Παιδευόμουν
μέρες, ψάχνοντας θέμα. Έπιανα τα ένα, άφηνα το άλλο. Μ’ έτρωγε. Τι νόημα έχει
να γράψεις για τους φόρους, τα «ευάλωτα
νοικοκυριά» και τη ΔΕΗ, τις παραστάσεις στο Ακροπόλ, όταν ψάχνεις κι αγωνίζεσαι
για τα απαραίτητα. Και πάνω στην απελπισία έρχεται η τέχνη, είτε ως μίμηση και
αναπαράσταση της πραγματικότητας, είτε η ίδια η πραγματικότητα. Όπως και να
χει, η τέχνη είναι αυτό που είναι. Ο πίνακας του Χρήστου Μποκόρου, που κοσμεί
τη σημερινή στήλη, είναι ακριβώς αυτό: τα στοιχειώδη. Κι αυτονόητα θα
συμπληρώσω.
Τελευταίος
μήνας του χρόνου ο Δεκέμβριος. Μετράμε ανάποδα. Και μέσα σ’ αυτή την αντίστροφη
μέτρηση, ελαχιστοποιούμαστε παρ’ όλο που μεγαλώνουμε. Στέρηση, ελλείψεις,
ανάγκες βασικές μένουν νηστικές. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή αναφέρει ότι ένας
στους πέντε στερείται βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Σοκαριστικό ακούγεται, αλλά
αληθινό. Σήμερα που όλα κινούνται γρήγορα και αυτοματοποιημένα, η τεχνολογία μάς
ξεπερνά μέρα με τη μέρα, ο άνθρωπος ακουμπά το θαύμα, και εμείς κάνουμε βήματα
πίσω, για να ξεκινήσουμε από τα βασικά. Δύο παράλληλοι κόσμοι, της
εξέλιξης-επιστήμης και της επιβίωσης.
Πάει
καιρός που σ’ αυτή τη χώρα μπερδεύουμε τα βήματα μας, ένα εμπρός, δυο-τρία
άτσαλα πίσω. Κι όταν κάνεις αυτό το πίσω βήμα, είναι σαν παγίδα, νιώθεις
κολλημένος εκεί, αφού για να ξεφύγεις θα
πρέπει να παλέψεις και να κατακτήσεις τα αυτονόητα. Δεν ζητάμε το παραπάνω αλλά
το κανονικό. Τροφή, νερό, στέγη, θέρμανση, δουλειά, παιδεία, περίθαλψη. Και
το κανονικό έχει συνήθως να κάνει με τη συνέπεια, το αυτονόητο. Το κράτος
λείπει, η κοινωνία λείπει, εμείς λείπουμε. Λίγοι έμειναν να παλεύουν για όλους.
Αν νιώθουμε βαθιά τσακισμένοι, μεταξύ
άλλων, είναι γιατί η απαίτηση, που έγινε προσδοκία, του στοιχειώδους και αυτονόητου,
εξαϋλώθηκε. Το «δεν υπάρχει σάλιο» είναι δεν υπάρχει ελπίδα. Αλλά δεν το
ξεστομίζεις.
Κι έρχονται αυτές οι
τελευταίες γιορτινές μέρες του χρόνου να μας ξεγελάσουν για όλα όσα περάσαμε
και υποφέραμε ή χαρήκαμε. Με τον παραδοσιακά έντονο συναισθηματικό και
αλληλέγγυο χαρακτήρα τους, νιώθουμε αυτό το συναίσθημα της έλλειψης αλλά και
την έντονη επιθυμία που το συνοδεύει για την εξάλειψή του. Και τότε ψάχνεις για
αγαθά, να τα μοιράσεις και να τα μοιραστείς από τα λιγοστά που ξέμειναν, με την
ευχή να γίνουν περισσότερα.
Ψάχνεις και βρίσκεις το
συναισθηματικό σου απόθεμα, να γεμίσεις τις ανάγκες που δεν χορταίνουν με την
ύλη αλλά με τον άλλο άνθρωπο. Και ενίοτε βρίσκεις, κι όταν δεν βρίσκεις
αναζητάς αυτό: τα στοιχειώδη κι απαραίτητα για να προχωρήσεις και να πορευτείς,
να ζήσεις κι όχι απλώς να επιβιώσεις. Χρειάζεσαι πρώτα αυτά τα λίγα, που με
τόση σοφία εποίησε ο ζωγράφος, λίγο φαί, νερό να ξεδιψάσεις και να ευπρεπιστείς,
ένα κατάλυμα, μια πόρτα ανοιχτή να ονειρευτείς. Και μαζί με τα ελάχιστα, έχεις
ανάγκη την αγάπη, την αγκαλιά, την
εκτίμηση, την αποδοχή, την ασφάλεια, την αυτοπραγμάτωση. Να προσφέρεις και να
δεχθείς.
Με αυτές τις σκέψεις που κοιμούνται
και ξυπνούν μαζί μας, δεν θα πω τις μεγάλες ευχές που μοιάζουν ψεύτικες. Θα πω
τις μικρές και απαραίτητες που μέσα στη
μεγαλοσύνη των καιρών αψηφούμε. Τα στοιχειώδη είναι αυτά που μας κρατάνε
ζωντανούς. Γι αυτά να προσπαθούμε, ώστε να μπορούμε για τα παραπέρα. Κι αν
καμιά φορά νιώθετε την ανάγκη να απλώσετε ένα χέρι στον διπλανό σας, να το
κάνετε, γιατί κι εκείνος θα το έχει ανάγκη και ίσως να τον πνίγει ο φόβος κι ο
λυγμός του να είναι σβηστός.
Καλές Γιορτές.
*Χρήστος Μποκόρος: «Τα στοιχειώδη»
Μουσείο Μπενάκη, (κτήριο Πειραιώς) έως τις 26/01/2014.