Τμήμα: Film Forward / Κυρίως πρόγραμμα
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Φρανσίσκο ανέθεσε στους σκηνοθέτες Guy Maddin, Evan και Galen Johnson, μέλη της κινηματογραφικής κολεκτίβας Development Ltd., να δημιουργήσουν μία ταινία φόρο τιμής προς την πόλη του. Προβαίνοντας στην υλοποίησή της, κατέληξαν να συνθέσουν ένα οπτικό κολλάζ. Με υλικό ταινίες και σειρές, ακόμα και μουσικά video clips, που γυρίστηκαν στο Σαν Φρανσίσκο, οι σκηνοθέτες αποφάσισαν ουσιαστικά να αναπλάσουν την κλασική ταινία του Alfred Hitchcok, Vertigo/Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου (1958), χρησιμοποιώντας μόνο ένα πλάνο από αυτή.
Στο σύνολό του είναι ένα ενδιαφέρον εγχείρημα. Οι καλλιτέχνες παρεκκλίνουν από την ταινία – εξάλλου διαρκεί μία ώρα λιγότερο – δίνοντας τη δικιά τους εκδοχή της ιστορίας και δημιουργώντας ευφάνταστους συνδυασμούς μέσα από την ένωση πλάνων από έργα που δεν θα περίμενες αναγκαστικά να δεις πλάι-πλάι (για παράδειγμα τον Chuck Norris με την Joan Crawford). Για να αποβάλλουν τα «ξένα» μυθοπλαστικά στοιχεία και για να μην έχουν προβλήματα με τα πνευματικά δικαιώματα, μόνταραν τους διαλόγους με απότομα κοψίματα επιτρέποντάς μας μόνο να δούμε τις μεταβολές στις εκφράσεις των ηθοποιών και κόβοντας τα λόγια τους. Αυτό το μονταζιακό εύρημα προκαλεί στην αρχή χιούμορ και αμηχανία στον/στην θεατή καθώς αυτό το ύφος μοντάζ δεν είναι συνηθισμένο. Ωστόσο, αυτή η τεχνική καταλήγει προς το τέλος να γίνεται κουραστική λόγω της επανάληψής της.
Αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας επιλέγουν να αποσιωπούν τους χαρακτήρες, σε ορισμένα σημεία δεχόμαστε θραύσματα διαλόγων και ήχων που θεματικά σχετίζονται με τα αντίστοιχα σημεία του Vertigo. Σημαντική σκηνή για αυτό είναι η συζήτηση δύο γυναικών κατά τη διάρκεια της οποίας η μία εξηγεί γιατί επισκέπτεται ένα μουσείο, λειτουργώντας ως απόηχος της γνώμης των δημιουργών για την χαρακτήρα της Kim Novak.
Οι σκηνοθέτες δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το χιούμορ, ειδικά με την πτώση ενός χαρακτήρα από ένα κτίριο που συνοδεύεται με την χρήση κωμικού ήχου, ούτε και να ξεφύγουν από την αρχική ταινία. Παρεμβαίνουν καλλιτεχνικά σε ορισμένα πλάνα και προσθέτουν το ομότιτλο πράσινο νέφος, για το οποίο ο Maddin έχει αναφέρει σε συνέντευξη ότι εμπνεύστηκε από έναν ταμία με κακοβαμμένα πράσινα μαλλιά και ότι ήταν ένας τρόπος να αποδώσουν σουρεαλιστικά τα συναισθήματα που τους έβγαζε το Vertigo.
Έντονη παρουσία έχει η έγχορδη μουσική του Jacob Garchik, που γράφτηκε ειδικά για να παιχτεί στην τελετή λήξης του προαναφερόμενου Φεστιβάλ από το γνωστό Kronos Quartet. Επιβλητική, ωραία, αλλά από ένα σημείο και έπειτα κουράζει με την επιβλητικότητά της.
Τα προβλήματα εμφανίζονται προς το τέλος, όπου η ταινία μοιάζει να φλυαρεί λίγο, είτε γιατί χρησιμοποιεί συνεχόμενα πλάνα από την ίδια ταινία ή σειρά είτε γιατί η διάρκεια των πλάνων μεγαλώνει, και να αστοχεί με την χρήση των επιλεγμένων πλάνων. Συγκεκριμένα, η επιμονή προς την χρήση πολλαπλών συνεχόμενων πλάνων με τον Chuck Norris αποσπάει αρκετά την προσοχή.
Ως διασκευή είναι αβέβαιο αν θα ενθουσιάσει ή θα απογοητεύσει τους θαυμαστές της ταινίας του Hitchcock – οι οποίοι λογικά είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται – ενδέχεται να κουράσει αλλά μπορούν να το παρακολουθήσουν και άτομα που δεν έχουν εντρυφήσει σε διαφορετικές μορφές αφήγησης πέραν της κλασικής. Σίγουρα αποτελεί ένα ενδιαφέρον παιχνίδι με τη φόρμα και τις συμβάσεις, αφού μας γίνεται εμφανές πώς έχουν αποτυπωθεί παρόμοιες (ή ίδιες) πράξεις σε διαφορετικές ταινίες, πώς το νόημά τους τους προσδίδεται μέσα από το μοντάζ και πόσο εύπλαστο είναι στην τελική το πλάνο ως μία κινηματογραφική μονάδα. Μπορεί να μην έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα και να θυμίζει μονταζιακή άσκηση αλλά το αντισταθμίζει με την έντονη αίσθηση νοσταλγίας και ε, τι να κάνουμε «αυτό έχει το παλιό φιλμ».