Πόσο διψασμένο μπορεί να είναι το κοινό της Θεσσαλονίκης για κάθε τι νέο και πειραματικό, πόσο σαν τα δέντρα απλώνει τις ρίζες του στο ξερό έδαφος της θεατρικής Θεσσαλονίκης και αγκαλιάζει και δέχεται με ενθουσιασμό ο,τιδήποτε φαντάζει διαφορετικό και πειραματικό. Είναι όμως όντως έτσι τα πράγματα ή και ο πειραματισμός μας φτάνει μέχρι ενός σημείου;
Γεγονός είναι πως και πέρσι και φέτος, η solo performance Εργασία Βάκχες από την ομάδα θΘ γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην πόλη μας. Κι ας μην κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλό μας. Δεν γέμισε ξαφνικά η πόλη θεατρόφιλα και ανήσυχα για το μέλλον του θεάτρου νεαρά κορίτσια – από τα οποία αποτελείται ο κύριος όγκος των θεατών που συρρέουν στο BlackBox και χαρίζουν sold out στην παράσταση. Δεν είναι, βέβαια, επιλήψιμο αυτό. Ό,τι μπορεί να φέρει έναν άνθρωπο στο θέατρο καλό είναι.
Εξαιρώντας κάποιες στιγμές, που είχαν πολύ ενδιαφέρον κυρίως από αισθητικής – εικαστικής πλευρά (γενικώς η art επιμέλεια και τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Παυλίδη ήταν το καλύτερο στοιχείο της παράστασης), κατά τα άλλα κατά την προσωπική μου άποψη ήταν μια κουραστική και κουρασμένη παράσταση. Πόσο μικρόφωνο να αντέξουμε πια; Πόσο ψέμα; Γιατί να είναι τόσο δύσκολο στο θέατρο να είμαστε ειλικρινείς. Μόνο όπου ο περφόρμερ Ανδρεάς Κωνσταντίνου γειωνόταν και δεν έπαιζε μόνο τότε είχε ενδιαφέρον αυτό που παρακολουθούσαμε. Καρικατούρες και τύποι που αν τους βλέπαμε σε καλοκαιρινές περιοδείες του Εθνικού και του Κρατικού θα λέγαμε πάλι τα ίδια. Εδώ, όμως, το περιτύλιγμα αλλάζει και κακά τα ψέματα αλλιώς φαίνεται το fake στο θέατρο αν είναι στο σκοτάδι κι έχεις αφαιρετικό το σκηνικό.
Να πω για την χρήση της μουσικής; Στην πιο κρίσιμη στιγμή, της συνειδητοποίησης της Αγαύης ότι σκότωσε τον γιο της, η Αγαύη αναφωνεί ένα κουτσερεμένο α – εύκολη λύση στην πιο δύσκολη στιγμή – , ενώ ήδη από πριν έχει μπει ίσως και για μοναδική φορά μελωδική μουσική που δίνει έναν (μελο)δραματικό τόνο, τελείως παράταιρο για την δική μου αισθητική.
Στο τέλος, μεταφερθήκαμε όλοι στον επάνω όροφο του BlackBox όπου με κεριά και με τρόπο υπόκρισης αλά Κακάλα μας υποδέχτηκε ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, προσπαθώντας να φέρει κατ' αυτόν τον τρόπο την κάθαρση, προσπαθώντας να αποδομήσει ό,τι έχτισε.
Δεν θα κρύψω βέβαια το γεγονός ότι από τους ανθρώπους που μίλησα ή που άκουσα να συζητάνε, κατάλαβα ότι η παράσταση ενθουσίασε τους περισσότερους, αλλά αναρωτιέμαι σε τι ακριβώς έγκειται αυτή η αναμέτρηση, ποια ακριβώς είναι η καινοτομία του εν λόγω εγχειρήματος, τι μας προτείνει; Δεν είναι, βέβαια, αναγκαστικό να γίνεται αυτό και ίσα ίσα είναι μάλλον αδύνατο κάθε παράσταση να προχωράει το Θέατρο ένα βήμα παρακάτω, ωστόσο αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η παράσταση.
Οι Βάκχες είναι η πιο σκοτεινή τραγωδία του Ευριπίδη, δεν είναι το τρενάκι του τρόμου στο λούνα παρκ, δεν είναι επιφάνεια, είναι βάθος και σκότος. Άγρια χαρά κι όχι επιφάνεια. Αυτό δεν είναι μια κριτική, δεν είναι ένα κείμενο για την παράσταση, είναι ένα κείμενο για το κοινό και για την χαρά και την ελπίδα του πειράματος και του καινούριου. Θα επανέλθουμε.