκ, «θα πάω να κουρευτώ.»

Ο Χάρι αισθάνθηκε την ήρεμη βραδύνοια του
Μονκ. Ο Μονκ κάπου κάπως ήταν κερδισμένος. Ταίριαζε στον κόσμο σαν το
κλειδί σε μια κλειδαριά που ανοίγει προς κάπου.

«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου όσο θα κουρεύομαι;»

Ο Χάρι δεν απάντησε.

Ο Μονκ έγειρε πιο κοντά. «Θα σταματήσουμε για καμιά μπύρα πηγαίνοντας και θα σε κεράσω άλλη μία μετά.»

«Φύγαμε…»

Ο Χάρι άδειασε με ευκολία το μπουκάλι του
μες στη δίψα του και τ' ακούμπησε κάτω. Ακολούθησε τον Μονκ προς την
πόρτα. Κατηφόρισαν τον δρόμο μαζί. Ο Χάρι αισθανόταν σαν το σκυλί που
ακολουθεί το αφεντικό του. Κι ο Μονκ ήταν ήρεμος, όλα του λειτουργούσαν
σωστά, τα πάντα πήγαιναν καλά. Ήταν το ρεπό του Σαββάτου του και πήγαινε
να κουρευτεί.

Βρήκαν ένα μπαρ και σταμάτησαν εκεί. Ήταν
πολύ πιο ωραίο και καθαρό από κείνο στο οποίο έκανε τράκα συνήθως ο
Χάρι. Ο Μονκ παράγγειλε τις μπύρες.

Πώς καθόταν εκεί! Και πολύ άντρας. Τίποτα δεν τον προβλημάτιζε. Ποτέ δεν σκεφτόταν τον θάνατο, όχι τον δικό του τουλάχιστον.

Καθώς καθόντουσαν πλάι-πλάι, ο Χάρι συνειδητοποιούσε πως είχε κάνει λάθος: μια δουλειά 8 με 5 δεν θα ήταν τόσο επώδυνη.

Ο Μονκ είχε μια ελιά στη δεξιά πλευρά του προσώπου του, μια πολύ χαλαρή ελιά, μια ελιά χωρίς καθόλου αυτοπεποίθηση.

Ο Χάρι κοιτούσε τον Μονκ να σηκώνει το μπουκάλι του και να πίνει απ' αυτό. Ήταν κάτι που απλώς το έκανε ο Μονκ, σαν να έξυνε τη μύτη του. Δεν ήταν πεινασμένος

για ποτό. Ο Μονκ απλώς καθόταν εκεί με το ποτό του και πλήρωνε για να

το κάνει αυτό. Κι ο χρόνος περνούσε σαν κουράδα που την παίρνει το

ποτάμι.

Άδειασαν τα μπουκάλια τους κι ο Μονκ κάτι είπε στον μπάρμαν κι ο μπάρμαν κάτι του απάντησε.

Ύστερα ο Χάρι ακολούθησε τον Μονκ έξω. Ήταν μαζί κι ο Μονκ πήγαινε να κουρευτεί.

Βρήκαν το κουρείο και μπήκαν μέσα. Δεν

υπήρχαν άλλοι πελάτες. Ο κουρέας γνώριζε τον Μονκ. Ενώ ο Μονκ ανέβαινε

στην καρέκλα μίλησαν λίγο μεταξύ τους. Ο κουρέας άπλωσε το σεντόνι και

το κεφάλι του Μονκ πρόβαλλε μέσα από κει, η ελιά του σταθερά στο δεξί

του μάγουλο, και είπε, «Κοντά γύρω απ' τ' αφτιά και μην τα κόψεις πολύ

από πάνω».

Ο Χάρι, υποφέροντας για ένα ακόμη ποτό, πήρε ένα περιοδικό, το ξεφύλλισε λίγο κι έκανε πως τον ενδιέφερε.

Ύστερα άκουσε τον Μονκ να μιλάει στον κουρέα, «Παρεμπιπτόντως, Πωλ, από δω ο Χάρι. Χάρι, αυτός είναι ο Πωλ.»

Πωλ και Χάρι και Μονκ.

Μονκ και Χάρι και Πωλ.

Χάρι, Μονκ, Πωλ.

«Άκου, Μονκ», είπε ο Χάρι, «λέω να πεταχτώ να πιω καμιά μπύρα ακόμα όσο εσύ θα κουρεύεσαι.»

Τα μάτια του Μονκ κάρφωσαν τον Χάρι, «Όχι, θα πάρουμε καμιά μπύρα αφού τελειώσω από δω.»

Μετά τα μάτια του καρφώθηκαν στον καθρέφτη. «Μην τα κόψεις πάρα πολύ γύρω απ' τ' αφτιά, Πωλ.»

Κι ενώ ο κόσμος συνέχιζε να γυρίζει, ο Πωλ δούλευε το ψαλίδι του.

«Βγάζεις τίποτα, Μονκ;»

«Τίποτα, Πωλ.»

«Δεν το πιστεύω…»

«Πίστεψέ το, Πωλ.»

«Όχι, σύμφωνα μ' αυτά που ακούω.»

«Σαν τι;»

«Όπως τότε που η Μπέτσι Ρος[i] έφτιαξε εκείνη τη σημαία, δεν θα 'χουν τυλιχθεί γύρω κι απ' το δικό σου κοντάρι δεκατρία αστέρια;»

«Αα, Πωλ, τα παραλές!»

Ο Μονκ γέλασε. Το γέλιο του ήταν σαν μουσαμάς κομμένος σε κομμάτια από ένα στομωμένο μαχαίρι. Ή ίσως σαν επιθανάτιος ρόγχος.

Σταμάτησε να γελάει. «Μην τα κόψεις πάρα πολύ από πάνω.»

Ο Χάρι άφησε κάτω το περιοδικό και

κοίταξε το πάτωμα. Το μουσαμαδένιο γέλιο είχε μεταμορφωθεί σε

μουσαμαδένιο δάπεδο. Πράσινο και γαλάζιο, με μοβ διαμάντια. Ένα παλιό

δάπεδο. Κομμάτια του είχαν αρχίσει να ξεφλουδίζουν, φανερώνοντας το

σκούρο καφέ δάπεδο από κάτω. Ο Χάρι προτιμούσε το σκούρο καφέ.

Βάλθηκε να μετράει: 3 καρέκλες για κούρεμα, 5 καρέκλες για αναμονή. 13 ή 14 περιοδικά. Ένας κουρέας. Ένας πελάτης. Ένας… τι;

Ο Πωλ και ο Χάρι και ο Μονκ και το σκούρο καφέ.

Απ' έξω περνούσαν αυτοκίνητα. Ο άρχισε να τα μετράει, μα σταμάτησε. Μην παίζεις με την τρέλα, η τρέλα δεν παίζει.

Πιο εύκολο είναι να μετράς τα ποτά στο χέρι σου: κανένα.

Οι ώρες σήμαιναν σαν άδεια καμπάνα.

Ο Χάρι είχε συνείδηση των ποδιών του, των

ποδιών του μες στα παπούτσια του, ύστερα των δαχτύλων του… στα πόδια

του… μες στα παπούτσια του.

Κουνούσε τα δάχτυλα των ποδιών του. Η ξοδεμένη του ζωή πήγαινε προς το πουθενά σαν σαλιγκάρι που σέρνεται προς τη φωτιά.

Πάνω στους μίσχους φυτρώνανε φύλλα.

Αντιλόπες σηκώναν τα κεφάλια τους απ' τη βοσκή. Ένα χασάπης στο

Μπίρμινγκαμ σήκωσε τον μπαλτά του. Κι ο Χάρι καθόταν και περίμενε σ' ένα

κουρείο ελπίζοντας για καμιά μπύρα.

Δεν είχε καμία αξιοπρέπεια, ήταν ένα πεινασμένο σκυλί.

Συνέχισε, προχώρησε, συνέχισε κι άλλο και
τέλειωσε. Το τέλος του παιχνιδιού της καρέκλας του κουρέα. Ο Πωλ γύρισε
τον Μονκ ώστε να μπορεί να δει τον εαυτό του στους καθρέφτες πίσω από
την καρέκλα.

Ο Χάρι τα σιχαινόταν τα μπαρμπέρικα.

Εκείνη η τελική στροφή στην καρέκλα, εκείνοι οι καθρέφτες, για κείνον

ήταν μια στιγμή τρόμου.

Τον Μονκ δεν τον πείραζε.

Κοίταξε τον εαυτό του. Μελέτησε την

αντανάκλασή του, πρόσωπο, μαλλιά, όλα.

Φαινόταν να θαυμάζει αυτό που
έβλεπε. Ύστερα, μίλησε: «Εντάξει, τώρα, Πωλ, θα μου τα πάρεις λίγο εδώ
στ' αριστερά; Και βλέπεις κι αυτό εδώ που πετάει προς τα πάνω; Πρέπει να
τα φτιάξουμε αυτά, ε;»

«Εε, ναι, Μονκ… θα το φτιάξω…»

Ο κουρέας γύρισε πάλι τον Μονκ και συγκεντρώθηκε σ' εκείνη την τούφα που πέταγε προς τα πάνω.

Ο Χάρι κοιτούσε το ψαλίδι. Πολλά ψαλιδίσματα, όχι και πολλά κοψίματα όμως.

Ύστερα ο Πωλ γύρισε τον Μονκ πάλι προς τους καθρέφτες.

Ο Μονκ κοίταξε τον εαυτό του.

Ένα αμυδρό χαμόγελο έκανε τη δεξιά πλευρά

του στόματός του να στραβώσει. Ύστερα η αριστερή πλευρά του προσώπου

του συσπάστηκε λίγο. Αυτοεκτίμηση μ' ένα ελάχιστο τσίμπημα αμφιβολίας.

«Καλά είναι», είπε, «τώρα το πέτυχες.»

Ο Πωλ τίναξε απαλά τον Μονκ με το μικρό σκουπάκι. Πεσμένα νεκρά μαλλιά πηγαινοέρχονταν σ' ένα νεκρό κόσμο.

Ο Μονκ έψαξε στην τσέπη του για την πληρωμή και το φιλοδώρημα.

Η χρηματική συναλλαγή αντήχησε στο πεθαμένο απόγευμα.

Μετά ο Χάρι κι ο Μονκ πήραν πάλι τον δρόμο προς το μπαρ.

«Τίποτα δεν συγκρίνεται μ' ένα κούρεμα», είπε ο Μονκ, «σε κάνει να νιώθεις καινούριος.»

Ο Μονκ φορούσε πάντα ανοιχτόχρωμα γαλάζια

πουκάμισα, με τα μανίκια διπλωμένα για να δείχνει τους δικέφαλούς του.

Τι τύπος. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα ήταν κανά θηλυκό για να του

διπλώνει τα σώβρακά του και τις φανέλες, να του τυλίγει τις κάλτσες και

να τις βάζει στο συρτάρι.

«Σ' ευχαριστώ που μου 'κανες παρέα, Χάρι.»

«Μην το συζητάς, Μονκ…»

«Την επόμενη φορά που θα πάω για κούρεμα θα 'θελα να 'ρθεις πάλι μαζί μου.»

«Μπορεί, Μονκ…»

Ο Μονκ περπατούσε πλάι στο ρείθρο του

πεζοδρομίου κι ήτανε σαν σε όνειρο. Ένα κίτρινο όνειρο. Απλώς συνέβη. Κι

ο Χάρι δεν κατάλαβε από πού του ήρθε η παρόρμηση. Υπέκυψε όμως σε

αυτήν. Έκανε πως σκόνταψε και ρίχτηκε πάνω στον Μονκ. Κι ο Μονκ, σαν μια

βαριά μάζα σάρκας, έπεσε μπροστά στο λεωφορείο. Ένας γδούπος ακούστηκε,

ενώ ο οδηγός πάταγε το φρένο, όχι πολύ δυνατός, γδούπος όμως. Και να ο

Μονκ καθισμένος εκεί στο ρείθρο, κουρεμένος, με την ελιά του, με τα

πάντα. Κι ο Χάρι κοιτούσε κάτω. Αλλόκοτο πράγμα: εκεί ήταν και το

πορτοφόλι του Μονκ πάνω στο πεζοδρόμιο. Είχε γλιστρήσει από την πίσω

τσέπη του Μονκ με το χτύπημα κι ήταν εκεί πάνω στο πεζοδρόμιο. Μόνο που

δεν ήταν πεσμένο στο έδαφος, αλλά στεκόταν σαν μικρή πυραμίδα.

Ο Χάρι έσκυψε, το μάζεψε και το 'βαλε στην τσέπη του. Το αισθάνθηκε ζεστό και γεμάτο χάρη. Χαίρε, Μαρία.

Μετά ο Χάρι έσκυψε πάνω απ' τον Μονκ. «Μονκ; Μονκ… είσαι καλά;»

Ο Μονκ δεν απάντησε. Ο Χάρι όμως πρόσεξε
ότι ανέπνεε και δεν είχε αίμα πουθενά. Και, ξαφνικά, το πρόσωπο του Μονκ
φαινόταν όμορφο και ευγενικό.

Τη γάμησε, σκέφτηκε ο Χάρι, τη γάμησα κι
εγώ. Την έχουμε γαμήσει όλοι μας με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Δεν
υπάρχει αλήθεια, τίποτα δεν είναι πραγματικό, τίποτα δεν υπάρχει.

Υπήρχε όμως κάτι. Υπήρχε το πλήθος.

«Κάντε πίσω!», είπε κάποιος. «Αφήστε τον ν' αναπνεύσει!»

Ο Χάρι έκανε πίσω. Και χώθηκε μες στο πλήθος. Κανείς δεν τον σταμάτησε.

Περπάτησε νότια. Άκουσε τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Ούρλιαζε μαζί με τις ενοχές του.

Ύστερα, γρήγορα, οι ενοχές του
εξαφανίστηκαν. Σαν ένας παλιός πόλεμος τελειωμένος.

Έπρεπε να
προχωρήσεις μπροστά. Η ζωή συνεχίζεται. Όπως η ψύλλοι και το σιρόπι για
τηγανίτες.

Ο Χάρι χώθηκε σ' ένα μπαρ που δεν το είχε
προσέξει προηγουμένως. Υπήρχε ένας μπάρμαν. Υπήρχαν μπουκάλια. Μέσα
ήταν σκοτεινά. Παράγγειλε ένα διπλό ουίσκι και το 'πιε αμέσως. Το
πορτοφόλι του Μονκ ήταν παχύ και γεμάτο. Η Παρασκευή πρέπει να ήταν μέρα
πληρωμής. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα, παράγγειλε ακόμη ένα διπλό ουίσκι.
Ήπιε το μισό, περίμενε από σεβασμό, ήπιε και το υπόλοιπο και για πρώτη
φορά εδώ και πολύ καιρό αισθάνθηκε πολύ καλά.

Αργότερα εκείνο τ' απόγευμα ο Χάρι πήγε
στο Γκρότον Στέικ Χάουζ. Μπήκε μέσα και κάθισε στον πάγκο. Δεν είχε
ξαναπάει εκεί. Ένας ψηλός, αδύνατος, άχρωμος άντρας μ' ένα καπέλο
μάγειρα και μια βρόμικη ποδιά προχώρησε κι έγειρε πάνω απ' τον πάγκο.
Χρειαζόταν ξύρισμα και μύριζε κατσαριδοκτόνο. Κοίταξε επιφυλακτικά τον
Χάρι.

«Ήρθες για τη ΔΟΥΛΕΙΑ;», ρώτησε.

Γιατί στο διάολο προσπαθούν όλοι να με βάλουνε να δουλέψω; σκέφτηκε ο Χάρι.

«Όχι», απάντησε ο Χάρι.

«Έχουμε μια αγγελία για λαντζιέρη. Πενήντα σεντς την ώρα και κάθε τόσο μπορείς να πιάνεις και τον κώλο της Ρίτα.»

Η σερβιτόρα πέρασε από δίπλα. Ο Χάρι κοίταξε τον κώλο της.

«Όχι, ευχαριστώ. Για την ώρα θα πάρω μια μπύρα. Στο μπουκάλι. Οποιαδήποτε.»

Ο μάγειρας έγειρε πιο κοντά. Είχε μακριές τρίχες στα ρουθούνια του, δυνατές και τρομακτικές, σαν ξαφνικός εφιάλτης.

«Άκου, καριόλη, έχεις καθόλου λεφτά;»

«Έχω», είπε ο Χάρι.

Ο μάγειρας δίστασε λίγη ώρα, ύστερα
προχώρησε, άνοιξε το ψυγείο και τράβηξε έξω ένα μπουκάλι. Του 'βγαλε το
καπάκι, πήγε πάλι προς τον Χάρι και κοπάνησε μπροστά του την μπύρα.

Ο Χάρι ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι ακούμπησε κάτω το μπουκάλι απαλά.

Ο μάγειρας τον εξέταζε ακόμη. Δεν μπορούσε να βγάλει άκρη.

«Τώρα», είπε ο Χάρι, «θέλω ένα φιλέτο,
μέτρια ψημένο, με τηγανιτές πατάτες και όχι με πολλά λάδια. Και φέρε μου
άλλη μια μπύρα, τώρα.»

Ο μάγειρας άστραψε μπροστά του σαν
θυμωμένο σύννεφο, ύστερα έφυγε, ξαναπήγε στο ψυγείο κι επανέλαβε την
παράστασή του, που περιλάμβανε το να φέρει το μπουκάλι και να το
κοπανήσει μπροστά του.

Ύστερα πήγε στην ψησταριά και πέταξε πάνω το φιλέτο.

Ένα απολαυστικό σύννεφο καπνού υψώθηκε. Ο μάγειρας κοιτούσε τον Χάρι μέσα απ' αυτό.

Γιατί με αντιπαθεί, σκέφτηκε ο Χάρι, δεν
έχω ιδέα. Εντάξει, ίσως να χρειάζομαι ένα κούρεμα (να μου τα κόψετε
πολύ, παρακαλώ) κι ένα ξύρισμα και το πρόσωπό μου είναι κάπως
ταλαιπωρημένο, τα ρούχα μου όμως είναι αρκετά καθαρά. Φθαρμένα αλλά
καθαρά. Είμαι πιθανότατα πιο καθαρός κι απ' τον δήμαρχο τούτης της
γαμημένης πόλης.

Η σερβιτόρα ήρθε μέσα. Δεν φαινόταν
άσχημη. Τίποτα ιδιαίτερο αλλά όχι κι άσχημη. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα
στην κορφή του κεφαλιού της, κάπως άγρια κι είχε μπούκλες να πέφτουν
στα πλάγια. Ωραία.

Έγειρε πάνω απ' τον πάγκο.

«Δεν πήρες τη δουλειά του λαντζιέρη;»

«Μου άρεσε ο μισθός, μα δεν είναι της ειδικότητάς μου.»

«Ποια είναι η ειδικότητά σου;»

«Είμαι αρχιτέκτονας.»

«Σκατά είσαι», είπε κι απομακρύνθηκε.

Ο Χάρι ήξερε πως δεν ήταν καλός στην κουβεντούλα. Είχε ανακαλύψει πως όσο λιγότερα έλεγε τόσο καλύτερα ήταν για όλους.

Ο Χάρι τέλειωσε και τις δυο μπύρες.
Ύστερα έφτασε το φιλέτο και οι πατάτες. Ο μάγειρας τα κοπάνησε μπροστά
του. Ήταν πολύ καλός στο κοπάνημα ο μάγειρας.

Σαν θαύμα του φαινόταν του Χάρι. Όρμησε
κόβοντας και μασώντας. Είχαν περάσει τουλάχιστον δυο χρόνια από τη
τελευταία φορά που έφαγε φιλέτο. Καθώς το 'τρωγε ένιωθε νέα δύναμη να
μπαίνεις το κορμί του. Όταν δεν τρως συχνά, είναι πραγματικό
γεγονός.

Ακόμη και το μυαλό του χαμογελούσε. Και το κορμί του έμοιαζε να λέει, σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ.

Ύστερα τέλειωσε.

Ο μάγειρας τον κοιτούσε ακόμη.

«Ωραία», είπε ο Χάρι, «θα πάρω άλλη μια απ' τα ίδια.»

«Θα πάρεις άλλη μια απ' τα ίδια;»

«Αμέ.»

Δεν τον κοιτούσε πια, τον αγριοκοίταζε. Έφυγε και πέταξε άλλο ένα φιλέτο στην ψησταριά.

«Κι άλλη μια μπύρα, παρακαλώ. Τώρα.»

«ΡΙΤΑ!», φώναξε ο μάγειρας, «ΦΕΡ' ΤΟΥ ΜΙΑ ΜΠΥΡΑ ΑΚΟΜΑ!»

Η Ρίτα ήρθε με την μπύρα.

«Για αρχιτέκτονας», του είπε, «παραπίνεις πολύ μπύρα.»

«Σχεδιάζω να χτίσω κάτι.»

«Χα! Λες και θα μπορούσες ποτέ!»

Ο Χάρι ξεκίνησε την μπύρα του. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα των αντρών. Όταν γύρισε, τέλειωσε την μπύρα του.

Ο μάγειρας ήρθε και κοπάνησε ένα καινούριο πιάτο με φιλέτο και πατάτες μπροστά στον Χάρι.

«Η δουλειά προσφέρεται ακόμα, αν τη θέλεις.»

Ο Χάρι δεν απάντησε. Ξεκίνησε τον καινούριο του πιάτο.

Ο μάγειρας πήγε προς την ψησταριά του απ' όπου συνέχισε ν' αγριοκοιτάζει τον Χάρι.

«Θα έχεις δύο γεύματα», είπε ο μάγειρας, «και το χούφτωμα.»

Ο Χάρι ήταν πολύ απασχολημένος με το
φιλέτο και τις πατάτες του για να απαντήσει. Ακόμη πεινούσε. Όταν είσαι
στην τράκα και ιδίως όταν πίνεις, μπορεί να περάσεις μέρες ολόκληρες
χωρίς φαγητό, συχνά χωρίς καν να θέλεις να φας και μετά – σε πιάνει: μια
αβάσταχτη πείνα. Αρχίζεις να σκέφτεσαι να φας οτιδήποτε και το καθετί:
ποντίκια, πεταλούδες, φύλλα, αποδείξεις από το ενεχυροδανειστήριο,
εφημερίδες, φελλούς, οτιδήποτε.

Τώρα, τρώγοντας το δεύτερο φιλέτο, η
πείνα του Χάρι δεν είχε περάσει ακόμη. Οι τηγανιτές πατάτες ήταν όμορφες
και με καλό λάδι, και κίτρινες και καυτές, κάπως σαν το φως του ήλιου,
ένα θρεπτικό και εξαίσιο φως που μπορούσες να το δαγκώσεις. Και το
φιλέτο δεν ήταν απλώς ένα κομμάτι κάποιου κακόμοιρου δολοφονημένου
πράγματος, ήταν κάτι συγκλονιστικό που έτρεφε το κορμί και την ψυχή και
την καρδιά, που έκανε τα μάτια να χαμογελάνε, που έκανε τον κόσμο πιο
εύκολο να τον αντέξεις. Ή να είσαι σε αυτόν. Εκείνη τη στιγμή ο θάνατος
δεν υπήρχε.

Τέλειωσε κι αυτό το πιάτο. Το μόνο που
είχε μείνει ήταν το κόκαλο του φιλέτου κι αυτό εντελώς γλυμμένο. Ο
μάγειρας τον κοιτούσε ακόμη.

«Θα πάρω άλλη μια απ' τα ίδια», είπε ο Χάρι στον μάγειρα. «Άλλο ένα σατομπριάν και πατάτες κι άλλη μια μπύρα, παρακαλώ.»

«ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ!», ούρλιαξε ο μάγειρας. «ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑ ΞΕΚΟΥΜΠΙΣΤΕΙΣ ΑΠΟ ΔΩ!»

Έκανε τον γύρο της ψησταριάς και στάθηκε
μπροστά στον Χάρι. Είχε ένα μπλοκάκι για τις παραγγελίες. Έγραφε
οργισμένα μες στο μπλοκάκι. Μετά πέταξε τον λογαριασμό μες στο βρόμικο
πιάτο. Ο Χάρι το μάζεψε απ' το πιάτο.

Υπήρχε άλλος ένας πελάτης μες στο
εστιατόριο, ένας πολύ χοντρός ροζ άνθρωπος μ' ένα μεγάλο κεφάλι με
αχτένιστα μαλλιά βαμμένα μ' ένα μάλλον αποκαρδιωτικό καφέ. Ο άντρας
αυτός είχε καταναλώσει κάμποσα φλιτζάνια καφέ ενώ διάβαζε την
απογευματινή εφημερίδα.

Ο Χάρι σηκώθηκε, έβγαλε έξω μερικά χαρτονομίσματα, διάλεξε δύο και τα ακούμπησε δίπλα στο πιάτο.

Ύστερα βγήκε έξω.

Η βραδινή κίνηση είχε αρχίσει να φορτώνει
τη λεωφόρο με αυτοκίνητα. Ο ήλιος έγερνε πίσω του. Ο Χάρι κοιτούσε τους
οδηγούς των αυτοκινήτων. Φαινόντουσαν δυστυχισμένοι. Ο κόσμος ήταν
δυστυχισμένος. Οι άνθρωποι ήτανε στο σκοτάδι. Οι άνθρωποι ήτανε
τρομοκρατημένοι και απογοητευμένοι. Οι άνθρωποι ήταν παγιδευμένοι. Οι
άνθρωποι ήταν αλλόφρονες και σε άμυνα. Αισθάνονταν τις ζωές τους
σπαταλημένες. Και είχανε δίκιο.

Ο Χάρι συνέχισε να προχωράει. Σταμάτησε
σ' ένα φανάρι. Και, εκείνη τη στιγμή, ένιωσε ένα παράξενο αίσθημα.
Ένιωσε λες και ήταν ο μοναδικός ζωντανός άνθρωπος στον κόσμο.

Μόλις το φανάρι έγινε πράσινο, τα ξέχασε όλα αυτά. Διέσχισε τον δρόμο, πέρασε απέναντι και συνέχισε.

Τσαρλς Μπουκόφσκι

(μτφ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος)

πηγή

Related stories