“Βγήκε το πρόγραμμα.
Το είδες?” Με ρώτησε στο τηλέφωνο η
Ρούλα.
“Κλείσε να το κοιτάξω.
Θα σημειώσω ταινίες. Σημείωσε κι εσύ
και μιλάμε αργότερα” είπα κάπως βιαστικά
εγώ και κλείσαμε το τηλέφωνο.
Κατέβασα το πρόγραμμα
στο netbook μου για να μπορώ να το επεξεργαστώ
ευκολότερα και να κρατήσω σημειώσεις
δίπλα από τους τίτλους των ταινιών. Μου
αρέσουν πολύ όλα αυτά τα κουτάκια και
τα χρώματα κι αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο
να παρασυρθεί από τους τίτλους και τις
εθνικότητες.
Ο Νοέμβριος ήταν πάντα
ένας περίεργος, μουντός μήνας που άρχιζαν
τα πρώτα κρύα και το μόνο πράγμα που
άλλαζε έστω για λίγες μέρες την εικόνα
της πόλης ήταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Θεσσαλονίκης. Μην φανταστείς τρελές
αλλαγές στην πόλη γενικότερα. Για όσους
από εμάς κυκλοφορούμε όμως στις αίθουσες,
στους διαδρόμους και τα στενά του
Φεστιβάλ, βλέπεις μια άλλη Θεσσαλονίκη
που είναι γεμάτη χρώματα, φαντασία και
φώτα. Άνθρωποι που φαίνεται στα μάτια
τους πόσο διαθέσιμοι είναι να χαθούν
μέσα στις ιστορίες που θα ξεδιπλωθούν
στις σκοτεινές αίθουσες, που θα βιώσουν
έρωτες, πολέμους, χαρές και στεναχώριες,
παράλληλες ζωές.
Δεν είμαι από αυτούς
που κατασκηνώνουν στις αίθουσες του
Φεστιβάλ. Δεν είχα σχεδόν ποτέ τόσο
χρόνο στην διάθεσή μου και πάντα τους
ζήλευα που μπορούσαν να το κάνουν. Κάθε
χρόνο κοιτάω προσεχτικά το πρόγραμμα,
διαβάζω άρθρα και προτάσεις και κυκλώνω
εκείνες τις ταινίες που θα πάω να δω
οπωσδήποτε και εκείνες που τουλάχιστον
θα προσπαθήσω να δω. Πάντα υπάρχει μία
ελληνική ανάμεσα στις ταινίες που βλέπω.
Θα μπορούσα να δω περισσότερες αλλά θα
μου χαλούσε μια συνήθεια πολλών χρόνων.
Μου έρχονται στο μυαλό
ένα σωρό εικόνες όταν σκέφτομαι το
Φεστιβάλ. Ταινίες, άνθρωποι, λόγια,
χαμόγελα, parties, μουσικές και δύο προβολές
που ακόμα και τώρα πολλά χρόνια μετά,
με κάνουν να χαμογελώ.
Η πρώτη, σχεδόν 2 δεκαετίες
πριν, σε έναν Εξώστη, στο Αριστοτέλειο.
Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο. Δίπλα μου
καθόταν ο Ηρακλής Δούκας, από τις πιο
γνωστές και extravagant φυσιογνωμίες της
πόλης. Μπορεί να μην εκτίμησε κανείς σε
εκείνον τον εξώστη το σενάριο της ταινίας
και τις ερμηνείες της Κατερίνας Κούκα
και του Σταύρου Ζαλμά αλλά σίγουρα
εκτιμήσαμε το χιούμορ του Ηρακλή και
τις φοβερές του ατάκες σε κάθε σκηνή.
Μερικά χρόνια αργότερα,
κάπου στο 1996-1997, βρεθήκαμε όλη η τότε
παρέα να παρακολουθούμε μια ταινία στον
κινηματογράφο Ανατόλια, απέναντι από
την Καμάρα. Καθώς περνούσε η ώρα, άρχισε
ο κόσμος σιγά σιγά να φεύγει από την
αίθουσα. Στα κρυφά αρχικά με το κεφάλι
σκυμμένο και με προσβλητικά σχόλια στην
συνέχεια. Οι ξένοι δημοσιογράφοι που
καθόταν όλοι στην δεξιά πλευρά της
αίθουσας έμοιαζαν να κοιτάνε αμήχανοι,
μια τον κόσμος που έφευγε σωρηδόν από
την αίθουσα και μια την ταινία. Κι η
παρέα μου έφυγε. Ήθελα τόσο πολύ να δω
που θα κατέληγε αυτή η επαρχιακή ελληνική
version της “Αυτοκρατορίας των αισθήσεων”
που αρνήθηκα να τους ακολουθήσω. Είχε
περάσει σχεδόν μία ώρα προβολής και τα
σχόλια όσων έμειναν γινόταν όλο και πιο
πολλά. Έμοιαζε όλο αυτό με ρώσικη ρουλέτα
και τότε ήταν που εκπυρσοκρότησε το
όπλο. Το σχόλιο ενός θεατή έκανε τον
σκηνοθέτη να σηκωθεί και να του ορμήσει,
στην κυριολεξία. Μείναμε όλοι άφωνοι.
Κι η πρωταγωνίστρια της ταινίας ακόμα
πιο άφωνη. Η ασφάλεια του κινηματογράφου
έτρεξε και τους χώρισε ενώ επιδίδονταν
σε ένα αγώνα μποξ για κάνα δυο λεπτά και
στην συνέχεια τους έβγαλε έξω από την
αίθουσα.
Για μένα το Φεστιβάλ
Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δεν έχει
να κάνει με το ποια ταινία θα κερδίσει
στο τέλος. Εγώ ζω το ταξίδι αυτών των
ημερών. Ερωτεύομαι κάθε μέρα σε διαφορετική
αίθουσα. Αφήνω το σώμα μου να επιπλεύσει
πάνω στα συναισθήματα των υπόλοιπων
συνενόχων της αίθουσας.