HomeΘέματαΤο δώρο του Τόνυ

Το δώρο του Τόνυ

Ο Τόνυ ήταν ένας από
τους πιο διάσημους τραγουδιστές στα τέλη της δεκαετίας του 60. Τραγουδούσε σε
ένα από τα λίγα μουσικά κέντρα της πόλης,
μια μπουάτ στην παραλιακή εκεί τώρα που
βρίσκεται ένα μεγάλο γραφείο κηδειών
που περνώντας από έξω μπορείς να δεις
τα στεφάνια στολισμένα και κάποιον να
γυαλίζει μια νεκροφόρα. Εκεί
βρισκόταν η μπουάτ Ζορμπάς. Στην
αρχή δηλαδή ήταν μπουάτ γιατί σταδιακά
με την ανάπτυξη του τουρισμού ανακαίνισαν
την αίθουσα κι έφεραν ακριβό εξοπλισμό
από έξω για να μπορούν να υποστηρίξουν
ηλεκτρικό ήχο και πιο χορευτική μουσική.
Ας πούμε πως ήταν ένα πρωτόλειο χορευτικό
κλαμπ. Ήταν τότε που ο Τόνυ άρχισε να
παίρνει τα πάνω του και να γίνεται
γνωστός. Όμως ο θείος μου τον γνώρισε λίγο πριν κάνει το μεγάλο
μπαμ.

Ο θείος μου, ένας αδύνατος άνθρωπος με καστανά μάτια τα οποία
διατηρούνται το ίδιο μαγνητικά μέχρι
τώρα, ξεκινούσε τότε κι αυτός να παίζει
κιθάρα σε διάφορα μέρη. Ήταν ένας
αυτοδίδαχτος μουσικός κι ότι είχε μάθει
από τζαζ και μπλουζ το είχε ξεπατικώσει
από μια τεράστια ραδιοφωνική λυχνία
που είχε στολισμένη η γιαγιά μου στο
σαλόνι και άναβε μόνο τις Κυριακές για
την μετάδοση του ποδοσφαιρικού ματς.

Το πρώτο μαγαζί που
έπαιξε ήταν ένα μικρό
καφενείο στην περιοχή του Ζέφυρου κοντά στα πατσατζίδικα. Δεν έπαιρνε λεφτά. Το μόνο που κέρδιζε ήταν το ποτό του και το φαγητό
του που τον κερνούσαν. Του ήταν αρκετό
που έκανε το ψώνιο του το βράδυ και
διατηρούσε φιλίες με όλες τις νυχτόβιες
που εκδίδονταν στα ξενοδοχεία εκεί κοντά.
Αυτό ήταν κάτι μοναδικό από μόνο του.
Γιατί οι κανονικές γυναίκες τότε ήταν
κλειστές και έπρεπε να τάξεις γάμο ή να
μπεις σε μπελάδες με κάποια ζωντοχήρα
που θα συναντούσες στο φούρναρη ή στον
μπακάλη για να πας στο κρεβάτι και αν.
Ενώ οι πόρνες τα έκαναν όλα, με το
ανάλογο αντίτιμο βέβαια και αν ήσουν
τυχερός και σου τύγχαινε κάποιο ξεχωριστό
πλάσμα μπορούσες να ζήσεις τον έρωτα
έστω και πάνω σε ένα τρομαχτικό σιδερένιο
κρεβάτι που ο τριγμός του έμοιαζε με
ογκανισμό γαϊδάρου.

Εν πάσει περιπτώσει. Ο
θείος μου έπαιζε σε αυτό το μαγαζί κι
ερχόταν κάποιος κόσμος εκεί ο οποίος
ελάχιστα άκουγε βέβαια την μουσική.

Μια φορά ήρθε
εκεί και ο Τόνυ με το επιβλητικό ανάστημα
του και το κάπως επιτηδευμένο ντύσιμο
του. Ήταν σκούρος και τα μαλλιά του τα
περνούσε μπριγιαντίνη για να γυαλίζουν.
Ήταν βέβαια ήδη και τότε γνωστός γιατί
τραγουδούσε σε ταβέρνες και σε εκδηλώσεις
και κατά γενική ομολογία είχε την
καλύτερη φωνή όμως δεν είχε βγάλει ακόμα
πολλά λεφτά, δεν ήταν αυτό που λέμε πρώτο
όνομα…

Ο θείος μου έπαιζε λοιπόν την
τζαζ όπως την είχε μάθει στο ραδιόφωνο
κι είχε βέβαια και το δικό του προσωπικό
'στυλ', με ένα τσάκισμα κι ένα περίεργο
στακάτο στον αυτοσχεδιασμό που αργότερα
θα τον καθιέρωνε σε ένα από τους καλύτερους
μουσικούς όμως αυτά ήταν ψιλά γράμματα για τους περισσότερους θαμώνες.

Σε μια στιγμή λοιπόν τελειώνει το
κομμάτι του και κάθεται εκεί με ιδρωμένα χέρια ξέροντας πως δεν τον
άκουσε κανείς. Και τότε σηκώνεται πάνω
ο Τόνυ, ανάμεσα στις αποχαυνωμένες
φάτσες των θαμώνων
κι αρχίζει να χειροκροτά. Κι ύστερα
παραμερίζει τα τραπέζια και πλησιάζει
τον θείο μου. 'Είναι από τις ομορφότερες
κιθάρες που έχω ακούσει ποτέ' του λέει
και τον ακουμπά τρυφερά στην πλάτη.

                                                                  %

Ο θείος μου ήταν πάντοτε
ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Θέλω να
πω είχε μια καρδιά κάπως ευάλωτη. Τον
θυμάμαι πια μεγάλο πως καθόταν στην
αυλή μας και κάπνιζε κοιτάζοντας αλλήθωρα
τα χέρια του. Για αυτό και τα λόγια του
Τόνυ τον άγγιξαν βαθιά μέσα του, τα
ένιωσε σαν αγάπη. Γιατί ποτέ του δεν
πίστευε μέχρι τότε πως η μουσική του θα
μπορούσε να συγκινήσει κάποιον άλλο.
Είχε την εντύπωση πως ήταν κάτι πολύ
προσωπικό. Μια δικιά του λόξα που την
καταλάβαινε μόνο αυτός πατώντας ψυχαναγκαστικά στα τάστα της κιθάρας.

Εκείνο το βράδυ θα
επέστρεφε στο σπίτι του και θα παρέμενε
ξύπνιος μέχρι το πρωί και θα σκεφτόταν συνέχεια τον ήρωα του τον Τόνυ με τα τρυφερά του χέρια να τον ακουμπά στην
πλάτη. Ήταν ένα απρόσμενο δώρο αυτό για
το θείο μου.

Και δεν θα ήταν το μόνο.
O Tόνυ θα
ερχόταν ξανά και ξανά να τον
ακούσει. Και όταν πρωτοξεκίνησε να
τραγουδά στον Ζορμπά  και να γίνεται
διάσημος δεν θα ξεχνούσε να τον αναφέρει
κάνοντας τον κι αυτόν γνωστό σε ολόκληρη την πόλη. 'Υπάρχει ένας
άνθρωπος εκεί έξω σε ένα ασήμαντο μαγαζί που είναι από τους καλύτερους
μουσικούς της χώρας' θα έλεγε στον κόσμο που κατέκλυζε τον χώρο.


Τις εβδομάδες που ακολούθησαν το μικρό καφενείο που έπαιζε ο θείος
μου πλημμύρισε από κόσμο. Έρχονταν όλοι
να τον ακούσουν γιατί τους το είχε πει
ο Τόνυ. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης
κάθε ηλικίας… Κάποιος δημοσιογράφος
μάλιστα από αυτούς με τα μεγάλα κοκάλινα
γυαλιά και τα υπόλευκα πουκάμισα της εποχής έγραψε
ένα διθυραμβικό άρθρο στην τοπική
εφημερίδα.

Χωρίς καν
να το πολυψάξει, χωρίς να το κυνηγήσει
είχε γίνει το πρόσωπο της επικαιρότητας, Όλο
το σύμπαν έμοιαζε να συνωμοτεί υπέρ
του. Αν πήραν τα μυαλά του αέρα; μα και
φυσικά…

Βρισκόταν, όπως μου το είπε ο ίδιος, μέσα σε ένα 'ντελίριο
μεγαλομανίας'. Μια μεγαλομανία που
εκδηλωνόταν δυστυχώς τις περισσότερες φορές
-ύστερα από πολλά ποτήρια- πάνω σε εκείνο
το μεταλλικό κρεβάτι που έτριζε σαν γάιδαρος.  Εκεί η γυναίκα θα άκουγε
με κάποιο θαυμασμό τα καυχήματα του και θα του χάιδευε το κεφάλι. 'Ναι
μωρό μου είσαι η
καλύτερη κιθάρα στην πόλη' θα του έλεγε
και ύστερα θα του χάριζε ένα δυο παραπάνω λεπτά
συντροφιάς εκνευρίζοντας τον επόμενο
που είχε σειρά.

                                                                
%

Κάποια στιγμή βέβαια, όπως ήτανε μοιραίο να συμβεί, ο θόρυβος σίγασε,
και ο ενθουσιασμός του κόσμου ξεφούσκωσε … με την χαρακτηριστική
ευκολία που φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν όλα σε αυτό
τον κόσμο. Ο θείος μου έμεινε και πάλι
μόνος του με την μουσική του, μόνο που
αυτή την φορά του φαινόταν πολύ λίγη σε
σχέση με τις προσδοκίες που είχε για τον εαυτό του.

Στην αρχή προσπάθησε
να κάνει κάτι για αυτό. Αποφάσισε να
μελετά πιο συστηματικά, να μάθει να
διαβάζει νότες. Γρήγορα όμως κατάλαβε
πως αυτό θα σήμαινε πολύ κόπο τον οποίο
δεν είχε μάθει ποτέ του να χειρίζεται
όντας το χαϊδεμένο παιδί της γιαγιάς,
οπότε επέστρεψε στις γυναίκες του Ζέφυρου και τα κανακέματα τους γιατί
εκεί μπορούσε να νιώθει ασφαλής, όπως
και τα υπόλοιπα απολεσθέντα του ανδρικού
πληθυσμού.

Κι ήταν όταν ακόμα κι
οι πόρνες βαρέθηκαν κι αυτές να τον
ακούν και τον παρακαλούσαν να ντύνεται
πιο γρήγορα για να έρχεται ο επόμενος
που αποφάσισε πως η μόνη σωτηρία του
ήταν ο ευεργέτης του ο Τόνυ ο οποίος
τώρα μεγαλουργούσε στην μπουάτ
προσφέροντας ένα πρόγραμμα προδιαγραφών
με νούμερα από χορεύτριες και
ταχυδακτυλουργούς και μια αληθινή
μπάντα με πνευστά και ηλεκτρικές κιθάρες
και δυο γορίλες από το τοπικό όμιλο του
μποξ στην πόρτα.

Ένα Σάββατο βράδυ
ντύθηκε στολίστηκε και πήγε στην μπουάτ.
Περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το
πρόγραμμα μέχρι αργά το βράδυ. Ήπιε τα
ποτά του, κάπνισε όλα τα τσιγάρα του και
όταν ο κόσμος είχε διαλύσει πλησίασε
διστακτικά τον Τόνυ που έπινε από ένα παγωμένο ποτήρι κι εκτός από τον ιδρώτα στο
μέτωπο του ήταν πιο αψεγάδιαστος από
ποτέ. 'Τόνυ ψάχνω για δουλειά' του είπε
και κοίταξε αλληθωρίζοντας χαμηλά τα
χέρια του. Κι ο Τόνυ έριξε μια ματιά γύρω
στο άδειο μαγαζί και ύστερα στράβωσε
τα χείλη και του είπε 'συγγνώμη φίλε, αλλά δεν έχω λεφτά να σου δώσω.' Κι ύστερα
ο θείος μου δεν είπε τίποτα μόνο έμεινε
να τον κοιτάζει σαν να κοιτούσε τον ίδιο
τον Θεό.

Κι έτσι επέστρεψε στο μικρό μαγαζί κοντά στα
πατσατζίδικα και συνέχισε να παίζει
μόνο που τώρα πια δεν είχε καθόλου κέφι
γιατί του είχε καρφωθεί στο μυαλό πως
ο Τόνυ δεν τον εκτιμούσε πια και πως
ίσως είχε μετανοιώσει για όλα αυτά που
είχε πει. Ένιωθε πως πραγματικά δεν άξιζε.
Και βέβαια το κοινό του μαγαζιού του
έγινε και πάλι αυτό που ήταν, αδιάφορο
και αφοσιωμένο στην δική του προσωπική
κόλαση κι ίσως και ακόμα χειρότερο τώρα
που ο θείος μου δεν έπαιζε πια από την
καρδιά του μόνο μιμούνταν ότι ήταν του
συρμού για να εντυπωσιάσει.

Mην βλέποντας
άλλη λύση αποφάσισε να επισκεφτεί ξανά
τον Τόνυ προσδοκώντας να ανανεώσει την
εύνοια του. Ντύθηκε ξανά, πήγε στον Ζορμπά  κι έκατσε με ένα ποτήρι
καπνίζοντας ωσότου να τελειώσει το πρόγραμμα… Κι όταν έφτασε η ώρα
πήγε και στάθηκε
απέναντι στο πάλκο κι ο Τόνυ τον είδε και του έκανε
μια χειρονομία με το χέρι να περάσει μιαν άλλη βραδιά.

 Και τότε ο θείος
μου βάλθηκε να πηγαίνει εκεί κάθε βράδυ και μάλιστα άρχισε να
χειροκροτά δυνατά τα ταχυδακτυλουργικά νούμερα και βέβαια και τον ίδιο
τον Τόνυ θέλοντας να του δείξει πόσο τον εκτιμά. Κι ο Τόνυ βέβαια τον
αγνοούσε κάθε μέρα όλο και πιο επιδεικτικά
ώσπου μια νύχτα όταν εκείνος έγινε
φορτικός κι άρχισε μέσα στο πιόμα του
να φωνάζει πως τον αγαπά σαν αδελφό και
πως οι δυο τους είναι μουσικοί από την
ίδια στόφα ο Τόνυ παράγγειλε τους δυο
γορίλες να τον πετάξουν με τις κλωτσιές
έξω από το μαγαζί καταλήγοντας έτσι πάνω στον παγωμένο δρόμο της
παραλιακής.

Το πήρε βέβαια κατάκαρδα.
Δεν μπορούσε να την καταπιεί την ντροπή.
Σε μερικές μέρες είχε μαζέψει τα
συμπράγκαλα του, είχε φορτώσει την
κιθάρα του, είχε αποχαιρετίσει και
φίλους και συγγενείς και ταξίδευε  με
το πλοίο για την πρωτεύουσα.

Εκεί θα έκανε
πολλές χαμαλοδουλειές, όπως μας είπε, και θα πέρναγε αρκετές ίσως και χειρότερες
ντροπές ωσότου να βρει μιαν άκρη. Όμως
το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Κάποια
στιγμή επικοινώνησε με μια δυο
δισκογραφικές, ηχογράφησε ένα δίσκο με κάποιο τραγουδιστή.
Ύστερα έπιασε δουλειά σε μερικά μαγαζιά με μοντέρνο πρόγραμμα.
Κάποιοι κατάλαβαν βέβαια το ταλέντο
του μα είχε γίνει και το παίξιμο του πιο
μεστό με τον καιρό. Σε λίγα χρόνια ηχογραφούσε για
το σινεμά και έδινε παραστάσεις με
γνωστά ονόματα. Η παλιά ακουστική
καραβάνα του είχε αντικατασταθεί με
μια αστραφτερή epiphone riviera…

                                                                 
%

Από τις πρώτες αναμνήσεις
που έχω του θείου μου, χώρια από τις
αφηγήσεις, ήταν όταν εγώ ήμουν ακόμα
πιτσιρίκι όχι πάνω από δώδεκα χρονών κι εκείνος ήρθε
για τις καλοκαιρινές διακοπές του στην
πόλη. Τον θαύμαζα βέβαια όσο τίποτα στον
κόσμο. Είχε μακριά σπαστά μαλλιά και
φαβορίτες και φορούσε δαχτυλίδια. Πως
μπορούσα να μην τον θαυμάζω.

Θυμάμαι ήμασταν σε μια
παραλιακή ταβέρνα και τρώγαμε μετά το
μπάνιο, εγώ η αδερφή μου οι γονείς μου
κι αυτός. Κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης του έφερε μια κιθάρα να μας παίξει.
Έκατσε λοιπόν ο θείος μου και γρατζουνούσε
την κιθάρα και θυμάμαι πόσο αριστοτεχνικά
γλιστρούσε τα δάχτυλα του διατηρώντας
εκείνο το αλλήθωρο βλέμμα που είχε πάντα κοιτώντας στο κενό. Κι ήταν όταν τελείωσε
το κομμάτι του που μια γυναίκα εμφανίστηκε
μπροστά μας κρατώντας από το μπράτσο
έναν γέρο.

Θυμάμαι πόσο εντύπωση μου
είχαν κάνει αυτοί οι δυο γιατί η γυναίκα ήταν αρκετά
νεώτερη κι αυτός έσερνε τα παπούτσια
του προσπαθώντας να μείνει όρθιος.
'Θέλει να σας πει κάτι' είπε στο θείο μου
και μας έδειξε το γέρο που σάλιωνε τα
χείλη του για να ξεκινήσει να μιλάει. Ο γέρος πάσχιζε να πάρει ανάσα
αλλά με τα πολλά κατάφερε να πει την κουβέντα του … 'Αυτή η κιθάρα
ήταν η ομορφότερη που έχω ακούσει ποτέ' μας είπε κι ύστερα
η όμορφη γυναίκα τον συνόδευσε προσεχτικά
πίσω στο τραπέζι του.

Στο αμάξι για το γυρισμό
ο θείος μας είπε συγκλονισμένος πως αυτός
ο άνδρας ήταν ο Τόνυ ο διάσημος τραγουδιστής
και πως αυτό που είχε συμβεί ήταν απίστευτο και πολύ συγκινητικό. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα
την ιστορία χωρίς βέβαια τις περισσότερες
λεπτομέρειες τις οποίες θα μάθαινα
μεγαλύτερος ρωτώντας τον πατέρα.

Στην αυλή του
σπιτιού τρώγοντας καρπούζι και ακούγοντας
έναν δίσκο του Σαββόπουλου στο πικάπ
μου σφύριξε να πάω κοντά του να μου πεί κάτι 'σημαντικό'. 'Δαμιανέ'
μου είπε 'αυτός ο άνθρωπος ο Τόνυ, που
είδαμε στην ταβέρνα, μου έκανε το
μεγαλύτερο δώρο της ζωής μου. Με τον
τρόπο του μου έμαθε να στηρίζομαι στα
δικά μου πόδια και να έχω εμπιστοσύνη
στον εαυτό μου.' Και τότε εγώ τον κοίταξα
πως κάπνιζε και κοίταζε με τα αλλήθωρα
μάτια του στο κενό. Ήμουνα λίγο επιπόλαιος σαν παιδί και δεν μπορούσα
ακόμα να
αντιληφθώ τι ακριβώς ήταν αυτό που ήθελε να μου πει. Ήξερα όμως ότι τον
αγαπούσα με όλη μου την καρδιά.  'Θείε' του είπα 'εμένα πάλι μου
φαίνεται πως αυτός ο Τόνυ ήταν απλά ένας βλάκας κι εσύ τον πήρες πολύ
στα σοβαρά'.

Related stories

Στάζει νερά το ταβάνι του σταθμού «Βενιζέλου» – Έβαλαν κουβάδες δίπλα από τα αρχαία

Για ακόμη μία φορά, ο σταθμός του μετρό Θεσσαλονίκης ξεκίνησε να...

Η Βάσω Λασκαράκη πιστεύει στο μαγικό ραβδάκι της Θεσσαλονίκης

Συνέντευξη στη Χρύσα Πλιάκου/ Φωτογραφίες: Nekti Δεν νομίζω ότι υπάρχει...

Γιατί διαλύθηκαν αρχικά οι Simon and Garfunkel μετά το πρώτο τους άλμπουμ

Η ιστορία του ντουέτου Simon and Garfunkel είναι γεμάτη...

Το τραγούδι των REM που αρνήθηκαν να παίξουν live

Το βράδυ της άνοιξης του 1980, η πόλη Athens...