HomeΘέματαΤο αγαπημένο μου παιχνίδι

Το αγαπημένο μου παιχνίδι

Το μαγαζί με παιχνίδια
του κύριου Ζαγκάρ ήταν ένας μικρός παράδεισος.
Όμως και η λέξη παράδεισος είναι κάπως
τραβηγμένη και ίσως όχι και τόσο
κατάλληλη. Γιατί η ατμόσφαιρα του ήταν
πνιγηρή, κι η σκόνη κατακάθιζε πάνω στις
βιτρίνες και στις κούτες των παιχνιδιών,
κι ο χώρος ήταν ελάχιστος για να περάσεις
και να σταθείς. Όμως καθόλου αυτό δεν
αφορούσε τα παιχνίδια, κυρίως φιγούρες
και μεταλλικά αυτοκίνητα σε μέγεθος
σπιρτόκουτου αλλά κι ένα σωρό νεωτερισμούς
για χοντρές -συνήθως κακόγουστες- πλάκες
και μεταμφιέσεις, όπως η τεχνητή πορδή
ή ο πλαστικός εμετός ή η κάπα και το αίμα
του Δράκουλα. Κάτω από το στρώμα της
σκόνης τα παιχνίδια παρέμεναν όλα τους
άγγιχτα και με ένα διεστραμμένο τρόπο
πάντοτε καινούρια.

Δόξα τω θεώ μεγάλωσα
μέσα σε μια διαλυμένη οικογένεια με
κάποια σχετική οικονομική άνεση και
είχα την τύχη οι γονείς μου να θέλουν
να με ξεφορτώνονται αγοράζοντας μου
ένα κάρο ανοησίες με τις οποίες θα
κλεινόμουν για ώρες -στο δικό μου το
μυαλό για αιώνες- μέσα στο δωμάτιο όσο
αυτοί θα συνέχιζαν να βρίζουν και να
απειλούν ο ένας τον άλλο κραδαίνοντας
τις αιτήσεις διαζυγίου στα χέρια και
χρεώνοντας τις ζωές τους και τα χρόνια
που σπατάλησαν στον αποτυχημένο γάμο
τους…

Πράγματι, είχα τόσα
παιχνίδια που δεν χωρούσαν στο δωμάτιο
μου κι αναγκαζόταν η μητέρα μου να τα
μοιράζει όπως και τα ρούχα μου κατά
καιρούς σε διάφορους παρατρεχάμενους
για να αδειάζει ο χώρος και να μπορούμε
να βάζουμε καινούρια. Τα πρωινά που ο
πατέρας έλειπε στη δουλειά θα τους
έμπαζε στο σπίτι, συνήθως γυναίκες που
ο ιδρώτας τους μύριζε άσχημα, βαμμένες
περίεργα που θα κουβαλούσαν μαζί και
τα παιδιά τους. Θα τους έψηνε καφέ και
θα τους μιλούσε με τις ώρες, να εκτονώσει
το θυμό της και στο τέλος θα τους έδινε
τις τσάντες με όλα αυτά που δεν
χρειαζόμασταν… Σαν παιδί είχα ένα
ανάμικτο συναίσθημα φόβου και οίκτου
απέναντι τους. Μια αναγούλα απέναντι
στη φτώχεια η οποία μου φαινόταν κομμάτι
της ύπαρξης τους κι όχι επίκτητη. Αυτό
το συναίσθημα θα το κουβαλούσα μέσα μου
μέχρι την εφηβεία μου οπότε και θα έδινε
επιτέλους την θέση του σε μια λυτρωτική
οργή απέναντι στην άδικη κοινωνία και
σε μια δίψα για περισσότερη δικαιοσύνη.

Κι όμως πολλές φορές
αναρωτιέμαι αν η επαναστατική μου εκείνη
διάθεση, που σε μεγάλο βαθμό έχω ακόμα
και τώρα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από
μια απωθημένη, παιδιάστικη κι εν πολλοίς
φασίζουσα επιθυμία να εξαλείψω εκείνους
τους ανθρώπους ολοσχερώς.

Δεν ήταν λίγες οι φορές
που η μητέρα θα με έβαζε να παίξω με τα
παιδιά τους με το ζόρι. Θα τα έβλεπα τότε
να εισβάλλουν στον κόσμο μου, να φέρνουν
τα πάνω κάτω στο σύστημα μου και στην
τάξη μου… Καταλαβαίνω πως οι προθέσεις
της ήταν καλές. Πως ήθελε να μου μάθει
να σέβομαι και να καταλαβαίνω κάποιους
ανθρώπους που ίσως να μην είχαν τις
δικές μου δυνατότητες στη ζωή.

Όμως η αλήθεια είναι
πως τις περισσότερες φορές η προσπάθεια
της είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Στο
δικό μου το μυαλό αξία είχε ότι μου έδινε
ευχαρίστηση και τα παιχνίδια μου ήταν
πολύ πιο αποτελεσματικά σε αυτό. Υποθέτω
πως και ο κύριος Ζαγκάρ συμμεριζόταν
τις απόψεις μου γιατί μου είχε ιδιαίτερη
συμπάθεια και θα κράταγε πάντοτε ότι
καλύτερο για μένα και τα εξεζητημένα
γούστα μου. Ήταν βέβαια και τα λεφτά.
Τόσα και τόσα χιλιάρικα που μου ακουμπούσε
ο πατέρας μήπως και διασκεδάσει τις
ενοχές του για όλες τις νύχτες που έλειπε
από το σπίτι. Ή για τις νύχτες που ήταν
εκεί κι εγώ θα έπρεπε να κλείσω τα αυτιά
μου σφιχτά με τα χέρια μου για να μην
ακούω τις πόρτες να χτυπούν και τις
άσχημες λέξεις να εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Όλο το χαρτζιλίκι μου το κρατούσα για
τον κύριο Ζαγκάρ γιατί ήξερα πως το αγαπούσε το χρήμα και βέβαια κι εκείνος ήξερε
πως εγώ αγαπούσα την πραμάτεια του.

Αναμφίβολα το σπουδαιότερο
όλων στη συλλογή μου ήταν τα μικρά μου
ανθρωπάκια. Μια ιδιαίτερη και ίσως
αμφιλεγόμενη καινοτομία της εποχής που
δυστυχώς με την έλευση των ηλεκτρονικών
παιχνιδιών χάθηκε από την αγορά. Μου τα
είχε δώσει ο ίδιος ο κύριος Ζαγκάρ και
μου είχε μάλιστα εκμυστηρευτεί πως
ήμουν από τους λίγους που μπορούσε να
μου εμπιστευτεί ένα τόσο σπάνιο και
ιδιαίτερο παιχνίδι. 'Αν τα αγαπήσεις',
μου είπε, 'θα σου δίνουν ευχαρίστηση για
μια ζωή'. Εκ πρώτης δεν ήταν τίποτα
παραπάνω από μερικά σπόρια τα οποία μου
τα τύλιξε μέσα σε ένα κομμάτι χαρτί. Τα
πήρα στο σπίτι και τα έβαλα σε ένα δοχείο
με νερό και το φύλαξα σε ένα δροσερό
μέρος που να μην χτυπάει ο ήλιος, όπως
μου είχε πει. Σε μερικές μέρες, προς μεγάλη
μου έκπληξη είδα τους πρώτους μικρούς
γυρίνους να κολυμπούν νευρικά γύρω γύρω
… Σταδιακά ο κορμός τους μεγάλωσε και
σιγά σιγά άρχισαν να ξεπετάνε μικρά
ποδαράκια και χέρια, να αποκτούν πρόσωπα
με αδρά μογγολικά χαρακτηριστικά…

Όταν πια είχαν αναπτυχθεί
πλήρως τα έβγαλα από το νερό και τα
φύλαξα σε μια χαρτόκουτα. Δεν ήταν και
τόση ταλαιπωρία, μόνο λίγη φροντίδα
ήθελαν όπως ίσως τα κατοικίδια. Για
παράδειγμα έπρεπε να τους ταίζω με
τρυφερά κομμάτια από μαρούλι ή κάποιο
άλλο μαλακό λαχανικό και να τους έχω
πάντα φρέσκο νερό. Και βέβαια καθημερινά
να καθαρίζω την κούτα από τα περιττώματα
τους. Η αλήθεια είναι πως αφόδευαν
υπερβολικά πολύ και υπερβολικά συχνά τα
ανθρωπάκια.

Τις περισσότερες ώρες
της ημέρας θα τεμπέλιαζαν ή θα έτρωγαν.
Αν ήταν η εποχή του ζευγαρώματος θα
υπήρχε η ανάλογη αναστάτωση με τα
αρσενικά να τσιρίζουν και να τρέχουν
πάνω κάτω και τα θηλυκά να τρίβονται
κάπου εκεί κοντά. Από όσο μπορούσα να καταλάβω
είχαν κι αυτά την δική τους ιεραρχία.
Υπήρχαν αρχηγοί και κάποιοι που ήταν
πιο αδύναμοι και θα υπάκουαν σε αυτούς
όμως δεν μπορούσα να καταλάβω ποια ήταν
τα χαρακτηριστικά που όριζαν κάποιον
πιο δυνατό. Άλλες φορές ήταν η σωματική
διάπλαση, άλλες το νεύρο και η εξυπνάδα,
άλλες τίποτα από όλα αυτά. Πολλές φορές
η περίοδος αναπαραγωγής τελείωνε με
έναν άσχημο καβγά. Ορμούσαν το ένα πάνω
στο άλλο λυσσαλέα δαγκώνοντας ή γδέρνοντας
με τα νύχια τους, πάλευαν μέχρι τελικής
εξόντωσης κι ύστερα θα έκαναν διάλειμμα
να ζευγαρώσουν και πάλι εκτός κι αν τους
έβαζα τροφή…

Όπως είναι λογικό ένα
τέτοιο παιχνίδι θα ήταν ολέθριο να πέσει
στα χέρια κάποιου ξένου. Το φύλασσα όταν
έλειπα πάντα σκεπασμένο μέσα στη
ντουλάπα. Και βέβαια δεν μιλούσα ποτέ
για αυτό. Κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξη
του, ούτε καν η μητέρα μου. Μόνο εγώ και
ο κύριος Ζαγκάρ. Με την παιδική μου
αφέλεια πίστευα πως αν μπορούσα να τα
προστατέψω ωσότου να ενηλικιωθώ θα
έφευγα μια για πάντα από το θλιβερό μου
σπίτι και θα γυρνούσα τον κόσμο δίνοντας
παραστάσεις. Θα τα εκπαίδευα να κάνουν
τα πιο διασκεδαστικά νούμερα. Θα τα
μάθαινα να πηδούνε μέσα από την φωτιά.
Να καβαλάνε μικρά έντομα και να κάνουν
ακροβατικά. Θα τα μάθαινα ακόμα και να
υποκλίνονται στο χειροκρότημα.

Φευ. Μια μέρα γύρισα
από το σχολείο, μια μέρα καλή ώρα όπως
τώρα -αρχές καλοκαιριού- για να ανέβω
στο δωμάτιο μου και να βρω τα πάντα άνω
κάτω. Την ντουλάπα ανοιχτή, την κούτα
άδεια αναποδογυρισμένη. Έτρεξα κάτω
έντρομος και ζήτησα το λόγο φωνάζοντας
από την μητέρα μου και τότε εκείνη, με
την γνωστή ευθιξία της, το μόνο που είχε
να πει ήταν … πως ο πατέρας μου με είχε
κακομάθει και πως στο τέλος απλά θα
καταντούσα ότι ακριβώς ήταν κι εκείνος.
Μαζί της στην κουζίνα ήταν μια από τις
πολλές γυναίκες που μάζευε για να τους
δείξει ελεημοσύνη. Ήταν ντυμένη στα μαύρα. Πλάι
της η κόρη της ένα κοριτσάκι που είχε
δυο στρουμπουλά και μονίμως αναψοκοκκινισμένα
μάγουλα. Χωρίς να λογαριάζω την μάνα
μου τους ρώτησα τι είχε συμβεί και μου
είπαν πως δεν είχαν ιδέα για τι μιλούσα.

Ήμουν απαρηγόρητος.
Και σαν να μην ήταν αρκετή η δυστυχία
μου για τιμωρία η μητέρα με έστειλε στο
δωμάτιο μαζί με το κορίτσι για να παίξουμε. 'Γίνε
άνθρωπος επιτέλους' μου είπε κλείνοντας
την πόρτα δυνατά. Καθίσαμε εκεί κι εκείνη
περιεργαζόταν τα πράγματα μου σαν να
μην είχε συμβεί τίποτα μασώντας την
τσίχλα της και χαμογελώντας με ύφος.
Μια στιγμή γύρισε στο μέρος μου. Φορούσε ένα
βαμβακερό άσπρο φορεματάκι γεμάτο
λεκέδες από τροφές και χώματα. 'Θέλεις
να σου δείξω κάτι' μου είπε. Δεν της
απάντησα μόνο γύρισα αλλού θυμωμένος.
Και τότε αυτή μου άρπαξε το χέρι και μου
το έβαλε ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν μια
ζεστή ανυπόφορη μέρα όμως αυτό που
υπήρχε εκεί πέρα ήταν ακόμα πιο ζεστό. Για κάποιο λόγο ένιωσα ενοχές.
Ίσως επειδή, χωρίς να το καταλάβω,
προς στιγμή είχα ξεχάσει τα ανθρωπάκια
και τα παιχνίδια μου, κι όλα αυτά που
θεωρούσα σημαντικά μέχρι τότε.

Το μεσημέρι όταν ο
πατέρας επέστρεψε από την δουλειά έτρεξα
πίσω του κι άρχισα να του εξηγώ για την
συμπεριφορά της μητέρας και για το πως
είχε αφήσει να μου πειράξουν τα πράγματα
μου και πως αυτό δεν γινόταν να συνεχιστεί.
Μιλούσα και τα δάκρυα κυλούσαν στο
πρόσωπο μου.

Μου ζήτησε να ηρεμήσω
και μου υποσχέθηκε πως θα πηγαίναμε
μαζί στο μαγαζί για να πάρω ότι λαχταρούσε
η καρδιά μου. Και πράγματι την επομένη
πήγαμε εκεί κι ο πατέρας είχε μαζί του
και το παραφουσκωμένο πορτοφόλι του.
Κι όταν το έβγαλε τα μάτια του κύριου
Ζαγκάρ γυάλισαν σαν δυο αστραφτερές λάμες. Όμως όσα μυστικά … όσες τεχνητές
πορδές ή τρυκ κι αν ξέθαψε από τα ράφια
και τα συρτάρια του τίποτα δεν μπορούσε
να μου προκαλέσει το ενδιαφέρον, τίποτα
δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό μου
εκείνη την αίσθηση … εκείνη την θέρμη
και την ένταση -και τον θυμό- της επαφής με
το πρώτο μου μουνί. 

 

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...