(χορός με ξέπλεκα μάλλια κι έν' αγριόχορτο στο αριστερό αυτί). Υποενότις κάπου πρώτη. Θαρρώ, μάλλον.
Το κοριτσάκι έστριψε στο επόμενο στενό. Καθώς το έκαμνε, η σακούλα, με το ψωμί της στα μέσα του, έδειξε μια κλίση από τη βιάση και τη φυγόκεντρο.
Φορούσε κάτι παπουτσάκια- μπας κι αυτοσχέδια!, στα μικρούτσικα στραβοκάνικα πόδια του το κοριτσάκι αυτό. Μια φούστα ξεφτισμένη στις άκρες, κάτω από τα γόνατα της. Η ψηλή πλεξούδα από τα χρυσαφιά μάλλια της έπεφτε γαργαλιστικά στο κόκαλο κάτω ακριβώς από τον αυχένα της και το τιράντινο μπλουζί της έχε μπρος του ένα κάτι, ωσάν λέλουδο, ορχιδέα;
Μακριά χέρια. Για ν' αγκαλιάσει μετά της αλλοτινής ζεστάδας της τον κόσμο.
Μακριά λεπτά χέρια. Για να στα τεντώνει, μπροστά στα μάτια σου. Για να ξετυλίγει την ακόρεστη λαχτάρα της. Να στριφογυρίσει. Να δει μέσα σου και να αποστρέψει το βλέμμα ντροπαλότροπα.
Κι εσύ να μην την αφήνεις. Να ταξιδεύσει αυτά τα χέρια της. Να σου χαμογελάσει. Το χαμόγελο εκείνο το δικό της, η δική σου δυστυχία. Ελαφρύ ναρκωτικό. Αναπόφευκτη διασταύρωση με το μπλε σου.
Κι εσύ, αχ εσύ. Εσύ να της αρνείσαι το χαμόγελο, τα μάτια. Να στο ζητάει ολόκληρη, με μιαν υποκριτική χαρμοσύνη. Δώσε της το χέρι. Φοβάσαι; Είναι ένα κοριτσάκι. Δεν το βλέπεις; Με την ξεφτισμένη φούστα και με το λεπτό μπλουζάκι και τα ξεσκισμένα παλιά παπούτσια του. Τα μαλλιά τα έλυσε, πράγματι, πια. Δεν έδωσες το χέρι σου, γι' αυτό και ξεκουράστηκαν στο κορμί της, αποκαμωμένα.
Φοβάσαι; Το ψωμί της έφαγε μες τη φαβέλα της. Στους εναπομείναντες τοίχους. Χόρτασε χωρίς να σε αγγίξει πρώτα. Χόρτασε με τις κρυφές ματιές σου. Όλα τα παρατηρείς. Όλα τα βλέπει. Ξέρει, θα λαχταρούσες κι εσύ να της προσφέρεις ένα λουλούδι άγριο. Για να σου χαμογελάσει. Για να σου κλέψει μια μελαγχολία από τις πολλές σου.
Αλήθεια, φοβάσαι κάτι; Την οικειότητα; Τις ώρες; Τα γέλια σας στα πατώματα ή μήπως κάποιο μελόδραμα μες το ξημέρωμα; Εκείνο το κοριτσάκι;
Φοβάσαι. Αλλά ξέρεις πολύ καλά. Τον εαυτό σου. Ότι είσαι πολύ αφελής για τον κόσμο. Ότι είσαι πολύ καλός γι' αυτό τον κόσμο. Το κρύβεις, με την οξύνοια. Αλλά το κοριτσάκι, εκείνο το πλάσμα που σου προσέφερε χαρτομάντιλα- υγρή νύχτα, υγρό ξημέρωμα, τόσο αγαθό. Σε κατάλαβε. Τόσο μοναχικό. Τόσο ματαιόδοξο. Όχι ευτυχισμένο. Καν χαρούμενο. Διόλου ξεκάθαρο.
Στους εναπομείναντες τοίχους γράφει τη μοναξιά, τη ματαιοδοξία, τις υμνεί, τις εγκωμιάζει με ασάφεια, και κακολογεί την ευτυχία, τη χαρά. Υμνεί τον ορθολογισμό του κόσμου. Τις λογικές χρόνων και χρόνων που την εδυστυχούν και κατήντησε να μονάζει σε φαβέλα, αυτόφωτη, των αυτοσκοπών. Και να χωρέζει ιδεοψυχαναγκασμούς στους εναπομείναντες τοίχους.
Σου μοιάζει το κοριτσάκι. Στην αφέλεια και στη μελαγχολία του. Το ξέρεις. Το ξέρεις, μα είσαι άδικος. Είσαι ψυχαναγκαστικός. Είσαι δειλός! Ξάφνου, το κοριτσάκι τολμάει, προσπαθεί να ξεγατζώσει ην υπόσταση του από τους δικούς του ψυχαναγκασμούς. Προσπαθεί δυναμικά και μοναχικά, όπως του πρέπει. Είναι ακόμη, μην ξεχνάς, εκείνο το κοριτσάκι που έστριψε στο επόμενο στενάκι.
Την είδες να φεύγει, πριν προλάβεις να της δώσεις το χέρι, το λουλούδι, αγριόχορτο από ένα χαντάκι. Έσκυψες, το φόνεψες. Της το στόλισες στο αυτί, τραβώντας μαζί μια στριφογυρισμένη τούφα χρυσαφιά. Πριν προλάβεις να της λύσεις τα μαλλιά και μετά να την γυρίσεις μπρος σου, για να δεις που θα κρύβει τα ροδαλά, πασπαλισμένα στα, κόκκινα μάγουλά της με το ένα χέρι. Πάλι ντροπαλά, με τα μάτια της ν' αχνοφαίνονται αφελώς, μα πονηρούτσικα, από πάνω απ' το χέρι της.
Πράγματι, έχει μια ενδότερη δύναμη να σε αποπλανήσει. Αλλά δεν το ξέρει η ίδια της. Εσύ το ξέρεις.
Φοβάσαι. Φοβάσαι τη δύναμη, για δεύτερη φορά. Αλλιώς τα περίμενες, πουλί μου.
Πράγματι, έχεις δίκιο. Το κοριτσάκι απομακρύνθηκε, έφυγε πια. Όντως, είναι ακόμη εδώ. Να εκεί! Το προσπέρασε μόλις μια ματιά μου.
Αφού το έδιωξες, γιατί το παρατηρείς να φεύγει;
Τελικά, το κοριτσάκι απομακρύνεται στ' αληθινά;
(Ζήτω η λογική. Ζήτω ο καθολικός άνθρωπος κάποιου Da Vinci. Ζήτω οι παθητικές ζωές της αναμονής του αναπόφευκτου τέλους.)
Κι όλα καλά.