Η
Βαρβάρα Δουμανίδου, σκηνοθετεί την παράσταση “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα’’.
Ένα κείμενο διαχρονικό που προβάλλει μια σειρά από θέματα που ταλανίζουν τον
σύγχρονο άνθρωπο. Φασισμός, κοινωνικά πρέπει, απελπισία, αποκτήνωση, κατακρεουργημένα
ανθρώπινα ένστικτα. ‘’Είναι
λάθος να πιστεύουμε ότι ο φασισμός και οι φασίστες είναι τέρατα τα οποία έχουν
παράξενα χαρακτηριστικά, έχουν τέρατα και ουρές. Είναι άνθρωποι που κυκλοφορούν
ανάμεσά μας, το’ χουμε διαπιστώσει, άλλωστε και τα τελευταία χρόνια στην
Ελλάδα.’’ Η Μαρία Ράπτη, πρωταγωνιστεί και
γράφει ένα άλλο τέλος, ανατρεπτικό, μια μικρή δικαίωση.
Η παράσταση από το Θέατρο του ‘Αλλοτε έχει
σαν στόχο τη ένταξη του θεατή στο δράμα και στον εγκλεισμό των πρωταγωνιστριών
του έργου, σαν κομμάτι της πραγματικότητας των ηρωίδων. Για αυτό τον λόγο η
παράσταση πραγματοποιείται στο Μπενσουσάν Χαν. Οι τρεις πράξεις του έργου λαμβάνουν
χώρα σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού ενώ ο θεατής παρακολουθεί και βιώνει την
ιστορία με όλες τις αισθήσεις του σαν κομμάτι του δράματος και συγχρόνως
περιηγείται στον χώρο σαν να βρίσκεται σε μια ξεχωριστή και παράξενη ζωντανή
έκθεση τέχνης.
“To σπίτι της Μπερνάρντα Άλπμα’’, γράφτηκε το 1936 και παίχτηκε
πρώτη φορά το 1945. Εσείς το επιλέγετε ως ένα κείμενο διαχρονικό;
Νομίζω ότι είναι από τα πιο
διαχρονικά κείμενα του Λόρκα και πόσο μάλλον τώρα που είναι μια στιγμή στην
Ευρώπη και γενικότερα σε όλο τον κόσμο που νιώθουμε έντονα την αίσθηση του
φασισμού. Η Μπερνάρντα Άλμπα, μιλάει
ακριβώς γι’ αυτό, για τον φασισμό. Ο Λόρκα, μπορεί να τον περιορίζει στους
τοίχους ενός σπιτιού αλλά μέσα από αυτό το κείμενο προσπαθεί να το βγάλει και
προς τα έξω, προς όλη την κοινωνία, την τότε κοινωνία της Ισπανίας με την έλευση του Φράνκο. Ο Λόρκα σκοτώθηκε από τους
φασίστες του Φράνκο αν και υπάρχουν διάφοροι αντίλογοι που δεν το υποστηρίζουν
αυτό. Η οικογένεια του Λόρκα ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι ο Λόρκα δολοφονήθηκε από τον Φράνκο γιατί
θεωρείται εμπλεκόμενη. Ωστόσο, είναι ευρέως γνωστό ότι εξελίχθηκαν έτσι οι καταστάσεις.
Η Μπερνάρντα Άλμπα είναι ένα αριστουργηματικό κείμενο αν κρίνει κανείς τη γραφή
του Λόρκα. Εξιστορεί τη ζωή στην Ανδαλουσία το 1900. Άλλωστε πρόκειται για μια
πραγματική ιστορία αυτή που μας αφηγείται ο Λόρκα μέσω της Μπερνάρντα Άλμπα.
Συνέβη στα παιδικά χρόνια του Λόρκα και μιλάει για μια γειτόνισσά του, τη
Φρασκίτα Άλμπα, η οποία, όταν πέθανε ο σύζυγός της αποφάσισε να κλείσει τις
κόρες της μέσα στο σπίτι. Η ίδια, μάλιστα, κάρφωσε και τα παράθυρα για να μη
μπορούν οι γυναίκες αυτές να βγουν προς τα έξω. Όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο Λόρκα για τη Μπερνάρντα, “ούτε ο
αέρας του δρόμου δεν μπορούσε να φτάσει μέσα στο σπίτι’’. Η Μπερνάρντα είναι
ένα πολύ σκληρό πρόσωπο αλλά και πολύ ανθρώπινο. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι
ο φασισμός και οι φασίστες είναι τέρατα τα οποία έχουν παράξενα χαρακτηριστικά,
έχουν τέρατα και ουρές. Είναι άνθρωποι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, το’ χουμε
διαπιστώσει, άλλωστε και τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Είναι άνθρωποι
κανονικοί που ζουν δίπλα μας και πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Ο
Λόρκα, κάνοντας μια μητέρα το σύμβολο του φασισμού μέσα σε ένα σπίτι, μας δίνει
μια αίσθηση κλειστοφοβική, μια αίσθηση εγκλεισμού. Μας ενσωματώνει στη ζωή
αυτών των γυναικών που βρίσκονται έγκλειστες, δεν μπορούν να ανασάνουν, να
μιλήσουν, να ικανοποιήσουν τις φυσικές τους ορμές, τα ένστικτά τους, μέσα από
απλές καθημερινές καταστάσεις.
Διαπραγματεύονται πολλά ζητήματα, ο φασισμός, το πένθος, η κλειστή
κοινωνία, τα πρέπει, η μητριαρχική επιβολή. Πώς εναλλάσσονται μέσα στο έργο;
Ο Λόρκα διαθέτει ένα ποιητικό
τρόπο και το κάνει αυτό. Περνάει στο θεατή πολλά μηνύματα, άμεσα, ακόμα και αν
διαβάσεις το κείμενο και δεν το δεις σε μια θεατρική παράσταση. Είναι από τα
θεατρικά κείμενα που διαβάζονται πολύ εύκολα. Σου φτιάχνει εικόνες, μεταφέρεται
από την μια κατάσταση στην άλλη πολύ έντεχνα. Με το πρόσχημα της οικογένειας, συνεχώς, φέρνει στην επιφάνεια,
όλα αυτά τα θέματα, τον εγκλεισμό, τη μητριαρχική οικογένεια, την προσπάθεια
των γυναικών αυτών να ζήσουν, να ερωτευτούν, να γευτούν τη ζωή και πόσο μάλλον
σε μια Ανδαλουσία εκείνης της εποχής που έξω η ζωή οργίαζε.Δέντρα, έρωτες, κιθάρες, χοροί, τραγούδια και στο κέντρο όλης
αυτής της ατμόσφαιρας, ένα σπίτι σιωπηλό, μοναχικό, καταδικασμένο στο πένθος.
Το πένθος και η κλειστή κοινωνία δεν είναι ξένο για μας και την Ελλάδα. Υπάρχουν
χωριά και σήμερα ακόμα, οικογένειες, πατεράδες, μανάδες, κρύβουν τα κορίτσια
τους γιατί είναι ατιμασμένα, γιατί έφεραν στον κόσμο ένα παιδί χωρίς γάμο,
γιατί ατίμασαν το όνομα της οικογένειας. Η Μπερνάρντα το πάει ένα βήμα παραπάνω
και προσπαθεί να ελέγξει τη φύση και τις ορμόνες των κοριτσιών αυτών, με έναν
απολυταρχικό τρόπο.
Απουσία ανδρικού στοιχείου. Απουσιάζει και από το μυαλό των ηρώων;
Αυτό που έχει κάνει ο Λόρκα πολύ έξυπνα, είναι ακριβώς αυτό, να
λείπει παντελώς το αντρικό στοιχείο από
τη παράσταση αυτή, από την πραγματικότητα, έτσι άλλωστε θα τη βιώσουν και οι
θεατές, με τόσο έντονο τρόπο που όμως δίνει
στους χαρακτήρες, στους ρόλους των γυναικών μια πολύ δυνατή αίσθηση του πόθου,
του έρωτα και την επιθυμία της σάρκας. Η απουσία είναι αυτή που την κάνει πιο
έντονη την επιθυμία των γυναικών αυτών.
Από την άλλη παρατηρούμε την καθολική επιβολή της μητέρας. Συντελείται
ακριβώς από την έλλειψη του αντρικού στοιχείου;
Η Μπερνάρντα, χάνοντας και τον
δεύτερο σύζυγό της, προσπαθεί να κρατήσει με νύχια και με δόντια τις πέντε αυτές γυναίκες κλεισμένες μέσα στο
σπίτι. Στην πραγματικότητα φοβάται.
Έχει κορίτσια ηλικίας από 20 έως 39 ετών, όλες ανύπαντρες, όλες με την έντονη
επιθυμία του άντρα και την έντονη επιθυμία της ζωής. Προσπαθεί να τις
χαλιναγωγήσει, δεν τα καταφέρνει, όμως, πολύ καλά. Εδώ έρχεται και η δική μας
παρέμβαση μέσα στο όλο έργο, σε αυτήν την πραγματικότητα. Αλλάζουμε λίγο, το
τέλος της παράστασης και δημιουργούμε μια άλλη συνθήκη γι’ αυτές τις γυναίκες.
Επειδή μας αφορά πάρα πολύ ο φασισμός και θεωρούμε ότι πρέπει με κάποιον τρόπο
να τον αντιμετωπίσει ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, επιφέραμε αλλαγές στο
τέλος. Ζήτησα, λοιπόν, από τη Μαρία Ράπτη που έχει γράψει το τέλος να γίνει
κάτι διαφορετικό, αυτό θα το δείτε, όμως στην παράσταση.
Η Μπερνάντα είναι σκληρή λόγω των συνθηκών;
Νομίζω ότι αυτό ισχύει για όλους
τους ανθρώπους. Το πρώτο πράγμα που
μαθαίνουμε ως ηθοποιοί είναι πως κάθε ρόλος δικαιολογείται. Αν θέλεις να
παίξεις έναν ψυχοπαθή δολοφόνο, θα πρέπει πρώτα να τον δικαιολογήσεις
απόλυτα μέσα σου. Όπως, θεωρώ ότι και
κανένας άνθρωπος δε γεννιέται φασίστας.
Τον δημιουργούν οι καταστάσεις, οι συνθήκες, η ζωή του και το περιβάλλον του.
Αν κάνουμε ένα σκάψιμο, πίσω στο παρελθόν της Μπερνάρντα, σίγουρα θα δούμε μια
κακοποιημένη συναισθηματικά γυναίκα είτε από τη μάνα της, τον πατέρα της, το
οικογενειακό της περιβάλλον και φυσικά ως συνήθως, τα θύματα είναι αυτοί που
γίνονται θύτες. Αυτό βέβαια δεν μας δίνει καμιά δικαιολογία. ‘Ολοι κρινόμαστε
από τις επιλογές μας. Ακόμη και αν υπήρξαμε θύματα κάποτε, η επιλογή μας στο καλό ή το κακό είναι αυτή που μας ορίζει
σαν ανθρώπους.
Ο έρωτας τρυπώνει και πίσω από ψηλούς τοίχους, κλειστές κουρτίνες,
άγριες Μπερνάρντες;
Καταφέρνει και είναι ορμητικός
σαν θάλασσα. Τον έρωτα έτσι κι αλλιώς δεν τον σταματάει ποτέ τίποτα και κανένας. Καταφέρνει να τρυπώσει μέσα από όλα
αυτά και έρχεται πάντα απόλυτος και τελεσίδικος. Όλες αυτές οι γυναίκες είναι κρυφά ερωτευμένες με τη μοναδική
αντρική παρουσία , που δεν εμφανίζεται πουθενά, όλες τον επιθυμούν είτε κρυφά
είτε φανερά. Όλες τον διεκδικούν με τον τρόπο τους αλλά η ζωή έχει έναν
παράξενο και μακάβριο τρόπο για να τα φέρνει εκεί που θέλει αυτή. Οπότε το
τέλος οι περισσότεροι το ξέρουν γιατί είναι ένα πάρα πολύ γνωστό έργο, και δεν
θα το κρατήσουμε μυστικό.
Η Αντέλα σκοτώνεται και η μητέρα επιμένει να τη θάψουν με νυφικό ως
παρθένα. Ισχυρά κοινωνικά πρέπει αποτυπώνονται στο κείμενο;
Η άρνηση της Μπερνάρντα να δεχτεί
την πραγματικότητα συμβαίνει σε όλο το έργο, δεν γίνεται μόνο στο τέλος. Σε όλο
το έργο αρνείται να πιστέψει ότι οι κόρες της μεγάλωσαν, έχουν ορμές, έχουν
συναισθήματα, είναι κορίτσια που μεγάλωσαν και είναι έτοιμα να βγουν στην
κοινωνία και να ζήσουν. Το αρνείται πεισματικά. Η Πόνθια, η υπηρέτρια του
σπιτιού, προσπαθεί να της ανοίξει τα μάτια αλλά ο εγωισμός και η κτητικότητα
της Μπερνάρντα δεν την αφήνουν να δει τίποτα.
Όταν στο τέλος φτάνει αυτή η τραγική στιγμή που η Αντέλα πεθαίνει με τον
τρόπο που πεθαίνει, ακόμη και τότε ο εγωισμός και η εγωκεντρικότητά της είναι
σε τέτοιο σημείο που της απαγορεύουν να το αντιμετωπίσει σαν μάνα. Μέσα σε όλο
αυτό κρύβεται και η κοινωνική κατακραυγή. Λίγο πριν, έχουν ήδη σκοτώσει μια
κοπέλα,(το σύμβολο της ελευθερίας στην πραγματικότητα) η οποία έφερε στον κόσμο
ένα παιδί που δεν γεννήθηκε νόμιμα. Η κοινωνική κατακραυγή για τη Μπερνάρντα
είναι μια κοινωνική καταδίκη, ένας κοινωνικός θάνατος. Αυτό ξεπερνά τα όποια
συναισθήματα μπορεί να έχει για την κόρη της και γίνεται ένα τέρας. Τέρατα
γίνονται όλες κατά τη διάρκεια της πραγματικότητας αυτής, με μεγαλύτερο τη
Μπερνάρντα. Εάν συνεχίζονταν το
έργο, θα βλέπαμε και τις κόρες να εξελίσσονταν σε μικρές Μπερνάρντες . Είμαι
βέβαιη.
Διακειμενικά που μας οδηγεί το κείμενο του Λόρκα;
Νομίζω σε όλη την παγκόσμια
λογοτεχνία, υπάρχουν τέτοιες γυναίκες. Ακόμα και η Μήδεια που σκότωσε τα παιδιά
της, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, αυτές οι γυναίκες υπήρξαν θύματα οι ίδιες.
Πρέπει όλες μας τις δυσκολίες, τα τραύματα και τις πληγές που κουβαλάμε να τις
επουλώνουμε με έναν τρόπο πάνω στο δρόμο της αγάπης, αν και δεν τις καταδικάζω,
η αλήθεια είναι πως δεν τις αγαπώ. Μιλάμε για τον φασισμό πολύ ξεκάθαρα. Αντιμετωπίζουμε
τη Μπερνάρντα ως ένα φασιστικό σύμβολο και της συμπεριφερόμαστε ανάλογα.
Το Θέατρο του Άλλοτε καταπιάνεται πάντα με σκοτεινές παραστάσεις;
Ναι, μέχρι στιγμής. Δεν μας αρέσει να έχουμε ένα συγκεκριμένο στίγμα.
Το αποτύπωμά μας όμως είναι λίγο σκοτεινό.
Αυτό που μας ενδιαφέρει πάρα πολύ είναι να φτιάξουμε ένα συναισθηματικό
θέατρο. Ένα θέατρο που ο θεατής δεν θα το παρακολουθεί αμέτοχος και
ανεπηρέαστος. Θέλουμε να τον βάζουμε μέσα στην πραγματικότητα της παράστασης,
να βιώνει τη δράση σαν ένα κομμάτι της δράσης, ένα κομμάτι των ηρωίδων και του
έργου. Αυτό το καταφέραμε με το Φόβο και τον
Κάτω Κόσμο αλλά νομίζω στη Μπερνάρντα επειδή ο θεατής θα δει κάτι
τελείως ρεαλιστικό, θα τον αγγίξει λίγο περισσότερο, θα νιώσει τον εγκλεισμό
των γυναικών, την απελπισία, την απόγνωση, την προσπάθεια και την κραυγή των
γυναικών που ζουν στην ουσία φυλακισμένες.
Η Μαρία Ράπτη μας μιλάει για το τέλος που έγραψε:
Το τέλος, όπως και κάθε τι που
έχω γράψει στην ομάδα είναι κάτι που εμπνευστήκαμε και το έγραψα με την καθοδήγηση
της Βαρβάρας. Θα έλεγα ότι είναι μια δικαίωση απέναντι στην απόγνωση που νιώσαμε
και εμείς διαβάζοντας ή βλέποντας αυτό το έργο και θα θέλαμε να υπάρχει
διαφορετική εξέλιξη, θα θέλαμε να υπάρχει μια διαφορετική δικαίωση των
αδιεξόδων των προβλημάτων και των πόθων αυτών των γυναικών. Είναι μια μικρή
δικαίωση και για μας τις δυο, εμένα και τη Βαρβάρα, γιατί με αυτό τον τρόπο με
αυτή την παράσταση κάνουμε το γινάτι μας.
Παραστάσεις
Πέμπτη 29, Παρασκευή 30, Σάββατο 31 Μαϊου
και Κυριακή 1,
Πέμπτη 5, Παρασκευή 6, Σάββατο 7 Ιουνίου
Μπενσουσάν
Χαν Εδέσσης 6 (‘Ανω λαδάδικα) στις 9μ.μ.
Αριθμός
θεατών 30 (αυστηρά)
τηλέφωνο
κρατήσεων: 6982031199