«Σε
πληρώνει; Τι σου δίνει; Σε έχει ασφαλίσει;
Θα κοιτάξει να σε πατήσει από κάτω….».
Τα πρώτα λόγια εργαζομένων, όταν ξεκίνησα
να δουλεύω, περίπου στα μέσα της δεκαετίας
του 90, φοιτήτρια τότε. Μια πλάγια ανάκριση
ανακατεμένη με ενδιαφέρον. Πάντα υπήρχε
κάποιος, κάποιοι, με αυτή την καραμέλα
στο στόμα που την πιπίλιζαν και με ένα
περίεργο τρόπο σου έκαιγαν και την
τελευταία ανάσα. Μετά γνώρισα τη ΓΣΣΕ
και την ΑΔΕΔΥ. Ακόμη και σήμερα δεν τις
ξεχωρίζω. Αργότερα ήρθαν και τα υπόλοιπα
εργατικά σωματεία. Και δεν ξέρω αν είναι
τυχαίο ή μοιραίο, οι πρόεδροι αυτών να
έχουν επίθετο σε –οπουλος. Φορούν
φαίνεται το ίδιο δαχτυλίδι διαδοχής.
Γνωρίζω
την ιστορία και δε γυρίζω την πλάτη μου
στο παρελθόν. Έγιναν ουσιαστικοί αγώνες
με νόημα και πνεύμα. Κατακτήθηκαν και
παγιώθηκαν δικαιώματα και επανασυστήθηκαν
οι εργασιακές σχέσεις εξ αρχής για να
φτάσουμε κι εσείς κι εγώ σε κανονικές
συνθήκες εργασίας, αμοιβής, ασφάλισης,
τουλάχιστον στο μεγαλύτερο ημισφαίριο
του πλανήτη. Κάθε επαγγελματικός κλάδος
τον αγώνα του, κάθε φορέας την προάσπιση
των συνθηκών και συμφερόντων του.
Έχω
δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα και στον
δημόσιο περισσότερα χρόνια, αλλά ποτέ
μου δεν τα ξεχώρισα, δουλειά στο ένα,
δουλειά και στο άλλο. Τι πάει να πει
ιδιωτικό και δημόσιο; Στο πρώτο δουλεύεις,
ενώ στο δεύτερο λουφάρεις (;)Στο ένα
αμείβεσαι με κόπο και αίμα, ενώ στο άλλο
πληρώνεσαι για να κάθεσαι (;) Τη σιχαινόμουν
τη διάκριση αυτή, γιατί αυτόματα σε
κατέτασσε στην κατηγορία του εργατικού,
αν έλεγες ότι εργάζεσαι για έναν ιδιώτη,
ή του τεμπέλη, εάν απαντούσες ότι
δουλεύεις (σ)το δημόσιο. Αυτή
η υποκουλτούρα από μόνη της ήταν αρκετή
για να σε απομακρύνει από τους ξύλινους
λόγους που ακούω
και σήμερα, τις προτροπές για απεργίες,
αποχές, εργατικές επαναστάσεις. Και από
την άλλη κανένας έλεγχος, καμία απόλυση,
καμία αξιολόγηση. Μονά-ζυγά,
μονόζυγα.
Δεν
έχω κάνει απεργία ούτε μία μέρα. Από
νωρίς κατάλαβα ότι εδώ οι απεργιακές
κινητοποιήσεις γίνονται για να σπάει
η ρουτίνα, για την αναταραχή, για να
υπενθυμίζεται ότι υπάρχει ακόμη αυτός
ο αγώνας που δικαιώνεται, μαζί με τις
αγωνιστικές δηλώσεις των εργατοπατέρων.
Κανένα νόημα. Κανένα αίτημα. Κανένα
αποτέλεσμα. Η απεργία εδώ σημαίνει
καθημερινότητα. Είναι μόνιμη. Ακόμη και
τα τελευταία χρόνια, από τότε δηλαδή
που ξεκίνησε η ορατή και αναπόφευκτη
οικονομική και κοινωνική κατρακύλα,
και υποτίθεται ότι οι απεργίες έγιναν
ξανά το μέσο αντίστασης και διεκδίκησης,
το χάος. Κανένας συντονισμός. Καμία
συνοχή. Καμία ενότητα. Παρατάξεις εντός,
στρατόπεδα εκτός. Και να θέλεις να το
δεις αλλιώς, δεν υπάρχει πλευρά να
ακουμπήσεις. Ο συνδικαλισμός απογυμνώθηκε,
με τους ηγέτες να τραυλίζουν μουχλιασμένες
θεωρίες λυσσασμένα. Πιο Κεφάλαιο
δε γίνεται.
Απεργία
εδώ σημαίνει ταλαιπωρία όλου του
υπόλοιπου πληθυσμού. Απεργία εδώ σημαίνει
δεν πάω στη δουλειά αλλά πληρώνομαι.
Απεργία σημαίνει γελοιοποίηση του
κράτους και του εργαζόμενου. Καμία
σοβαρότητα, καμία ευθύνη. Και πώς να
γίνει αυτό, όταν οι απεργίες έγιναν του
συρμού. Έχασαν κάθε αγωνιστικό νόημα
και υπόσταση, όταν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι
εμφανίζονται διχασμένοι, όταν συμφέροντα
παίζονται στις πλάτες τους και τα λεφτά
μοιράζονται κάτω από το τραπέζι. Για
ποια απεργία ακριβώς μιλάμε;
Δεν
θα μιλήσω για τα άλλα κράτη. Εκεί ξέρουν
πώς να απεργούν και να διεκδικούν. Εδώ
έχουμε χάσει προ πολλού και αυτή την
ικανότητα. Πολλώ δε μάλλον τα τελευταία
χρόνια που τα πράγματα έχουν ξεφύγει
από τον έλεγχο της εκάστοτε κυβέρνησης
και η διακυβέρνηση της χώρας γίνεται
από τα «Κεντρικά».