Σχεδόν
όλα τα καλύτερα και πολυτιμότερα πράγματα στον κόσμο μπορούν να αποκτηθούν με
μισό σεντ. Σαφώς εξαιρώ τον ήλιο και το φεγγάρι, την γη, τους ανθρώπους, τα
αστέρια, τις καταιγίδες και τα συναφή ψιλοπράγματα. Μπορείς να τα αποκτήσεις
αυτά για το τίποτα. Επίσης εξαιρώ ένα ακόμα πράγμα, το οποίο δεν μου
επιτρέπεται να αναφέρω σε αυτήν την εφημερίδα και του οποίου η χαμηλότερη τιμή
είναι ένα σεντ και μισό. Ο γενικός αυτός κάνονας όμως θα σας γίνει άμεσα
κατανοητός. Στον δρόμο πίσω μου, παραδείγματος χάρη μπορείτε πλέον να
πραγματοποιήσετε μία διαδρομή με το ηλεκτρικό τραμ για μισό σεντ. Το να
βρίσκεσαι πάνω σε ένα ηλεκτρικό τραμ είναι σα να βρίσκεσαι πάνω σε ιπτάμενο
κάστρο σε ένα παραμύθι. Μπορείς να αποκτήσεις έναν αρκετά μεγάλο αριθμό
ανοιχτόχρωμων καραμελών για μισό σεντ. Επίσης μπορείτε να'χετε την ευκαιρία να
διαβάσετε αυτό το άρθρο για μισό σεντ, σαφώς αναμεταξύ άλλων αδιάφορων
ειδών.
Μα
αν θέλετε να δείτε πόσο μεγάλη και εντυπωσιακή γκάμα πολύτιμων πραγμάτων
μπορείτε να αποκτήσετε με μισό σεντ, κάντε όπως έκανα εγώ χθες το βράδυ. Είχα
κολλήσει την μύτη μου στην τζαμαρία ενός πολύ μικρού και ισχνά φωτισμένου
καταστήματος παιχνιδιών σε έναν από τους πιο μουντούς και στενούς δρόμους του Battersea. Μα όσο δυσδιάκριτο
και αν ήταν αυτό το τετράγωνο φωτός, ήταν γεμάτο (καθώς μου είχε πει κάποτε ένα
παιδί) με όλα τα χρώματα που είχε πλάσει ο Θεός. Αυτά τα παιχνίδια των φτωχών
ήσαν σαν τα παιδιά που τα αγόραζαν, ήσαν όλα βρώμικα αλλά ήσαν όλα λαμπερά.
Κατά την γνώμη μου, θεωρώ πως η λαμπρότητα είναι σημαντικότερη της καθαρότητας,
καθώς η πρώτη είναι της ψυχής και η δεύτερη του σώματος. Πρέπει να με
συγχωρέσετε, είμαι δημοκράτης, γνωρίζω πως είμαι παρωχημένος στον σύγχρονο
κόσμο.
Καθώς
χάζευα αυτό το παλάτι πυγμαίων θαυμάτων, μικρών πράσινων αμαξών, μικρών μπλε
ελεφάντων, μικρών μαύρων κούκλων και μικρών κόκκινων κιβωτών του Νώε θα πρέπει
να παρασύρθηκα σε ενός είδους αφύσικης ύπνωσης. Αυτή η υποφωτισμένη βιτρίνα
καταστήματος έγινε τώρα σαν μία λαμπρά φωτισμένη σκηνή όταν κάποιος
παρακολουθεί μία πολύχρωμη κωμωδία. Λησμόνησα τα γκρίζα κτήρια και τουςβλοσυρούς ανθρώπους πίσω μου όπως
κανείς λησμονά τις σκοτεινές εικόνες και το πλήθος σε ένα θέατρο. Ήταν λες και
τα μικρά αντικείμενα πίσω από το τζάμι ήσαν μικρά, όχι επειδή ήταν παιχνίδια
αλλά επειδή βρίσκονταν μακριά. Η πράσινη άμαξα ήταν όντως μία πράσινη άμαξα,
μία πράσινη άμαξα του Bayswater που
διέσχιζε κάποια τεράστια έρημο στον προκαθορισμένο διάβα της για το Bayswater. Ο μπλε ελέφαντας
δεν ήταν πλέον μπλε από χρώμα αλλά από τον ορίζοντα. Η μαύρη κούκλα ήταν μια
Νέγρη ξαπλωμένη πάνω στην ατίθαση τροπική φυλλωσιά στην γη όπου κάθε αγριόχορτο
φλέγεται και μόνο ο άνθρωπος είναι μαυριδερός. Η κόκκινη κιβωτός του Νώε στην
πραγματικότητα ήταν το τεράστιο καράβι της επίγειας λύτρωσης, καβαλώντας την
φουσκωμένη από την βροχή θάλασσα και κόκκινη από το πρώτο ελπιδοφόρο
πουρνό.
Υποθέτω
ο καθένας από εμάς γνωρίζει τέτοια εκπληκτικά περιστατικά αφαίρεσης, τέτοια
εξαιρετικά κενά του μυαλού. Σε τέτοιες στιγμές μπορεί κανείς να δει το πρόσωπο
του ίδιου του του καλύτερου του φίλου ως ένα αφηρημένο σχέδιο από ματογυάλια ή
μουστάκια. Συχνά οριοθετούνται από τα δύο σημάδια της βραδύτητας της ανάπτυξης
τους και της αιφνιδιότητας του τερματισμού τους. Η επιστροφή στην
πραγματικότητα είναι συχνά τόσο απότομη όσο και η πρόσκρουση πάνω σε έναν
άνθρωπο. Πολύ συχνά μάλιστα (στην περίπτωση μου) είναι η πρόσκρουση πάνω σε
έναν άνθρωπο. Αλλά σε κάθε περίπτωση το ξύπνημα είναι πάντα εμφατικό και,
γενικά μιλώντας, είναι πάντα πλήρες. Τώρα, σε αυτήν την περίπτωση επέστρεψα
όντως με έναν κλονισμό λογικής στην συνειδητοποίηση πως, στην τελική, χάζευα
παρά ένα μικρό, σκοτεινό κατάστημα παιχνιδιών. Κατ'έναν περίεργο όμως τρόπο, η
νοητική αποκατάσταση δεν φαινόταν να είναι πλήρης. Υπήρχε ακόμη στο μυαλό μου ένα
απείθαρχο κάτι που έλεγε ότι χάθηκα εντός μίας παράξενης ατμόσφαιρας, ή ότι
είχα ήδη κάνει κάποιο πράγμα παράξενο. Ένιωθα λες και είχα πράξει κάποιο θαύμα
ή διαπράξει κάποια αμαρτία. Ήταν λες και, σε κάθε βαθμό, να είχα περάσει κάποιο
σύνορο της ψυχής.
Για
να ξεφύγω από αυτήν την επικίνδυνη και ονειρική αίσθηση εισήλθα στο μαγαζί και
επιχείρησα να αγοράσω ξύλινα στρατιωτάκια. Ο άνδρας στο κατάστημα ήταν πολύ
γέρος και φτωχός με σπαστά λευκά μαλλιά που κάλυπταν το κεφάλι και το μισό του
πρόσωπο, μαλλιά τόσο φοβερά λευκά που φαίνονταν σχεδόν ψεύτικα. Όμως παρότι
ήταν γηρασμένος, άρρωστος ακόμη, δεν υπήρχε τίποτα από δεινοπάθεια στα μάτια
του, φαινόταν μάλλον σαν να τον έπαιρνε σταδιακά ο ύπνος εντός μίας, διόλου
άστοργης παρακμής. Μου έδωσε τα ξύλινα στρατιωτάκια, μα όταν άφησα τα χρήματα
δεν φάνηκε αρχικά να τα είδε και ύστερα τους ανοιγόκλεισε ασθενικά τα βλέφαρα και τα ώθησε ασθενικά πέρα.
“Όχι,
όχι” είπε αόριστα. “Ποτέ δεν έχω, ποτέ δεν έχω. Είμαστε κάπως παλιομοδίτες εδώ”
“Το
να μην δέχεστε χρήματα,” απάντησα, “μου φαίνεται περισσότερο σαν κάποια
ασυνήθιστη νέα μόδα, παρά παλιά”
“Ποτέ
δεν έχω δεχθεί” είπε ο γέρος άνδρας, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του και φυσώντας
την μύτη του. “Πάντα χάριζα δώρα, είμαι πολύ γέρος για να το σταματήσω”.
“Θέε
και Κύριε!”, είπα. “Τι μπορεί να εννοείτε; Θα μπορούσατε να είστε ο Άγιος
Βασίλης.”
“Είμαι
ο Άγιος Βασίλης” είπε απολογητικά και ξαναφύσηξε την μύτη του.
Οι
λάμπες δεν πρέπει να είχαν ανάψει ακόμα στον δρόμο έξω. Σε κάθε περίπτωση δεν
μπορούσα να διακρίνω τίποτε στο σκοτάδι εκτός από την λαμπερή βιτρίνα του
καταστήματος. Πιθανών είχα χαθεί σε έναν νέο και ανήλιαγο κόσμο. Μα κάτι είχε
κόψει τα δεσμά με την κοινή λογική, και εγώ δεν μπορούσα να νιώσω καν έκπληξη
παρά με έναν νησταλαίο τρόπο. Κάτι με έκανε να πω, “Φαίνεστε άρρωστος, Άγιε
Βασίλη.”
“Πεθαίνω,”
είπε.
Δεν
μίλησα και μίλησε πάλι εκείνος.
“Όλοι
οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν φύγει από το μαγαζί μου. Δεν μπορώ να το καταλάβω.
Φαίνονται να μου αντιτίθενται πάνω σε τόσο περίεργες και ασυνάρτητες βάσεις,
αυτοί οι επιστημονικοί άνθρωποι και αυτοί οι καινοτόμοι. Λένε πως δίνω στους
ανθρώπους δεισιδαιμονίες και τους κάνω ονειροπόλους, λένε πως δίνω στον κόσμο
λουκάνικα και τους κάνω χοντρούς. Λένε ότι τα ουράνια κομμάτια μου παραείναι
ουράνια, λένε ότι τα επίγεια κομμάτια μου είναι πολύ επίγεια. Είμαι βέβαιος πως
δεν ξέρω τι θέλουν. Πως γίνεται ουράνια πράγματα να παραείναι ουράνια και
επίγεια πράγματα να παραείναι επίγεια; Πως γίνεται κάποιος να παραείναι καλός ή
να παραείναι πρόσχαρος; Δεν καταλαβαίνω. Αλλά ένα πράγμα καταλαβαίνω πολύ καλά.
Αυτοί οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι ζωντανοί και εγώ είμαι νεκρός.”
“Μπορεί
να είστε νεκρός” απάντησα. “Εσείς ξέρετε. Αλλά όσον αφορά αυτό που κάνουν
εκείνοι, μην το αποκαλείτε ζωή.”
Έπεσε
μία ησυχία ξαφνικά ανάμεσα μας, η οποία κάπως περίμενα να σπάσει. Μα δεν είχε
πέσει για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα
όταν, μέσα στην απόλυτη αδράνεια, άκουσα δυσδιάκριτα έναν πολύ σύντομο
βηματισμό να πλησιάζει όλο και πιο κοντά στον δρόμο. Την επόμενη στιγμή μία
μορφή πετάχτηκε μέσα στο μαγαζί και στάθηκε πλαισιωμένη από την πόρτα. Φορούσε
ένα μεγάλο λευκό καπέλα γερμένο πίσω σαν από βιασύνη, είχε εφαρμοστά μαύρα
παλιομοδίτικα παντελόνια, ένα επίσημο παλιομοδίτικο φράκο, γιλέκο και ένα παλιό
φανταστικό παλτό. Είχε μεγάλα ορθάνοιχτα, λαμπερά μάτια, σαν αυτά ενός
θελκτικού ηθοποιού. Είχε ένα χλωμό, ανήσυχο πρόσωπο και ένα κροσσωτό μούσι.
Αντιμετώπισε το μαγαζί και τον γέρο με ένα βλέμμα που φαινόταν σαν πραγματική
αναλαμπή και πρόφερε το επιφώνημα ενός ανθρώπου απόλυτα σοκαρισμένου.
“Μα
τον Θεό!” φώναξε. “Δεν μπορεί να είσαι εσύ! Δεν είσαι εσύ! Εγώ ήρθα να ρωτήσω
που ήταν ο τάφος σου.”
“Δεν
πέθανα ακόμη, Κύριε Ντίκενς” είπε
ο γέρος ευγενής με ένα αμυδρό χαμόγελο, “αλλά πεθαίνω” βιάστηκε να προσθέσει
καθησυχαστικά.
“Μα,
τι στο καλό, εσύ πέθαινες στην εποχή μου,” είπε ο Κύριος Κάρολος Ντίκενς με
ζωηρότητα. “Και δεν φαίνεσαι ούτε μέρα γηραιότερος”
“Νιώθω
έτσι πολύ καιρό,” είπε ο Άγιος Βασίλης.
Ο
Κύριος Ντίκενς γύρισε την πλάτη του και έβγαλε το κεφάλι του από την πόρτα έξω
στο σκοτάδι.
“Ντικ,”
φώναξε με βρόντο, “ζει ακόμα.”
Άλλη
μία σκιά σκοτείνιασε την είσοδο και ένας πολύ μεγαλύτερος και ροδαλός κύριος με
ένα τεράστιο περουκίνι εισήλθε, κάνοντας αέρα στο πρόσωπο του με ένα
στρατιωτικό καπέλο κοψιάς Βασιλίσσης Anne. Έφερε το κεφάλι του ψηλά σαν στρατιώτης και το θερμό του
πρόσωπο είχε ακόμη και ένα βλέμμα αλαζονείας, το οποίο αναιρούνταν από τα μάτια
του, που ήσαν κυριολεκτικά ταπεινά σαν σκύλου. Το σπαθί του έκανε έναν τεράστιο
βρόντο, λες και το μαγαζάκι ήταν πολύ μικρό για να το χωρέσει.
“Μάλιστα”
είπε ο Sir Richard Steele, “πρόκειται
για ένα θαυμαστό γεγονός, διότι ο άνθρωπος πέθαινε όταν έγραφα για τον Sir Roger de Coverley και
τα Χριστούγεννα του.”
“Ήταν
ευρέως κατανοητό,” είπε ένας εύσωμος άνδρας, που έφερε το κεφάλι του κωμικά και
επίμονα στο πλάι ελαφρά (νομίζω ήταν ο Ben Johnson) “Ήταν ευρέως κατανοητό, υπό τον
Βασιλιά James και
της συχωρεμένης αυτού Μεγαλειοτάτης, πως τέτοια καλά και εγκάρδια έθιμα είχαν
νοσήσει, και επρόκειτο να αποχωρήσουν από τούτο τον κόσμο. Αυτό το γκρίζο μούσι
βεβαίως δεν υπήρξε πιο πλούσιο απ'όταν εγώ τον γνώριζα.”
Επίσης
μου φάνηκε πως άκουσα έναν ντυμένο στα πράσινα όπως ο Ρομπέν των Δασών να λέει
σε μεικτά Νορμανδικά Γαλλικά, “Μα εγώ τον είδα να πεθαίνει.”
“Νιώθω
έτσι πολύ καιρό,” είπε ο Άγιος Βασίλης και πάλι με τον ασθενικό του τρόπο.
Ο
Κύριος Κάρολος Ντίκενς ξαφνικά έγειρε εμπρός του.
“Από
πότε;” ρώτησε. “Από όταν γεννηθήκατε;”
“Ναι,”
είπε ο γέρος άνδρας, και βυθίστηκε τρεμάμενος σε μία καρέκλα. “Από πάντα
πέθαινα.”
Ο
Κύριος Ντίκενς έβγαλε το καπέλο του με έναν κραδασμό σαν ενός άνδρα που καλούσε
το πλήθος να ανασηκωθεί.
“Τώρα
κατάλαβα,” αναφώνησε, “δεν θα πεθάνεις ποτέ.”
του G.K.
Chesterton
*Κυκλοφορεί με άλλη μετάφραση από τις εκδόσεις “Νάρκισσος”
στο βιβλίο “Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες με Φαντάσματα”