Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Με τους: Δάφνη Ιωκακειμίδου Πατακιά, Κωνσταντίνος Ελμα-τζίογλου, Κώστας Νικούλις, Άγγελος Τζέγια, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Γιούλη Τσαγκαράκη, Ράνια Σχίζα, Λεφέβρ Ζουλί, Γιάννης Τσορτέκης, Μούτσο Φαμπρίτσιο, Αρμάνδος Νταούτι, Μαρλέν Καμίνσκι, Άντριαν Φρήλινγκ
Η ιστορία πέντε εφήβων που αποφασίζουν να συστήσουν μια ένοπλη συμμορία. Οι έρωτες, τα απωθημένα, τα εφηβικά τους πάθη, οι βίαιες εξάρσεις τους, στην Ελλάδα της κρίσης θα οδηγήσουν σε καταστροφικά αποτελέσματα.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο 56
ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και κέρδισε το βραβείο κοινού του ελληνικού προγράμματος. Ο τίτλος δανεισμένος από το θεατρικό έργο του Φρανκ Βέντεκιντ, ταιριάζει κάλλιστα σε μια ταινία αυθεντικά νεανική με γρήγορους ρυθμούς φρέσκα πρόσωπα, τολμηρές ερμηνείες (με αυτήν της Δάφνης Ιωκακειμίδου Πατακιά να ξεχωρίζει) και μια σκοτεινή εφηβική δυναμικότητα που απειλεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.
Η ταινία είναι βίαιη, προκλητική, αρχίζει με εικόνες από το σκοτεινό δωμάτιο όπου οι πρωταγωνιστές του δράματος ανακρίνονται από την αστυνομία. Η κατάληξη τους δηλαδή γίνεται γνωστή από την αρχή, αφού άλλωστε ήταν και προδιαγεγραμμένη. Ο Γιάνναρης δεν επιχειρεί ούτε να δικαιολογήσει τις πράξεις των ηρώων του, ούτε να τους προστατεύσει. Τα κίνητρα τους είναι θολά, αβέβαια.
Είναι λόγοι πολιτικοί, οικογενειακή βία, σεξουαλική καταπίεση, ο ηθικός μηδενισμός της εποχής μας, ένα απλό καπρίτσιο μια γενιάς που βουλιάζει στην ανία; Ο σκηνοθέτης δεν απαντά, ή μάλλον τα στριμώχνει λίγο πολύ όλα στο φιλμικό του χρόνο, για να δώσει μία ταινία με ασαφείς σκοπούς. Είναι αλήθεια ότι μια ξεκάθαρη απάντηση θα ήταν λύση μάλλον απλοϊκή, αφού ένας έφηβος που οδηγείται στο έγκλημα το τόσο βίαιο και απρόκλητο έχει σκοπούς αβέβαιους, ιδέες που δεν πατάνε γερά στα πόδια τους και έναν νου τρικυμισμένο. Είναι επίσης αλήθεια, ότι λόγω αυτού οι ήρωες καταλήγουν να φαίνονται ελάχιστα πειστικοί και η ταινία δύσκολα απαλλάσσεται από τη γνωστή στον Έλληνα θεατή κατηγορία της βίας για τη βία, της πρόκλησης για την πρόκληση.
Πράγματι, η σκηνοθετική ματιά του Γιάνναρη είναι γεμάτη ενέργεια και φρεσκάδα, αλλά περισσότερο από κάθε τι άλλο είναι μια ματιά ηδονοβλεπτική. Το κακό με την ταινία είναι πως πνίγεται στον αυτοθαυμασμό της, με τη στυλιζαρισμένη εικόνα της, τις μικρές τελετουργικές σκηνές με τα slow motion και τα stills, με μια ασταμάτητη σοβαροφάνεια που μας εμποδίζει να αντιμετωπίσουμε το έργο απλά σαν μία ποπ όπερα βίας κάτι που θα οδηγούσε ίσως σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα.
Η τακτική αυτή αν και φιλική προς το μάτι, καταλήγει μετά από ένα σημείο κενή νοήματος. Είναι ωραία η βία λέει σε μία σκηνή ένα από τα παιδιά και έχει δίκαιο, η βία πουλάει όμως είναι σα να άκουσε ο σκηνοθέτης. Γιατί ο δρόμος που ακολούθησε, αυτός της επιφανειακής απεικόνισης πράξεων που πολλάκις έχει δει στο παρελθόν ο σύγχρονος θεατής, με το ένα σεναριακό κλισέ να διαδέχεται το άλλο, με τις πανταχού παρούσες στον ελληνικό κινηματογράφο συναισθηματικές εξάρσεις και μελοδραματικές υπερβολές, οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα που πασχίζει να φανεί επαναστατικό είναι όμως στη ρίζα του παλιομοδίτικο. Στην τελική ο θεατής δυσκολεύεται να αποφασίσει για το αν πρόκειται για τα παιδιά μας καταραμένης γενιάς, που με θράσος και περιφρόνηση προς την τιμωρία, χασκογελά μπροστά στην καταστροφή της, ή απλά για μερικά όμορφα πρόσωπα, που ο σκηνοθέτης θέλησε κάποια στιγμή να πιτσιλίσει με αίμα.